Ο αυτιάγγουρας , ο αυτουλάς κοκ.
Εκ του Μπακατσιάς (Θύμιος) + αυτιάς.
Κοίτα τον μπακαυτιά απέναντι, σαν τον Ντάμπο είναι.
Ο αυτιάγγουρας , ο αυτουλάς κοκ.
Εκ του Μπακατσιάς (Θύμιος) + αυτιάς.
Κοίτα τον μπακαυτιά απέναντι, σαν τον Ντάμπο είναι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το λέμε για το αυτί κάποιου,ο οποίος από περιέργεια η αδιακρισία η σκοπιμότητα,παρακολουθεί τα λεγόμενα των άλλων γύρω του.
΄΄Μιλα πιο σιγά ρε γυναίκα,γιατί ο διπλανός τύπος έχει στήσει αυτί γαλότσα και ακούει τι λέμε.Δεν γουστάρω να βγουν παράρτημα τα οικογενειακά μας.''
Got a better definition? Add it!
Published
Στην ποικιλία της Γορτυνίας σημαίνει άνθρωπο με μεγάλα αφτιά.
Θα τον γνωρίσεις πολύ εύκολα. Λαπατσιάφτης! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Έκφραση ατόμων από τη Λάρισα για τη συγκέντρωση βρόμας πίσω από τα αυτιά. Δεδομένου ότι δεν κάνουν συχνά μπάνιο είναι μία σχεδόν καθημερινή λέξη στο λεξιλόγιο τους.
Μήηηηητσου καρκαμάντζα εχς πιάς.
Got a better definition? Add it!
Το αυτί στα καλιαρντά.
Εξ ου και οκιάζω.
Η ετυμολογία είναι παράξενη, μιας και occhio (όκιο) στα Ιταλικά είναι το μάτι!!!
Επίσης λέγεται και λούπαρα.
Καλέ! Τι λουπάρανε τα ιμάντες όκια!!
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος μας κουφαίνει με κάποιο κουφό του. Το εισήγαγε ο Χάρρυ Κλυνν στα '80ς, όταν ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία τα ειδικά δελτία ειδήσεων για όσους έχουν προβλήματα ακοής.
Γκρηκλιστί: you koufed us!
Βασίλης: Άσε θα έρθω να σε πάρω εγώ με την Μαζεράτι μου! Πέντε λεπτά δελτίο ειδήσεων για όσους έχουν προβλήματα ακοής, η κυρία!...
(Το alter ego του Χάρρυ Κλυνν αφηγείται)...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το λέμε για να δηλώσουμε αμελητέα ή μηδενική απώλεια βάρους. Συνήθως το λέμε όταν μας λένε ότι αδυνατίσαμε ενώ δεν ισχύει, απλά έτσι φαίνεται στον άλλο.
- Σαν να μου φαίνεται ότι αδυνάτισες ε;
- Ναι, στ' αυτιά... σταθερός στα 105 κιλά είμαι.
Got a better definition? Add it!
Όσο και να φωνάζεις δεν θα σε ακούσει γιατί είναι κουφό.
Μόνο αν ρίξουμε δηλητήριο και βάλουμε φάκες θα σωθούμε απ' τα κουφά που γέμισαν το υπόγειο.
- Σε ένα συνέδριο κουβεντιάζουν στο διάλειμμα τέσσερις γιατροί: τρεις πλαστικοί και ένας νάιλον! - Καλά ρε φίλε πιο κουφό ανέκδοτο δεν είχες να μας πεις;
Σχετικό: you koufed us!
Got a better definition? Add it!
Τα αυτιά στα καλιαρντά. (Ουδέτερο, πληθυντικός).
Ἀβέλει σόγι-κουραβελτέ ἡ Γεωργία, καπιάζει τὸ πακέτο
τοῦ κατέ καὶ τοῦ μπενά λουπαρτέ:
- Τί φωτογένεια! Θὰ μοῦ ἀβέλῃς μωρό μου; Ντέζιασε ἡ πούλη μου γιὰ σουάντες... Ἂχχχ!
Καὶ κοντραστάρει ὁ
σπαριλόμπεης:
- Νάκα μωρή! Ἐμάντε ἀβέλῃς πομπίνο-φραπέ! (Παράδειγμα Αἴαντος).
Got a better definition? Add it!
(Και να, η προαιώνια ανάγκη του σλάνγκου να πρωτοπορήσει ξαναχτυπά. Στο γούγλε το λήμμα δίνει αραβικά χωριά. Όμως, το γλυκύτατο σκατόπαιδο-μανάβης-του-μπι που ουρλιάζει παίζοντας και το ακούει όλη η πόλη παρά τα κλειστά παντζούρια, δηλαδή έλεος, συνέβαλε στη σλανγκική καταγραφή της ενοχλητικής έκφρασης με την οποία μου ζάλιζε τα αυγά ο ξάδερφός μου ο βαγγελάκης στο δημοτικό. Έχουμε και λέμετε):
Τίκρα: Το κερί του αυτιού, η κυψελίδα που λένε οι ωριλάδες, με τις όξινες αντιβακτηριδιακές ιδιότητες που σκοτώνει τα μικρόβια, μας γλυτώνει από ωτίτιδες και αν μαζευτεί στο πτερύγιο του αυτιού αποτελεί αφορμή για χαρακτηρισμό του ενδιαφερόμενου ως μπίχλερμαν. Ομοιοκαταληκτεί με το πίκρα πράγμα λογικό γιατί, όπως κάθε παιδί που αναγνωρίζει τον κόσμο γύρω του ξέρει, η τίκρα είναι πικρή, αντιθέτως με τη μύξα που είναι αλμυρή.
Συναντάται από όσο γνωρίζει η γράφουσα μόνο στην γνωστή παιδική γείωση απάντηση στην ενοχλητική ερώτηση «τι».
-Τι;
-Τίκρα στ' αυτί.
-...αδφαφί (ψιθυριστά)
-Τι είπες;
-σσσκαμαμφχφ (ψιθυριστά)
-ΤΙ;
-ΤΙΚΡΑ ΣΤ' ΑΥΤΙ ΑΑΧΑΧΑΧ
-Θείααααα πάλι με κοροϊδεύει ο Βαγγελάκηςςς
-Με τρελάνατε, να φύγετε, να πάτε αλλού να παίξετε.
-Και δηλαδή τι είναι τώρα η τίκρα ρε, δεν υπάρχει τέτοια λέξη.
-Το κερί στο αυτί είναι, να, να το βλέπεις αυτό; ααχαχαχ
-Θείαααα μου σκούπισε το αυτί στη μπλούζααα
-Έλα εδώ εσύ, στη μάνα σου, εσένα άμα σε περιλάβω...
Got a better definition? Add it!