Ευσεβής πόθος φιφοφόρων ανδρών.
Κατά το: Με κάνεις εμένα πρωθυπουργό για μια μέρα;
Ευσεβής πόθος φιφοφόρων ανδρών.
Κατά το: Με κάνεις εμένα πρωθυπουργό για μια μέρα;
Got a better definition? Add it!
Η λεκάνη στα μπουρδέλα για το πλύσιμο μετά ή πριν την συνουσία. Αυτός που το διαπράττει είναι ο λεκανατζής, που λέγεται και μπαμιάκιας και πουστράκι λεκανηφόρο. Δηλαδή ο βοηθός της μαντάμας.
Πηγή: Χότζας, η χαρά του κάβουρα.
Ο σεφ λεκανατζής σήμερα προτείνει: μπάμιες με φέτα. Παραδοσιακό φαγητό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το σπέρμα, η εκσπερμάτιση. Παρομοιάζεται με σως, ήτοι σάλτσα, δηλαδή το γνωστό Kavli. Ίσως από αυτόν τον συνειρμό να προέρχεται και το σάλτσα και γαμήσου.
Αλλάξαμε πολλές στάσεις, αλλά την σως την έφαγε στα καπούλια μετά το οθωμανικό.
(Από απομνημονεύματα ενός μπουρδελιάρη).
(από BuBis, 28/06/09)
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το καράβι, γενικότερα η ναυτική ζωή.
Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο Πολεμικό Ναυτικό (για τους υπηρετήσαντες Πι-Νι), αλλά και για εμπορικά πλοία (γκαζάδικα, φορτηγά, λιγότερο ποστάλια). Ενίοτε απαντά και στον πληθυντικό: οι λαμαρίνες.
[I] Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει
μας έσφιξε το Κuro Siwo σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι[/I]
...έγραφε ο Νίκος Καββαδίας για τις πλωτές αυτές φυλακές. Η λέξη εγκλείει εντός της όλη τη συσσωρευμένη πικρία, όλα τα βάσανα, τα χωσίματα, τα πακέτα που συνεπάγεται η ζωή στα καράβια.
Να περνάς μήνες μακριά απ' τους δικούς σου. Να χάνεσαι με τα φιλαράκια σου. Να σου γίνεται το στομάχι κώλος (τουλάστιχον τους πρώτους μήνες). Να μην μπορείς να στεριώσεις - κυριολεκτικά! - μια σταθερή σχέση με γυναίκα.
Αν έχεις σχέση, να σε τρωει η αγωνία για το τι κάνει, που βρίσκεται, αν σε κεράτωσε, αν βρήκε άλλον, και να ξοδεύεις πεντακοσαριές στο γαμημένο το κινητό για να της μιλάς (κι αυτή να σου κάνει κόνξες και να στο παίζει δύσκολη, έτσι είναι αφού σε κρατάει απ' τ' αρχίδια, κακόμοιρε).
Η μόνη σου επιλογή για σεξ να είναι οι πουτάνες των λιμανιώνε, αν όμως λάχει κι είσαι και λίγο συναισθηματίας και δεν γουστάρεις πουτανιάρικες φάσεις, τότε τότε γάμα τα.
Να είσαι αναγκασμένος να βλέπεις κάθε μέρα τους ίδιους τσάτσους και ρουφιάνους που δε γουστάρεις (μιλάω κυρίως για τους χαμηλόβαθμους μονιμάδες του Π.Ν, ΕΠΥ και ΕΠΟΠ).
Να σου πρήζουν συνέχεια τον πούτσο για το πόσο επικίνδυνο είναι το τούρκικο ναυτικό. Να είσαι σε κάποιο νησάκι, π.χ. Ρόδο, και μόλις πάει να χαλαρώσει λίγο η φάση να σκαει σήμα ότι βγήκε κάποιο τούρκικο πλοίο και πάμε να το ακολουθήσουμε. Να αράζει το γαμόπλοιο σε θέσεις απόκρυψης, μες την ερημιά, παρέα μόνο με τα καβούρια, και να ξέρεις ότι λίγα χλμ. πιο δίπλα είναι π.χ. το Φαληράκι με τις χιλιάδες ξέκωλες Αγγλίδες. Μιλάμε για μαρτύριο του Σίσυφου, του Τάνταλου και των Δαναΐδων μαζί.
Συνηθέστατες οι φράσεις: μας έφαγε η λαμαρίνα, λιώσαμε τόσα χρόνια μες τη λαμαρίνα, μας ρούφηξε τη ζωή η λαμαρίνα.
Η καλύτερη φάση για τους μονιμάδες του Πολεμικού Ναυτικού, εκτός βέβαια απ' το να βγουν σε υπηρεσία στεριάς, π.χ. να πάνε σε κάνα θέρετρο Αγίας Μαρίνας κι έτσι, είναι να πάει η λαμαρίνα για επισκευές. Τότε αναγκαστικά τα ταξίδια αναβάλλονται κι όλοι εύχονται να κρατήσει η επισκευή όσο πιο πολλούς μήνες γίνεται (αν είναι να διαλυθεί και τελείως το γαμόπλοιο, ακόμη καλύτερα).
Τέλος, όταν όλα είναι κομπλέ και επίκειται αναχώρησις, είθισται τα ναυτάκια να τραγουδάνε μεταξύ τους ειρωνικά το άσμα της Ελένης Δήμου «ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη σου, στα μεγάλα νησιά του μυαλού και του χάρτη σου»...
- Μας ήπιε το αίμα η λαμαρίνα.
- Γαμώ τη λαμαρίνα μου μέσα γαμώ.
- Να πέσει μια μπόμπα ρε φίλε να γίνουν καρφιά όλες οι λαμαρίνες.
Got a better definition? Add it!
Στην ναυτιλία, το χοντρό σχοινί, παλαμάρι(του γνωστού λεμβούχου), με το οποίο δένονται τα πλοία στις μπίντες του ντόκου. Στην Καλαμάτα καλείται «σουλάτσο», από το γλίστρημα στα όκια.
Μεταφορικώς, είναι το κορδονάκι, το οποίον βυθίζεται γλυκά ανάμεσα εις τους γλουτούς από το στρινγκ, κωλοκόρδι, τάνγκα, thong, κουραδοκόφτης κλπ, που φορεί μια ευτραφής γκόμενα στην παραλία ή διαφαίνεται μέσα από τρανσπαράν φούστα (αίσχος !), δεδομένου ότι το κορδονάκι αυτό, είναι αναγκαστικώς χονδρό κατ' αναλογία...
- Άλα της στρινγκάκι η φακλάνα!
- Τι στρινγκάκι ρε μαλάκα! Αυτό είναι κάβος! Μου φαίνεται θα κόψω το κρέας και θα το ρίξω στα όσπρια ...
Got a better definition? Add it!
Η πιο κοινή βρισιά στ' Ανώγεια Μυλοποτάμου, ισοδύναμη αυτή και τα παράγωγά της με το «μαλάκα» και τα παράγωγά του. Κυκλοφορεί και στην ενδοχώρα του Ρεθύμνου και κυρίως του Ηρακλείου, και φτάνει και μέχρι τα αστικά κέντρα των δυο νομών.
Ετυμ.> παρά+ ὥρα = παρά την ώρα του, άκαιρος (το Lidell & Scott online έχει το «πάρωρος»).
Απαντά και η «παραουρ(γ)ιά»= άκαιρη, ανόητη, άκυρη, «αψυχολόγητη» πράξη, μαλακία δηλαδή. Στον πληθυντικό η φράση «κάνω παραουρ(γ)ιές»
- Πάλι εξέχασες τ' αμάξι ακλείδωτο μπρε παράουρε... ι ανάθεμά σε...
- Mπρε συ, με γατέχεις ποιος είμαι;
- Dε σε θυμούμαι φίλε να πω την αλήθεια...
- Oι χίλιοι διαόλοι στη κοιλιά σου μπρε παράουρε απού δε με γατέχεις... Του Στεφανή μπρε ο γιος δεν είμαι, του Λεωτυχίδη ο αξάδερφος....
- Γιάντα μπρε κάνεις παραουργιές... άμε δα να τονέ πλερώσεις κι άλλη φορά να μη γ-κάθεσαι με τσι κουμαριτζίδες....
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χιουμοριστική προσφώνηση θαυμασμού που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον τσίφτη και καραμπουζουκλή άνθρωπο, αλλά και την μερακλαντάν-φυσφιριλέ κατάσταση.
Μάλλον προέρχεται από τα αρχικά της παλαιάς Αστυνομίας Πόλεων (Α.Π.) και το «ψηλά τα χέρια», που οι αστυνομικοί φώναζαν, παρηλλαγμένο σκωπτικά σε «ψηλά τα ρούχα», που συγγενεύει με το «κάτω τα σώβρακα» (δηλ. κάτσε να σε πηδήξω).
Το «μάρκα» λέγεται για το ποιόν του ανθρώπου, όπως λέμε «διαόλου κάλτσα», «μυστήρια φόδ(ι)ρα», «μυστήριο τραίνο», «μεγάλη μάρκα», «μάρκα μ' έκαψες», «μυστήριο καπνό φουμάρεις» κτλ.
Για μια ιδιαιτέρως ευχάριστη κατάσταση, λέγεται επίσης το «Μάχη μαύρων εν καιρώ νυκτός, εντός υπογείου με σβηστά τα φώτα» ...
Η έκφραση έχει καταγραφεί ατόφια στο ελληνικό σινεμά «Σκληρός άνδρας», όταν η τροτέζ Σπεράντζα Βρανά, υποδέχθηκε τον Χατζηχρήστο στο γκιζ-ντάνι.
- Που λες, για τα λεφτά που χρωστάς στην τράπεζα, μη χολοσκάς. Εγώ είμ' εδώ, τ' αδέρφι σου, έτσι θα σ' αφήσω;
- Αδερφέ μου, να σε φιλήσω ! Είσαι μάρκα άλφα-πι και ψηλά τα ρούχα!
- Ορίστε και τα ουζάκια σας!
- Πώ ρε κάτι μεζεκλίκια μάρκα άλφα-πι και ψηλά τα ρούχα!
- Κάτσε να κρυώσουν λίγο πρώτα, ρε γύφτο...
Got a better definition? Add it!
Εκ πρώτης όψεως, η φράση παραπέμπει στο μπερεκέτι ή το μπακίρι. Πρόκειται όμως για την ονοματοποιία μιας σύγχρονης κατάρας, ενός Άδωνι της μηχανικής (ως προς τον βαθμό decibel και εκνευριστικότητας): του δίχρονου κινητήρα εσωτερικής καύσης στο ρελαντί.
Ειδικότερα, η φράση χρησιμοποιείται ειρωνικά για να περιγράψει τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν οι δίχρονες μοτοσικλέτες στο χαμηλότερο σημείο στροφών τους και ειδικά οι κινητήρες χαμηλού κυβισμού ή τα λεγόμενα «καθαρόαιμα» (αγωνιστικού τύπου δίχρονα MX, ATV, minibikes).
Αντίθετα από τα τετράχρονα, ο ήχος δεν οφείλεται απαραίτητα σε φτιαγμένη εξάτμιση αλλά στην ίδια τη λειτουργία του συγκεκριμένου κινητήρα. Για τα «καθαρόαιμα», στην ξερογκαζιά χρησιμοποιείται και το (παρατεταμένο) «Μπενγκ-Μπενγκ-Μπενγκ» (χωρίς να ακολουθεί το «Μαρία γιοκέρο»), όπως εδώ (στο 0:39 του βίντεο) ή εδώ (για την πλήρη απόδοση).
Ο συνδυασμός των παραπάνω ήχων, καπνίλας και αθρόας εκτόξευσης λαδιού από την εξάτμιση, αναφέρεται συνολικά και ως διχρονίλα.
Αντίστοιχη φράση για τα τετράχρονα είναι το πραπρά, η οποία χρησιμοποιείται όμως και γενικότερα (ακόμα και για δίχρονα).
Καταγραφέν ανθρώπινο μπέκερε εδώ (σημεία 0:42 με 0:50 για το καθαρόαιμο και 1:11 με 1:12 για το classic σκουτεροειδές Chappy).
Ως ανωτέρω σύνδεσμοι σε σχετικά μήδια.
Βλέπε και ροπιάζει.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση ζωηρής επιδοκιμασίας, αναφορικά σε ένα προϊόν πρώτης ποιότητας ή μια κατάσταση γενικότερα που τα σπάει και γουστάρουμε.
- Καλώς την κυρα-Περμαθούλα μας! Έχω κάτι κεράσια σήμερα, άλλο πράμα! Να βάλω;
Got a better definition? Add it!
Φράση που χρησιμοποιείται χάριν υπερβολής για να τονίσει το τεράστιο μέγεθος του περιγραφομένου αντικειμένου-έννοιας-χαρακτηρισμού.
(όπου Μασαχουσέτη, aka Massachusetts, aka Μασατσιούσετς, aka Μασαπούτσες, πολιτεία των ΗΠΑ).
- Ρε Καραχάλιος, εσύ που είσαι και γραφιάς, για πε: ο Ρερέτσικας από την Θήβα (την εξωτική), μήπως είναι λίγο βύσμα;
- Λίγο;;; Από δω μέχρι τη Μασσαχουσσέτη... Αύριο φεύγει πάλι με άγραφη το μουνόσκυλο και ο παλιός τ' αρχίδια του...
- Δε σε χάλασε γέροντα! Θα πήξει η μούνα σου το Σου/κού!
- Σκοποί! Τιιιιιι... κάνουμε εδώ;
- Αλτ τις ει!
(κ.ο.κ.)
σ.ς.: η ανωτέρω ιστορία απαντάται πολλάκις και με διάφορες παραλλαγές στον Ε.Σ. και συνήθως καταλήγει με αναφερόμενους από τον εφοδεύοντα, φυλακές απ' τον δίκα, και τον εκάστοτε Ρερέτσικα να ξύνει τ' αρχίδια του σπιτάκι του,
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified