Further tags

Πρόκειται για το θρυλικό πιστόλι Parabellum 08, κοινώς Luger, που σχεδίασε ο Georg J. Luger το 1898 και κατασκεύαζε η Deutsche Waffen und Munitionsfabriken.

Το λούγκερι χρησιμοποιήθηκε από γερμανούς κατά τους δύο παγκοσμίους πολέμους και διακρίθηκε τόσο για την θανατηφόρο ευθυβολία του όσο και το ντιζαϊνάτο λουκ που ακόμα γοητεύει στρατόκαυλους συλλέκτες, ναζούς, λούγκρες φετιχίστριες, κ.α.

Χρησιμοποιείται κυρίως στην Κρήτη, όπου το λούγκερι θεωρείται μαστ οικογενειακό κειμήλιο του παππού που ξεπαστρεύε γερμαναράδες στον πόλεμο.

Ασίστ: Χαλικού.

- Παπαρα Ελληνα, που δεν κατεεις μπλιο τη κρητικη τη διαλεκτο. Ετσα και την αλληνα βολα με ξαναμανισεις εχω για σε, ενα πιστολι λουγκερι και λουγκερενιες σφαιρες...
(εδώ)

- Πάντως άμα σέρνεται ειδικά πας και με το λούγκερι και κάνεις τη δουλειά σου...
(Χαλικού, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καράβι, γενικότερα η ναυτική ζωή.

Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο Πολεμικό Ναυτικό (για τους υπηρετήσαντες Πι-Νι), αλλά και για εμπορικά πλοία (γκαζάδικα, φορτηγά, λιγότερο ποστάλια). Ενίοτε απαντά και στον πληθυντικό: οι λαμαρίνες.

[I] Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει
μας έσφιξε το Κuro Siwo σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι[/I]

...έγραφε ο Νίκος Καββαδίας για τις πλωτές αυτές φυλακές. Η λέξη εγκλείει εντός της όλη τη συσσωρευμένη πικρία, όλα τα βάσανα, τα χωσίματα, τα πακέτα που συνεπάγεται η ζωή στα καράβια.

Να περνάς μήνες μακριά απ' τους δικούς σου. Να χάνεσαι με τα φιλαράκια σου. Να σου γίνεται το στομάχι κώλος (τουλάστιχον τους πρώτους μήνες). Να μην μπορείς να στεριώσεις - κυριολεκτικά! - μια σταθερή σχέση με γυναίκα.

Αν έχεις σχέση, να σε τρωει η αγωνία για το τι κάνει, που βρίσκεται, αν σε κεράτωσε, αν βρήκε άλλον, και να ξοδεύεις πεντακοσαριές στο γαμημένο το κινητό για να της μιλάς (κι αυτή να σου κάνει κόνξες και να στο παίζει δύσκολη, έτσι είναι αφού σε κρατάει απ' τ' αρχίδια, κακόμοιρε).

Η μόνη σου επιλογή για σεξ να είναι οι πουτάνες των λιμανιώνε, αν όμως λάχει κι είσαι και λίγο συναισθηματίας και δεν γουστάρεις πουτανιάρικες φάσεις, τότε τότε γάμα τα.

Να είσαι αναγκασμένος να βλέπεις κάθε μέρα τους ίδιους τσάτσους και ρουφιάνους που δε γουστάρεις (μιλάω κυρίως για τους χαμηλόβαθμους μονιμάδες του Π.Ν, ΕΠΥ και ΕΠΟΠ).

Να σου πρήζουν συνέχεια τον πούτσο για το πόσο επικίνδυνο είναι το τούρκικο ναυτικό. Να είσαι σε κάποιο νησάκι, π.χ. Ρόδο, και μόλις πάει να χαλαρώσει λίγο η φάση να σκαει σήμα ότι βγήκε κάποιο τούρκικο πλοίο και πάμε να το ακολουθήσουμε. Να αράζει το γαμόπλοιο σε θέσεις απόκρυψης, μες την ερημιά, παρέα μόνο με τα καβούρια, και να ξέρεις ότι λίγα χλμ. πιο δίπλα είναι π.χ. το Φαληράκι με τις χιλιάδες ξέκωλες Αγγλίδες. Μιλάμε για μαρτύριο του Σίσυφου, του Τάνταλου και των Δαναΐδων μαζί.

Συνηθέστατες οι φράσεις: μας έφαγε η λαμαρίνα, λιώσαμε τόσα χρόνια μες τη λαμαρίνα, μας ρούφηξε τη ζωή η λαμαρίνα.

Η καλύτερη φάση για τους μονιμάδες του Πολεμικού Ναυτικού, εκτός βέβαια απ' το να βγουν σε υπηρεσία στεριάς, π.χ. να πάνε σε κάνα θέρετρο Αγίας Μαρίνας κι έτσι, είναι να πάει η λαμαρίνα για επισκευές. Τότε αναγκαστικά τα ταξίδια αναβάλλονται κι όλοι εύχονται να κρατήσει η επισκευή όσο πιο πολλούς μήνες γίνεται (αν είναι να διαλυθεί και τελείως το γαμόπλοιο, ακόμη καλύτερα).

Τέλος, όταν όλα είναι κομπλέ και επίκειται αναχώρησις, είθισται τα ναυτάκια να τραγουδάνε μεταξύ τους ειρωνικά το άσμα της Ελένης Δήμου «ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη σου, στα μεγάλα νησιά του μυαλού και του χάρτη σου»...

- Μας ήπιε το αίμα η λαμαρίνα.

- Γαμώ τη λαμαρίνα μου μέσα γαμώ.

- Να πέσει μια μπόμπα ρε φίλε να γίνουν καρφιά όλες οι λαμαρίνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πατάτα.

Η προφορά αυτή δίνει μια πιο βαριά αίσθηση στο νόημα της λέξης που αναλόγως με τα συμφραζόμενα μπορεί να χαρακτηριστεί ως θετική αλλά κι ως αρνητική.

(Λένε ότι είναι Λευκαδίτικη, αλλά δε ξέρω.)

(σ.σ.: Υπάρχει και groupστο facebook)

- Θα τηγανίσω αυγά, λουκάνικα και καμιά πατάκα και θα την κάνω ταράτσα σου λέω!

- Πάλε πατάκα για μεσημέρι ρε μάνα γαμώτονΚαποδίστριαμουγαμώ!

Πατατοφάγοι του Βαν Γκοχ (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο γλυκιά, πιο όμορφη, πιο τρυφερή λέξη στον κόσμο, διαθέτει και τη «σκοτεινή» σλανγκική πλευρά της. Καθεμιά από τις ποικίλες τούτες σλανγκικές χρήσεις παραπέμπει / εστιάζει σε κάποιο / κάποια από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της βιολογικής μητέρας, π.χ. την εμπειρία της, τον εποπτικό της ρόλο, την υπεύθυνη θέση της, τον προστατευτισμό της, την αυθεντικότητά της.

  1. Χαρακτηρισμός προσώπου ιδιαίτερα επιδέξιου / ικανού / έμπειρου σε κάποιον τομέα. Κάθε σχετική του προσπάθεια στέφεται κατά κανόνα με αξιοσημείωτη επιτυχία. Συνώνυμο: μάστορας.

    • Ο Κωστάκης είναι μανούλα στα ηλεκτρολογικά.
    • Η Αννούλα είναι μανούλα στα τσιμπουκώματα εν κινήσει. Εγώ οδηγούσα κι αυτή ρούφαγε.
    • Ο χρήστης Khan φαίνεται μανούλα σε θέματα μεσαιωνικής σχολαστικής φιλοσοφίας.
  2. Πρόσωπο που μεριμνά για άλλους, έχει την ευθύνη των πράξεών τους, τους εποπτεύει, τους επιβλέπει.

    α. Στα πλοία του Πολεμικού μας Ναυτικού, μάνα του πλοίου είναι ο Ύπαρχος, ο δεύτερος και λεγόμενος. Όπως η κλασική μητερούλα, ο ύπαρχος αναφέρει στον πατέρα του πλοίου (καπετάνιος) τις μαλακίες που έκαναν τα παιδιά (το υπόλοιπο πλήρωμα). Όχι όλες βέβαια, μόνο τις πιο σοβαρές, αυτές που δεν κουκουλώνονται με τίποτις.

    β. Στον Στρατό Ξηράς, ο επιλοχίας είναι η μάνα του λόχου.

  3. Σε διάφορα παίγνια, τυχερά και μη, μάνα είναι παίχτης επιφορτισμένος με ιδιαίτερο ρόλο, συχνά προνομιακό.

    α. Στο μπλακ-τζακ η μάνα είναι αυτός που μοιράζει τα φύλλα στους άλλους παίκτες, ενώ η ίδια τραβάει φύλλο τελευταία. Για να «καεί» η μάνα, πρέπει κάποιος παίχτης να έχει μεγαλύτερο φύλλο απ' αυτήν. Αν έχει το ίδιο φύλλο, η μάνα κερδίζει και διατηρεί τη θέση της.

    β. Σε πολλά παιδικά παιχνίδια, όπως το «αλάτι ψιλό - αλάτι χοντρό», «πινακωτή-πινακωτή» κ.α. Βλ. αναλυτικά εδώ και εδώ.

  4. Ειδικά στο τάβλι, μάνα είναι η πρώτη θέση όπου τοποθετούμε αρχικά όλα τα πούλια. Συνεκδοχικά είναι και τα ίδια τα πούλια που βρίσκονται εκεί. Στις πόρτες (παιχνίδι που οι παραδοσιακοί ταβλαδόροι περιφρονούν λόγω της απλότητάς του και μετά βίας το κατατάσσουν στις του ταβλίου παραλλαγές) δεν υπάρχει μάνα.

  5. Το εργοστάσιο κατασκευής ενός μηχανήματος, συνεκδοχικά τα ίδια τα μηχανήματα στην αρχική τους μορφή, χωρίς κάποια μεταγενέστερη προσθήκη / τροποποίηση / μετατροπή (βλ. και σχετικό λήμμα μαμίσιο). Συνώνυμο: κούτα, της κούτας.

    Τίποτα ρε σου λέω δεν έχω πειράξει, το μηχανάκι είναι μαμά, όπως το πήρα, της κούτας.

Ενδιαφέρον γραμματικό φαινόμενο είναι, εν προκειμένω, η χρήση του ουσιαστικού (μάνα) ως επιθέτου (μανίσιο / μαμίσιο), όταν πρόκειται να δηλωθεί η προέλευση, η καταγωγή. Π.χ. πήρα μηχανάκι Ιαπωνία αντί πήρα γιαπωνέζικο μηχανάκι.

  1. - Που λες αγόρι, μάνα η Αμαλίτσα στο τσιμπούκι. Μιλάμε η γυναίκα έχει αναγάγει το προφορικό σε επιστήμη, διδάκτορας πεολειχίας κι έτς. Στεγνό τον βάζει στο στόμα, στεγνό στον βγάζει. Ούτε σταγόνα δεν πάει χαμένη.

  2. - Ο πουσταράς ο ύπαρχος μ' έχει πάει γαμιώντας τώρα τελευταία. Μιλάμε για τρελό χώσιμο..
    - Εμ, η μάνα του πλοίου είναι, τη δουλειά του κάνει ο άνθρωπας.
    - Να μου το θυμηθείς, μάνα-ξεμάνα, θα του γαμήσω τη μάνα εγώ αυτού του καριόλη κάποτε.

  3. Άντε βρε μαλάκα, πήρες εργολαβία τη μάνα. Χάσε καμιά φορά να κάνει και κανάς άλλος...

  4. - Ντορτάκια! Σου πλακώνω τη μάνα καριόλη, τέλος! - Μάθε πρώτα να μετράς ρε καραγκιόζη, με ντόρτια χτυπάς την παραμαμά...
    - Στ' αρχίδια μου! Τι μάνα, τι παραμάνα, το ίδιο κάνει. Σ' έχω σκίσει ούτως ή άλλως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσατσόχαρτο: Εξοδόχαρτο στο Ναυτικό.

(Ναυτονόμος πύλης):
-Για να βλέπω τσατσόχαρτα...
(Στραβόγιαννος):
-Τί 'ναι αυτό;
-Μάγκες, χωρίς τσατσόχαρτο βγαίνουν μόνο αυτοί απ' τα πλοία, με εντολή κυβερνήτη. Εσείς είστε από ΔΝΟ. Πίσω ολοταχώς!
-Φτου! Και κάναμε τόσο δρόμο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στρατιωτική ζώνη που φοράνε οι φαντάροι (προέρχεται από τα αρχικά Α/Τ).

Δεν έχει νούμερο για να φοριέται από όλους ανεξαρτήτως πάχους και διαθέτει τρύπες για να προσαρμόζονται οι παλάσκες.

- Σφίξε την ΑΤ σου να πάμε για περίπολο...

(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως όλα τα πράγματα στο στρατό, απο το λιγότερο σημαντικό που μπορούνε όλοι να φανταστούνε έως το περισσότερο σημαντικό, έτσι και τα φαγητά υπόκεινται σε κάποιο κωδικοποιημένο σύστημα. Τα παραδείγματα πολλά: πούστης με κινέζο, πούστης με γύφτο κτλ. Σε αυτήν την περίπτωση ο γνωστός μέχρι και στις πέτρες Σάκης, και συγκεκριμένα μέσα από το άσμα του «Έλα Μου», ονοματίζει το πλούσιο και συνήθως φρέσκο πιάτο των ζυμαρικών με κιμά.

Ο κιμάς μπορεί να έχει χρώμα μπλε, λες και έχει 4 χρόνια στο ψυγείο ενώ έχει μόνο δύο εβδομάδες, αλλά τρώγεται ευχάριστα. Τα ζυμαρικά είναι τυχαία και ίσως τύχει να πέσει ραβιόλι αλλά οι πιθανότητες συγκλίνουν προς το κοφτό. Συνήθως είναι κολλημένα μεταξύ τους, αν και ο μάγειρας δικαιολογείται λέγοντας:
- «Τα κάλυψα ρίχνοντας λάδι μέχρι πάνω!»

Κανονικά θα έπρεπε να συμπεριληφθεί και στην κατηγορία σιχαμερά αλλά κάποιος πρέπει να γευτεί την μαγειρική του μάγειρα στην μονάδα που κάποτε υπηρετούσα για να το καταλάβει.

- Τί φαΐ έχουμε σήμερα ρε μάγερας;
- Σάκη Ρουβά.
- Πάλι ρε μάγερα; Και την προηγούμενη Δευτέρα αυτό μας τάισες.
- Α, αυτό είναι το καινούριο, ντουέτο με Κοκκίνου. Σάλτσα.

Γύρνα πάλι γύρναααα πάλι γύρνααα (από Galadriel, 10/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς και μυρμηγκοφάγος, είναι η αντιασφυξιογόνα μάσκα τύπου GP-5 που τόσο πολύ φορέθηκε στον αντιεξουσιαστικό χώρο και έχει να φοριέται για πολύ καιρό από ό,τι φαίνεται με όλα αυτά τα μνημόνια, τα μεσοπρόθεσμα, τις τρόικες, τον Παπανδρέου τον τρίτο τον μακρύτερο κλπ κλπ. Λέγεται έτσι γιατί καλύπτει ολόκληρο το κεφάλι και αυτός που τη φοράει μυρμηγκοφέρνει (ή μυρμηγκοφαγοφέρνει) φουλ, γεγονός που αποτελεί και ένα βασικό της μειονέκτημα όταν βρίσκεται κανείς σε μέρη με τόσους μπάτσους και ασφαλίτες.

  1. (από Indymedia)
    «Υπάρχουν πολλοί αναπνευστήρες με φίλτρα που πωλούνται ειδικά στο ebay,amazon,κτλ. Το σίγουρο είναι ότι πρέπει λογικά να αποφεύγονται οι χρησιμοποιημένες μάσκες. Δεν ξέρουμε πώς έχουν χρησιμοποιηθεί και σε τι έχουν εκτεθεί. Σκεφτείτε ότι υπάρχουν αγγελίες που πουλάνε μάσκες από Β ΠΠ ή από τις επιχειρήσεις στο Ιρακ!!! Τις αποφεύγουμε πάση θυσία,ειδικά τα μυρμήγκια είναι σχεδόν όλα από τέτοιες επιχειρήσεις του σοβιετικού στρατού... Για τις νέες μάσκες και τα φίλτρα είναι εξαιρετικά κρίσιμο να προσέχουμε ημερομηνίες λήξης αλλά και να φροντίζουμε για αλλαγές φίλτρων.»

  2. (από Indymedia)
    «πότε ο κόκκινος στρατός χρησιμοποίησε σε επιχειρήσεις μάσκες μυρμηγκοφάγους ;
    (από μέρμηγκας 18:06, Τρίτη 5 Ιουλίου 2011)
    Δεν παίζει κάτι τέτοιο που λες,εκτός ίσως από την πυρηνική δοκιμή στα Ουράλια το '49.Μην κινδυνολογούμε λοιπόν. Ούτε το ΝΑΤΟ έχει χρησιμοποιήσει σε ευρεία κλίμακα τέτοιες μάσκες. Οι καινούριες είναι πανάκριβες,άλλωστε δεν τις αγοράζουμε και για καθημερινή-σκληρή χρήση... »

  3. (από Indymedia)
    «Για τις σοβιετικες GP-5(τα»μυρμηγκια«)να πουμε οτι υπαρχουν δυο τυπων,αυτες με το σπειρωμα του φιλτρου στα 40mm οπως και οι ΝΑΤΟικες(οποτε ευκολα μπορειτε να αντικαταστησετε το παλιο με ενα καινουργιο φιλτρο),και αυτες με το σπειρωμα στα 60mm(που ειναι σπανιοτερες ομως).»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βλακόμετρο της πολιτικής βάρεσε μπιέλα όταν ο Γ.Α.Π. είχε την φαεινή ιδέα να μετονομάσει τα εξόχως «μη ορθά» υπουργεία Δημοσίας Τάξεως και Εσωτερικών σε Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, μηκυό ένα πράμα. Μόνο αυτός θα μπορούσε να εμφυσήσει μια εσάνς κορεκτίλας στο υπουργείο που στεγάζει τα ΜΑΤ, την ΕΥΠ, τους γνωστούς αγνώστους, και ταλιμπάν.

Φυσικά το κοινό αίσθημα έσπευσε να πανηγυρίσει το γελοίο το πράγματος, καθιερώνοντας το νέο μόρφωμα ως Υπουργείο Προπό και τον υπουργό αυτού προπατζή.

- το υπουργείο ΠΡΟΠΟ απειλεί να μακελέψει παλαιστίνιους πρόσφυγες έξω από τα γραφεία του ΟΗΕ
(εδώ)

- Ο Χρήστος Παπουτσής παραμένει υπουργός ΠΡΟ-ΠΟ. Επιβραβεύτηκε η απαράμιλλη ικανότητά του στη συμπλήρωση δελτίων ΠΡΟΠΟ και η προχθεσινή επιτυχία του στη χρησιμοποίηση έμμισθων κουκουλοφόρων «εθελοντών» στην καταστολή της μεγαλειώδους διαδήλωσης των Ελλήνων πολιτών...
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά στρατιωτική έκφραση για το εγγλέζικου τύπου (!) χακί φανταρίστικο μπερέ, που στόλιζε τα κεφάλια των ανδρών του στρατού ξηράς (1944-1952).

Σήμερα, τέτοιου χρώματος μπερεδάκι, φορούν οι άνδρες του στρατού ξηράς, που υπηρετούν στο Σώμα Αποδόσεως Τιμών (ταρατατζούμ - κόλπα με τα λιανοντούφεκα κ.λπ.), ενώ ραφ φορούν οι αντίστοιχοι της Αεροπορίας και οι μπατζήδες, βαθυκόκκινο η Αεροπορία Στρατού, άλικο η νεοσύστατη Αερομεταφερόμενη Ταξιαρχία, κυπαρισσί οι Ειδικές Δυνάμεις του στρατού ξηράς (Λ.Ο.Κ. / Χιονοδρόμοι / αλεξίπτωτοι κ.λπ.), βαθυγάλαζο οι πεζοναύτες, σιέλ η Προεδρική Φρουρά, μαύρο οι τεθωρακισμένοι (που παλιά ανήκαν στις ειδικές δυνάμεις) και μπλε-μαρέν πλέον όλοι οι οπλίτες του στρατού ξηράς, που πετάξανε το σκωτσέζικο δίκωχο απο το 2004.

Τα μαγκάκια απαξιούσαν να φορέσουν το μπερέ σα σκούφο μέχρι τ’ αυτιά (όπως δει) και προτιμούσαν να το ισορροπούν στο κεφάλι τους σα να κουβαλάνε ταψί απ’ το φούρνο.

Το δίκωχο, οι μάγκες το έλεγαν «βάρκα» (προσφάτως: μουνί ή τυρόπιτα) και το φορούσαν πατημένο σαν πηλίκιο, κατεβασμένο μέχρι τα μάτια -ε νώ υποτίθεται ότι ο προβλεπέ τρόπος είναι το φρύδι να απέχει δυο οριζόντια δάχτυλα απ' το εθνόσημο (βλ. φωτογραφίες του Παπαϊωάννου κ.α.).

Οι ναύτες έβαζαν ασίκικα την ασπιρίνη ανάριχτα στο κούτελο και με το φιόγκο μπρος, (όπερ απαγορευμένο) να φαίνονται οι αφέλειες, όμοια όπως οι κουτσαβοι προ αιώνος, ενώ σήμερα εκτός αυτού, κακοποιούν το εσωτερικό κυκλικό χαρτόνι-έλασμα και τη φορούν τσακισμένη σαν κακοτορνεμένη τάπα.

Δεν είναι περιττό ν’ αναφερθούν σχετικά:

  1. Η εσκεμμένη παραποίηση στολής (στρατιωτικό πειθαρχικό αδίκημα) όπως π.χ. μπλάνκο στο τζόκεϊ με τους μήνες (και τηλεκάρτα από μέσα για να στέκεται το εθνόσημο) ή σκίσιμο στο πίσω μέρος του = παλιός / διακόσμηση αρβύλων στο πίσω μέρος / ξηλώματα τσέπης - κουμπιών / στολισμός των γκετόζωνων με δίστιχα - χουλιγκάνικα - τόπους καταγωγής κ.λπ. / πλύσιμο με χλωρίνη της στολής αγγαρείας (για να «παλιώσει») / αλλοπρόσαλλη ένδυση (π.χ. αγγαρείας με σαγιονάρες / χειμερινή μπελαμάνα με άσπρο παντελόνι / γκετόζωνο με αγγαρείας / τζόκεϊ με στολάρα κ.λπ.).

  2. Η επιδεικτική και πολλές φορές (αυτοκαταστροφική) αψήφηση των κανόνων πειθαρχίας π.χ. λούφα / κοπάνες / γκραφίτι / αξουρισιά / κλάσιμο εντολών / τσαμπουκάς / χάραγμα διστίχων - ύβρεων στα σκεύη - όπλα / τσούρνεμα στρατιωτικού υλικού κ.λπ. και

  3. Η «μετάφραση» των επισήμων ψευτο-καθαρευουσιάνικων στρατιωτικών όρων σε αργκό, (π.χ. λουκάνικο αντί για «ναυτικός σάκκος» ή «σάκκος εκστρατείας», τηλεόραση=τσάντα ώμου στο ναυτικό-αεροπορία, αρχιπιστολέρο αντί Αρχιεπιστολέας, παρφέ αντί Α.Φ.Ε.=Αξιωματικός Φυλακής Επιτελείου, κουφές αντί Κ/Φ=Κανονιοφόροι, παντόφλα αντί αποβατικό κ.λπ.).

Άπαντα στα οποία υποπίπτουν τα φανταράκια, από τότε που φτιάχτηκε ο (τακτικός) στρατός (δηλ. τουλάχιστον από τους Σουμέριους!), πράγμα που φανερώνει τη γνώμη τους για την ομοιομορφία του στρατεύματος...

(Γιαγιά):
-Φάει παιδάκι μ’ το φαΐ σ’, να μεγαλώεις, να γένεις άντρας, να πας φαντάρους, να φουράς του ταψί, να συ καμαρώνου...
(Παιδί):
-Πάλι μπάμιες;

(από Desperado, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified