Further tags

Λέγεται (ακόμα;) στη λευκάδα. Προφέρεται με το νι ένρινο και με διαλυτικά πάνω απ' το ταυ, και έχω την πεποίθηση ότι ξεκίνησε απ' τον χώρο της παπιοπεριπέτειας. Το παπί σου δεν πάει πόντο, και συνεκδοχικά εσύ δεν πας πόντο σημαίνει ότι είναι για τα μπάζα, ότι αν σε πάω κόντρα θα προσκυνήσεις, ότι το μηχανάκι σου δεν κουνιέται ρούπι.

Κατόπιν γενικεύτηκε η χρήση και καλύπτει όλες τις πλευρές τις καθημερινότητας και πέφτει όπου υπάρχει κάτι που δεν τό 'χει.

Παράρτημα προφοράς στο κάνε.

  1. - Άν'ξέ το λjίγο το γαμ'μένο, μωρέ. Τό'εις μπουκώσ' και δε μπάει πόντο.

  2. - Θέλ' φορμάτ το μπ'ρί ρε πούστ', τά 'χ' φάει και δε μπάει πόντο.

  3. - Ωπ το γκομενάκ'!
    - Δε μπάει πόντο αυτή μωρέ. Τ'νjείχα δει πέρ'σ' στ'ν αγιάνν' μ' μαγιό και μό 'πεσε το π'λjί στα γόνατα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν αρκετές ερμηνείες της «φλόπας» στην καθομιλουμένη. Ιδού και 3 παραθέσεις:

  1. Φλόπα είναι μια ταινία / έργο που είναι τελείως μάπα (δες το σύνολο του Χόλυγουντ).

  2. Φλόπα μπόρει να έιναι και μια ατυχής περίπτωση βραδυνής μέθης και ρομάντσου, που το πρωί φαίνεται σαν ανεξήγητο δράμα.

  3. Φλόπα επίσης είναι ένα πολλά υποσχόμενο προϊόν, που τελικά αποδεικνύεται ότι είναι κακής κατασκευής.

  1. Πήγαμε στον κινηματογράφο τις προάλλες να δούμε το καινούργιο έργο με την Αντζελίνα και μιλάμε για μεγάλη φλόπα.,

  2. Άσε πού να σ'τα λέω Κώστα... Πάνω στη σούρα μου, την έπεσα σε μια τύπισσα και αποδείχθηκε μεγάλη φλόπα.

  3. Αγόρασα τις προάλλες τα Γούιντοους Βίστα και μίλαμε για πολύ φλόπα λειτουργικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συνήθης ορισμός αφορά την τσάπα, ίσως το πιο απλό εργαλείο σκαλίσματος η οποία όμως απογυμνώνει το χωράφι από κάθε λογής παράσιτο, αγριόχορτο κ.ο.κ.

Κατά το Καρδαμυλίτικο ιδίωμα άποψη, περιγράφει επίσης κάποιον ή κάτι το «γυμνό». Συνώνυμο με το «λαμνί», επίσης Καρδαμυλίτικης προελεύσεως.

- Γιάδε κατηβαίνω που λες στο Γιόσωνα και τους βλέπω να κολυμπούνε λαμνί..
- Λαμνί; τί είν αυτό;
- Εεε, δικέλλι βρε γιε μου..
- Αααα, λαμνί θα πει δικέλλι δηλαδή;
- Εαμέ.
- Kαι τι είπαμε ότι θα πει δικέλλι;
- Ε, άμε στο διάλο... άμ' εν ήξέρεις και το δικέλλι... πα' στο διάλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημιούργημα ξανθιάς, με ό,τι αυτο συνεπάγεται για την ποιότητα, τη χρησιμότητα ή τη βιωσιμότητά του.

- Στο έστειλε η Νανσυ το κείμενο;
- Ναι. Μιλαμε για μεγαλο ξανθούργημα. Ειχε μεσα και ολοκληρα αποπάσματα απο κάτι άσχετες διαφημισεις στα γερμανικα χωρίς μετάφραση. Ποιος θα το διαβάσει μαρή ξανθιά; Η Μερκελ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πασπαρτού επιφώνημα των Ελλήνων. Ο τονισμός παίζει σημαντικό ρόλο (βλ. παραδείγματα).

  1. Όόόόπααα, φτάνει, γέμισε!

  2. Οπάάά, να και ο ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ !!!!!

  3. Όπα, είπα, λέω!

  4. Όπα, μας την έπεσαν, σύρμα!

(από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση μεταφορικής αποδοκιμασίας και αγανάκτησης. Συνοδεύεται επίσης από τις λέξεις / φράσεις: «το τράγιο», «μέσα», «μέσα ναι» και «το βερνικωμένο».

Σου πέφτει κάποιο πράγμα κάτω και σπάει, οπότε αναφωνείς: - Γαμώ το κέρατό μου το βερνικωμένο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν εμφανίστηκαν στην τέχνη οι μεγάλες τομές του 20ού αιώνα, δηλαδή η ματιά πάνω στην τρέλα, τον εφιάλτη και την απόγνωση της υπαρξιστικής μοναξιάς, η τέχνη στράφηκε ακόμα περισσότερο προς τον άνθρωπο και, παρόλο που τον «είδε» καλύτερα από ποτέ, έπαθε το εξής: έγινε -για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό- ακατανόητη για το ευρύ κοινό.

Δαιμονοποιήθηκε, παρέμεινε μη κατανοητή* (και ως εκ τούτου ενίοτε υπεραξιολογημένη), έγινε εύκολα καπηλεύσιμη. Έγινε must (πού να ζωγραφίσεις παραστατικά..., πού να συνθέσεις τονικά..., σε αφόρισε ο καλλιτεχνικός κόσμος, αυτό ήταν το μέγα δράμα των εξήνταζ ας πούμε), έγινε και ταμπού: ακόμα και τώρα, δεν τολμάς να πεις ότι κάτι που φαντάζει αφηρημένο (εικόνα) ή ατονάλ (μουσική) δεν είναι σπουδαίο.

Έτσι χάθηκε λοιπόν το μέτρο και το σταθμό, χάθηκαν τα κριτήρια αξιολόγησης, και για να επιβιώσει καλλιτεχνικά, κοινωνικά και συναισθηματικά ο καλλιτέχνης (αλλά και ο απλός κόσμος), τό' ριξε στο καλλιτεχνικό Δήθεν.

Ως εκ τούτου, όταν θέλουμε να κοροϊδέψουμε κάτι το πολύ δήθεν, ακαθόριστο, φλου, άποψη, που βασίζεται δηλαδή στον εντυπωσιασμό αλλά έχει συνάμα μια εσάνς καλλιτεχνική, το αποκαλούμε «φλου αρτιστίκ». Το «αρτιστίκ» προκύπτει από το γαλλικό artistique = καλλιτεχνικός, παραπέμπει δε στο Παρίσι κατευθείαν, καθότι αυτό ξέρει ο μέσος κόσμος ως κέντρο και επίκεντρο της τέχνης γενικά. Η έκφραση μάς φέρνει στο νου κυρίως ζωγράφους και πίνακες, και όχι τόσο γλυπτά, αρχιτεκτονήματα ή μουσικές. Πιθανόν γιατί η ζωγραφική είναι πιο κραυγαλέα και πανταχού παρούσα απ' ό,τι οι άλλες τέχνες.

«Φλου αρτιστίκ», βέβαια, είναι και η παπαρολογία επί παντός επιστητού. Είναι και ο άνθρωπος που τα κάνει ή τα λέει όλ' αυτά.

Την έκφραση την προφέρουμε όσο πιο αδερφίστικα γίνεται.


  • Ως προς το κατανοητό της υπόθεσης, έχω να πω ότι, σήμερα πια, ο μοντερνισμός έχει ενσωματωθεί και εφαρμοστεί πλήρως (με άξιο ή γελοίο τρόπο: δεν μας ενδιαφέρει) ακόμα και στην πιο καθημερινή καθημερινότητά μας. Τον ζούμε, αλλά νομίζουμε ακόμα ότι είναι κάτι το πρωτοποριακό και ακατανόητο και απρόσιτο. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον αυτό το θέμα.

- Και τελικά; Δεν έμαθες τι συνέβη;
- Πού να καταλάβω ρε Μανόλη μου, τον ρώτησα και μου άρχισε κάτι μισόλογα και κάτι φλου αρτιστίκ, ε, κατάλαβα ότι δεν θέλει να μου πει και τελείωσε η ιστορία.

  1. (από το λήμμα κάθε πικραμένος)

«Κάθε πικραμένος» λέγεται στις διαφημιστικές εταιρίες ο μέσος καταναλωτής, αυτός που δεν έχει τον χρόνο ή την διάθεση ή την καλλιέργεια να κατανοήσει τις φλου αρτιστίκ (ή όχι και τόσο φλου αρτιστίκ) ιδέες μερικών από τους δημιουργικούς της διαφήμισης.

(από electron, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Μια λέξη με πολλαπλά νοήματα, όλα όμως με κοινή προέλευση το μυθιστορηματικό ήρωα Ταρζάν.

Σύντομη βιογραφία:
Οι γονείς του Ταρζάν (κατά κόσμον Τζον Κλέιτον ο 3ος) ήταν ευγενείς αγγλικής καταγωγής. Κατά τη διάρκεια ενός θαλάσσιου ταξιδιού έπεσαν θύματα ανταρσίας και εγκαταλείφθηκαν σε μια ακτή της Αφρικής. Ο Τζον έχασε τους γονείς του σε ηλικία ενός έτους και στη συνέχεια υιοθετήθηκε από μια φυλή πιθήκων. Σε μεγαλύτερη ηλικία γνώρισε τη Τζέιν (η οποία είχε βρεθεί εκεί με τον ίδιο τρόπο), την ερωτεύτηκε και στη συνέχεια εγκατέλειψε την Αφρική για να την αναζητήσει στην Αμερική. Αργότερα επέστρεψαν μαζί στη ζούγκλα όπου εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος από τις περιπέτειες του Ταρζάν.

Στο θέμα μας:
Μεγαλώνοντας στη ζούγκλα, ο Ταρζάν αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στους κινδύνους της φύσης και ανέπτυξε σε μεγάλο βαθμό κάποιες δεξιότητες, ενώ εξαιτίας της απουσίας ανθρώπων... ας πούμε απλά ότι σε άλλες έμεινε πίσω. Εκτός από τα σωματικά προσόντα του, ο Ταρζάν είναι γνωστός και για την ικανότητά του να επικοινωνεί με πληθώρα άγριων ζώων, καθώς και για τον πρωτότυπο τρόπο μετακίνησής του, κρεμάμενος δηλαδή από τα υπερμεγέθη κλαδιά και πηδώντας από δέντρο σε δέντρο.

Η λέξη ταρζανάκι μπορεί να αναφέρεται σε πρόσωπα ή πράγματα τα οποία παρουσιάζουν έντονα κάποιο κοινό χαρακτηριστικό με τον Ταρζάν.

Έχουμε και λέμε:

1) Πρόσωπα:
α) Ταρζανάκια χαρακτηρίζονται τα μικρά, αεικίνητα και ενοχλητικά παιδάκια εξαιτίας των (συγκρίσιμων με αυτές του Ταρζάν) ικανοτήτων τους στο τρέξιμο και το σκαρφάλωμα. Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης η ανάγκη τους να βγάζουν άναρθρες κραυγές σα να προσπαθούν να ακουστούν σε ολόκληρη τη ζούγκλα και η παντελής έλλειψη επικοινωνίας με τους ανθρώπους. Χρησιμοποιείται και από τις μαμάδες τους σε πιο γλυκό τόνο.

β) Ταρζανάκι αποκαλείται από την κοπέλα του (κατ' ευφημισμόν και μόνο μπροστά στις φίλες της) ο βρωμιάρης, ατημέλητος και άξεστος τύπος, σε μια προσπάθεια της ταλαίπωρης να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Εκτός από τις προφανείς ταρζανικές ιδιότητές του, το ταρζανάκι αυτό εμπεριέχει και την κρυφή ελπίδα της κοπέλας του να μπορέσει (ως άλλη Τζέιν) να τον φέρει πιο κοντά στον πολιτισμό.

2) Πράγματα:
Ταρζανάκι μπορεί να αποκαλεστεί χαϊδευτικά οτιδήποτε θυμίζει ταρζανικά χαρακτηριστικά, όπως π.χ. ένα ευκίνητο αυτοκίνητο πόλης που υστερεί σε ανέσεις.

3) Κουράδες:
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του υπολείμματος κουράδας το οποίο, αρνούμενο πεισματικά να μας αποχωριστεί, αγκιστρώνεται σε μια απέλπιδα προσπάθεια στην πλησιέστερη τρίχα. Αν δεν έχει ήδη γίνει ξεκάθαρο το γιατί καλείται ταρζανάκι, διαβάστε ξανά το κομμάτι πάνω στον αγαπημένο τρόπο μετακίνησης του Ταρζάν.

1) Πρόσωπα
α) «Έχω τρελό πονοκέφαλο... Πήρα το ανήψι μου στην παιδική χαρά και μου έβγαλε την Παναγία. Αν τα δικά μου βγουν ταρζανάκια θα τα δώσω σε κάνα ίδρυμα.»

«Λέμε για Σπέτσες το τριήμερο της Πρωτομαγιάς, μάλλον χωρίς το ταρζανάκι μας!»

β) - Ώρες-ώρες απορώ πώς τον ανέχεσαι. Πώς περιμένεις να φροντίζει εσένα όταν δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του; Εγώ στη θέση σου θα ντρεπόμουν να τον κυκλοφορώ. Ξέρεις τι λένε πίσω απ' την πλάτη σου;
- Δε με νοιάζει τίποτα. Αν τον ήξερες κι εσύ τόσο καλά όσο εγώ θα έβλεπες ότι το ταρζανάκι μου είναι το πιο γλυκό πλάσμα του κόσμου!

2) Πράγματα
«Πλάκα πλάκα θα δώσω πάνω από 1000 ευρώ για το ταρζανάκι μου μιας και ήρθε και η ασφάλεια αλλά χαλάλι του!»

3) Κουράδες
«Πίστεψα ότι ήταν κουράδα τεφλόν και έφυγα ασκούπιστος, αλλά τελικά μερικά ταρζανάκια με έστειλαν σπίτι για αλλαγή.»

(από Iasonas, 14/12/09)μια ατυχής στιγμή με τη Τζέιν (από Iasonas, 14/12/09)

Για το 3. δες και ταρζανίδιο και ταρζανέλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συνθετικό της καθομιλουμένης που σχηματίζει επίθετο από όνομα. Σημαίνει «τέτοιου τύπου», «παρόμοιος», «σχετικός» με ό,τι δηλώνει το άλφα συνθετικό, ή απλά ακριβώς ό,τι δηλώνει το άλφα συνθετικό, δίνοντάς του συχνά ειρωνική χροιά.

Στο σλανγκ τζι αρ έχει καταγραφεί ήδη ο βυζαντινοτέτοιος.

  1. Και ο προιστάμενος (ο μαλακοτέτοιος που λεγαμε) μου είπε οταν λείπω πρωινα να κανονίζω να έρχομαι μέχρι τις 10-10.30... (από το διαδίκτυο)

  2. Το Χειρότερο Solo Κιθάρας που έχετε ακούσει!!!
    — Αυτό του Frusciante στο Californication...
    — εσυ δλδ τι ηθελες να κανει ο ανθρωπος στο σολο;;;να λιωσει τα ταστα [...] σε μπαλαντοτετοιο τραγουδι;;;
    (από φόρουμ)

  3. Ήτανε μία κοπέλα και συστηνόταν ως «Σόνια». Την ρωτάω που λες μία φορά από που βγαίνει άραγε το Σόνια και τι μου λέει: από το ...Σταυρούλα!!! Τρελάθηκα σου λέω. Αχ βρε κορίτσια, τα Αμερικανοτέτοια nicknames σας μάραναν...και στο χωριό σας Σόνια και Νάνσυ και Άντζελα σας φωνάζανε;;; (σχόλιο στο στίχοι ίνφο)

Συνώνυμο: -έτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified