Ο ομοφυλόφιλος ή αμφιφυλόφιλος ύστερα από τη διάσημη δήλωση του Απόστολου Γκλέτσου ότι "το ψάρι ψήνεται και από τις δυο πλευρές", αναφερόμενη στην αμφιφυλοφιλία.
Για ψαροψήστη τον είχα, αλλά αποδείχθηκε μερακλής.
Ο ομοφυλόφιλος ή αμφιφυλόφιλος ύστερα από τη διάσημη δήλωση του Απόστολου Γκλέτσου ότι "το ψάρι ψήνεται και από τις δυο πλευρές", αναφερόμενη στην αμφιφυλοφιλία.
Για ψαροψήστη τον είχα, αλλά αποδείχθηκε μερακλής.
Got a better definition? Add it!
Η ναζιάρα φασιστογκόμενα, η χρυσαβγίτισσα, το πάσης φύσεως φασιστόμουνο μεναγκό.
Πέραν των ναζών, η συγκεκριμένη συνομοταξία -μούνας αποτελεί αντικείμενο πόθου και για ορισμένους μπουντουσουμού μερακλήδες που αυνανίζονται πρωκτικά στην τουαλέτα ονειρευόμενοι αυταρχικό με nazi chic ινδάλματα τ. Ilsa Λύκαινα των SS.
Μεταφορικά, η αυταρχική και πρηξαρχίδω γκόμενα.
Έτερες πολιτικομουνοποιημένες εταίρες: πασοκομούνα, αναρχομούνα.
1.
- Ε καλα ειναι γνωστό χρονια οτι τα κορίτσια στην original ειναι αξύριστες αναρχοκομμουνιστριες ....
- Εφη αυτο το ακυρο που ειπες το ειπες γιατι εχεις γκομενο τον imitation Μητρογλου, η γιατι εισαι απλα μια ηλιθια, ανεγκεφαλη, τραγικη, φασιστομουνα;
(διάλογος στο φουμπού)
2.
Ο γερό Καίσαρης νομίζει ότι του έκατσε το λόττο και αρχίζει και τρίβει επιδεικτικά την τσουτσούνα του, ενώ τα χρυσαφικά που τους δίνει δεν τα έδινε ούτε η θειά μου η Γιωργία η φασιστομούνα στον βαφτισιμιό της.
3.
Χρυσαβγίτισσα φασιστομούνα είναι...Μόλις δει μελαμψό δέρμα, κλωτσάει!!!
Got a better definition? Add it!
Θηλυκό ή/και ουδέτερο άκλιτο. Χαϊδευτικό, φιλικότερο και ευγενικότερο προς τις ιδιαιτερότητες και τα ανθρώπινα δικαιώματα των εν λόγω ατόμων στο άκουσμά του από το εκχυδαϊσμένο τραβέλι.
Από το άκλιτο (αρσενικό ή/και θηλυκό) τραβεστί εκ του Γαλλικού «travesti» και Ιταλικού «travestire» (vestire/ντύνομαι).
Άρρεν που ντύνεται (και ικανοποιείται με το να ντύνεται ή/και να κυκλοφορεί και δημοσίως) με γυναικεία ρούχα, ο παρενδυτικός.
- Όταν λες φίλη εννοείς τίποτα καμιά τράβυ;
- Όχι γυναίκα καλέ. Καλέ Χριστός και Παναγία!
- Πωπω αυτό μου ενισχύει αυτό που είπα περισσότερο! Καλέ Χριστός κι Αποστολάκης!
(Από εκπομπή του Γιώργου Γεωργίου)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
στειλιάρι, στυλιάρι
Το στειλιάρι είναι μια εξαιρετικά σλανγκενεργής λέξη από ό,τι φαίνεται από τους πολλούς ορισμούς που έχουμε που δίνουν και τη δόκιμη σημασία και πολλές ακόμη σλανγκικές.
Θα συμπληρώσω με μία σχετικοάσχετη σημασία που έχει στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, όπου σημαίνει μια γυναίκα πολύ λεπτή και μάλλον ψηλή, η οποία βασικά είναι άβυζη, ενίοτε δε μένει όχι μόνο στην αβύζου, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία. Είναι δηλαδή ψηλόλιγνη, ευθυτενής, χωρίς καμπύλες, θυμίζοντας το ομώνυμο εργαλείο. Υπό Κ.Σ., το στειλιάρι θα έπρεπε να είναι μειωτικός χαρακτηρισμός, εφόσον αναφέρεται σε άβυζη και ενδεχομένουσλυ άκωλη γυναίκα, όμως υπάρχουν πλείστοι όσοι στειλιαρόκαυλοι, και υπάρχουν λόγοι για αυτό. Κατ' αρχήν το στειλιάρι έχει κορμί λαμπάδα, χωρίς κανένα μα κανένα γραμμάριο περιττού λίπους. Γενικότερα, βγάζει κάτι το εφηβικό και teen, κάτι σαν πετίτ, χωρίς να είναι πετίτ ένα πράμα, ή κάτι το ψηλόλιγνο ανατολικομπλοκέ και αθλητικό. Και, για να αναφερθούμε στις πιο σκοτεινές πλευρές της υπόθεσης, βγάζει και μια κακουχία και ταλαιπωρία, Κύριος οίδε από ποια δεινά συνδεόμενα με τις απάνθρωπες συνθήκες του σύγχρονου trafficking, μια κακουχία η οποία δεν αποθαρρύνει, αλλά μάλλον εξιτάρει τους λεβεντοτσολιάδες Ελληνάρες πελάτες. Και μάλλον η επιτυχία που έχουν τα στειλιάρια οφείλεται στο ότι βγάζουν σαδιστικά καφροσέξουαλ γούστα. Δεν το βρίσκω στον γούγλη ως γενικότερο γυναικότυπο, φιγουράρει όμως πρώτο πρώτο στο Λεξικό της Μπουρδελικής (αυτό το αναγκαίο update του Πετρόπουλου), οπότε δίνει πολλά αποτελέσματα σε αυτή τη συνάφεια.
Μικρή πίπα (που λέει κι ο Βικάριος): Το στειλιάρι δέον να συνδεθεί στο σλανγκοσύμπαν με τις λέξεις, οι οποίες δηλώνουν αφενός το πέος, αλλά αφεδύο και την γκόμενα που ερεθίζει το πέος. Παρόμοιες λέξεις είτε δηλώνουν κάτι το ίσιο και ευθυτενές, όπως η λαμπάδα, που ισχύουν είτε για το έγκαυλον πέος, είτε για το ψηλόλιγνο γυναικείο κορμί, είτε περισσότερο αξιολογικές εκφράσεις, όπως λ.χ. τα όπλο και εργαλείο που μετωνυμικώς χαρακτηρίζουν και τον μπαργαλάτσο και την γκόμενα που τον σέρνει, θυμίζοντας άλλωστε τη λακανιανή ρήση ότι ο άντρας έχει τον φαλλό, αλλά η γυναίκα είναι ο φαλλός, ή, όπως θα λέγαμε σλανγκικώς, η γυναίκα είναι το καυλί. Ωσεκτουτού, η γυναίκα στειλιάρι, είναι μια γυναίκα- εργαλείο που μετωνυμικώς κάνει και το δικό σου εργαλείο εργαλείο.
Και επειδή είμεθα σλανγκαρχίδηδες τουκανιστές, να σημειώσουμε ότι η σωστή ορθογραφία είναι στειλιάρι με έψιλον ιώτα, ετυμολογούμενο από: < μεσαιωνικό στειλιάριον, υποκοριστικό του αρχαίου στε(ι)λεός, παράλληλο του τύπου στε(ι)λεά (=ξύλινη λαβή εργαλείου, αξίνας) από αμάρτυρο ουδέτερο **στέλος*, οπότε εντάσσεται στην ευρύτερη οικογένεια του ρήματος στέλλω που συνδέεται και με το γερμανικό stellen και πολλά άλλα.
Got a better definition? Add it!
O ευφυοσεξουαλικός, ο νοοσεξουαλικός: ο αθρώπας δηλαδής που έχει ως υπέρτατο αντικείμενο πόθου την ευφυΐα και ουχί την εμφάνιση.
- Δηλώνω και εγώ σαπιοσέξουαλ. Νομίζω η πλειοψηφία έτσι είναι. Τελευταία με τραβάνε τα σεξουαλικά ανοιχτόμυαλα κοριτσάκια :P Όχι πως έχουν κάτι λιγότερο οι άλλες, απλά ok, εν είμαστε για σΚέση τέτοιους καιρούς (εδώ)
- Σαπιοσέξουαλ, εκκολαπτόμενη βιολόγος. Ενθουσιάζομαι από τα πάντα, αλλά συνήθως τα βαριέμαι μετά από λίγο. Αν βρίσκεις ένα κομμάτι του εαυτού σου εδώ μέσα, μείνε (εκεί)
Εκ του αγγλικάνικου sapiosexual (< λατ. sapiens και sexus)
Μεταγλωττισμένο στα ελληνικά, το λήμμαν κουβαλάει πολλά κιλά σλανγκίλα και σαπίλα, καθώς παραπέμπει συνειρμικά στον σαβουρογαμόσαυρο.
- Εννοείται πως κι εγώ θεώρησα τον σαπιοσέξουαλ συνώνυμο του σαβουρογάμη...(εδώ)
Κατά λολαδερή δε σύμπτωση, οι δυο έννοιες συγκλίνουν απόλυτα (αλλά όχι πάντα), καθώς οι μπαζοφονιάδες συχνά αυτοαποκαλούνται προσχηματικά "εγκεφαλικοί τύποι" προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν την καζούρα από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Συνεπώς ο όρος αποτελεί και λολοπαίγνιο.
Got a better definition? Add it!
πισωκόλλης, πισωκώλης
Βρισιά χυδαία για τον παθητικό ομοφυλόφιλο ή για τον θεωρούμενο υβριστικώς και σεξιστικώς ως τέτοιο. Νταξ, το πισωκώλης το λες και πλεονασμό και κοινό τόπο, όλοι πίσω μας τον έχουμε τον κώλο μας, προφ εδώ εννοείται ότι ο υβριζόμενος τον παίρνει από πίσω, από τον κώλο. Το βρίσκω σπανιότερα και με την ορθογραφία πισωκόλλης, προφ από τη σεξουαλική στάση πισωκολλητό. Ως βρισιά μπορεί να έχει τις διάφορες σεξιστικές σημασίες που έχει η βρισιά πούστης.
Got a better definition? Add it!
Xαρακτηρισμός για μάζεμα-συνονθύλευμα-κοπάδι από πιπίνια.
- ΠΑΝΕΤΟΙΜΕΣ ΚΑΙ ΠΑΘΙΑΣΜΕΝΕΣ… Τρεις μόνο παίκτριές της έχουν γεννηθεί τα έτη 1983, 1984 και 1985, οι υπόλοιπες δε «παίζουν» μεταξύ των ετών 1991-1998. Κάτι ανάλογο με το roaster του ΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ…«Πιπιναριό» με ευρωπαϊκή στόφα δηλαδή… (εδώ)
- Stepan συγχαρητήρια, άντε να έχουμε και γιατρό στο φόρουμ, έχουμε και ηλικιωμένους εδώ (γκουχ γκουχ)
- Βρε τους καημενους ...θα πρεπει να αισθανονται πολυ ασχημα με ολο αυτο το πιπιναριο εδω μεσα :laugh: (εκεί)
Επίσης, πιπιναριό μπορεί να χαρακτηρίζει και άτομο μόνο του που έχει την περί ής ο λόγος ιδιότητα, π.χ.:
- για καποιο λογο, σε ειχα για μεγαλυτερο...
- ε, από τα πιπιναριά με τα οποία κυκλοφορεί, μεγαλύτερος είναι :-) (εκεί)
- κανει ομως παρεα με κατι τρελα πιπιναρια και γουσταρω να χωθω, για να τα κερασω τα σωματικα υγρα μου. (εκεί)
Βλ. και αντίστοιχες σλανγκιές εις -αριό: αρχιδαριό, ελληναριό, καρακιτσαριό, καραπουταναριό, καραπουτσαριό, κατιναριό, λουμπεναριό, παπαδαριό, σταλιναριό, φασισταριό, κ.ταλ.
Got a better definition? Add it!
Το άτομο το οποίο έχει προτιμήσεις για χοντρές, ο παχογαμιάς, ο χοντρογάμης.
Μαλάκα Γιάννη ογκόβιε, αυτή η δικιά σου σα φάλαινα είναι...
Got a better definition? Add it!
Ως προέκταση του εδώ ορισμού, να δώσουμε και μία τυποποιημένη αντίδραση περιλαμβάνουσα αυτήν την λέξη, με παρόμοια σημασία.
Απαντάμε «είσαι μερακλής», λοιπόν, σε τύπο ο οποίος εκφράζει γούστα τα οποία μας φαίνονται τουλάστιχον περίεργα, αποκρουστικά, έως και αποδοκιμαστέα, αλλά υπεκφεύγουμε ευθείας απάντησης και υπονοούμε κάτι στην γκάμα μεταξύ του «περί ορέξεως» και του «πρέπει να σε δέσουν».
Βλέπε και γειώσεις.
- Ωπ! κοίτα ρε συ τη γκόμενα. Ινδή και ωραία, πώς κι έτσι.
- Εμένα οι Ινδές μ' αρέσουν, φίλε.
- Είσαι μερακλής.
- Πήγα Ταϊλάνδη για διακοπές, πολύ γαμάτα ρε φίλε. Και γαμώ τις χώρες. Πολιτισμός, κουζίνα, φύση, τα πάντα.
- Ασ' τ' αυτά. Κάνα αγοράκι γάμησες; Δεν αξίζει να πας Ταϊλάνδη και να μην ρίξεις και έναν.
- Ε, είσαι μερακλής.
Got a better definition? Add it!
Ο ομοφυλόφιλος ή gay. Χρησιμοποιείται συνήθως για να χαρακτηρίσει αρνητικά αυτά τα άτομα.
Πω μαλάκα, τι λουγρκί είναι αυτό!
Got a better definition? Add it!