Κάτι υπερβολικά, απίστευτα, τρομερά, ηδονικά νόστιμο!
Το παστίτσιο της γιαγιάς μου είναι θεός κουτσουμαδαίικος!!
Κάτι υπερβολικά, απίστευτα, τρομερά, ηδονικά νόστιμο!
Το παστίτσιο της γιαγιάς μου είναι θεός κουτσουμαδαίικος!!
Δες και θεός.
Got a better definition? Add it!
Αντικείμενα ενός χώρου ή μικροεξαρτήματα ενός εργαλείου που είτε δεν γνωρίζουμε την ονομασία τους είτε βαριόμαστε να τα αναφέρουμε ένα προς ένα.
Αγόρασα ένα καινούριο πολυμηχάνημα κουζίνας μπας και καταφέρω να πετάξω όλα τα άχρηστα τσάντζαλα μάντζαλα που μου πιάνουν τον χώρο στον πάγκο.
Αγόρασα νέο κινητό, αλλά ρε γαμώτο δεν πρόσεξα την προσφορά και βρέθηκα χρεωμένος με όλα τα τσάντζαλα μάντζαλα που το συνόδευαν.
Ασαφή σύνολα: αρχιδιές, καλαμπαλίκια, κούρκουτα (Κρήτη), μαλακίες, παπαριές, σέα και μέα, σιανάφαρα, συμπράγκαλα, τσαμπασίρια, τσάντζαλα μάντζαλα, τσουμπλέκια
Got a better definition? Add it!
Κομμάτι τύπου Iron Maiden.
Και τι εννοούμε; Οι Maiden, κάνοντας αυστηρότατη κριτική (ο γράφων είναι τεράστιος fan) είναι κάτι σαν τους Πυξ Λαξ του είδους τους. Για την ακρίβεια αποτελούν το εμπορικότερο σκέλος του New Wave Of British Heavy Metal (NWOBHM) που έσκασε μύτη το σωτήριον έτος 1980 στα δισκοπωλεία. Οι άλλοι δύο εκπρόσωποι του ρεύματος αυτού κινήθηκαν είτε σε πιο ροκ ήχους (Saxon) είτε σε πιο εξεζητημένες κλίμακες (Def Leppard) και ακολούθως πιο φλώρικους ήχους (λόγω του ακρωτηριασμού του χεριού του ντράμερ κυρίως). Οι Maiden, και κυρίως ο βασικός δημιουργός και μπασίστας Steve Harris, ακολουθώντας τα βήματα του μέντορά του Phil Lynott, του ανθρώπου που έβαλε στο ροκ τις κιθάρες σε primo-secondo για πρώτη φορά (μαζί ίσως με τους Wishbone Ash), έπαιξε σε έναν άδειο χώρο και κυριάρχησε.
Οι μαιηντενιές λοιπόν έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:
Πάντως, είναι αξιοσημείωτο, το γεγονός ότι ενώ το είδος αυτό μουσικής ήταν πρόσφορο για αντιγραφή, οι μαιηντενιές από άλλα συγκροτήματα παραμένουν μεμονωμένα κομμάτια σε κάποια άλμπουμ, και κανείς μέχρι τώρα δεν τόλμησε να βγάλει ένα ολόκληρο με ήχο maidenίζοντα.
Got a better definition? Add it!
Κοσμία εκδοχή του γαμάει και δέρνει, παραπλήσιο του τα σπάει και των ισοδυνάμων, αλλά μάλλον πιο εικονοπλαστικό.
Χωρίς να κατέχω την προέλευση, εικάζω ότι προέρχεται από τον χώρο της «υγρής έκτασης», όπου ένα πλεούμενο σκίζει η βάρκα τα νερά και πάει. Οι σεξουαλικές προεκτάσεις του ρήματος σκίζω δεν νομίζω να έχουν σχέση εδώ, καθώς το «και πάει» που έπεται δηλώνει καθαρά κίνηση στο κυριολεκτικό της φράσεως επίπεδο ανάγνωσης.
Χρησιμοποιείται αποκλειστικά στο τρίτο ενικό και στον ενεστώτα.
Got a better definition? Add it!
Το πολύ στεγνό φαγητό, συνήθως κρέας, χωρίς καθόλου λιπαρά. Παρασκευάζεται με ψήσιμο (σχάρα) ή βράσιμο, έτσι ώστε να φύγουν όλα τα περιττά ζουμιά του (τα οποία, φευ, συνιστούν και τη νοστιμάδα του). Εννοείται πως και άλλα πρόσθετα λάδια και σάλτσες αποκλείονται a priori.
Ένα τέτοιο κρεατικό είναι κατά κανόνα άνοστο και καταπίνεται με βασανιστική δυσκολία. Είναι συνήθως και σκληρό, εξ ου λέγεται και σόλα ή παπούτσι. Μπορεί να κάνεις πολλή ώρα να το φας, ιδίως αν δεν το συνοδεύεις και με κάτι άλλο που να «γλιστράει», π.χ. γιαούρτι ή έστω λίγο ρύζι ή και ψωμί. Ορισμένοι βέβαια το έχουν συνηθίσει.
Τον όρο χρησιμοποιούν πολύ μποντιμπιλντεράδες και λοιποί αθληταράδες, που υποβάλλουν τον εαυτό τους στο μαρτύριο της ειδικής low fat διατροφής, σαν τους άρρωστους, ενίοτε και επί πολλά συναπτά έτη.
Κανονικά, όπως μαθαίνουμε κι απ' τον Μπάμπη, το στουπί είναι ινώδες υλικό που λαμβάνεται ως απόξεσμα κατά τον διαχωρισμό των υφαντουργικών ινών του βαμβακιού, του λιναριού ή της κάνναβης και χρησιμοποιείται για απόφραξη ρωγμών στα ξύλινα σκάφη, για καθαρισμό μηχανών ή των χεριών από γράσο κλπ.
Το στουπί διαθέτει λοιπόν εξαιρετική απορροφητικότητα. Δε θα το δεις ποτέ να στάζει νερά ή άλλα υγρά: τα «καταπίνει» όλα μέσα του και παίρνει την εμφάνιση μιας σκληρής, υγρής βεβαίως στην αφή, βρώμικης μάζας. Όπως ακριβώς και το ολόστεγνα μαγειρεμένο κρεατικό.
Got a better definition? Add it!
Το απόλυτο μαχαίρι επιβίωσης (;) στη φύση (;).
Είναι ένα μεγάλο μαχαίρι με πλατιά λάμα (έχει και μια τρούπα στη μέση βλ. τηλεφωνικό διάλογο Ζήκου με γιατρέσσα), δίκοπο (ξυράφι από τη μία και πριόνι από την άλλη), με χοντρή λαβή συνήθως κούφια που περιέχει αγκίστρια-πετονιές και στην κορυφή έχει γυροσκοπικό πυξιδάκι (μη χάνεσαι κι έτσι).
Διατίθεται μαζί με σούπερ δερμάτινη θήκη, που δένει στο πόδι και κουμπώνει στη ζώνη και έχει έξτρα ενσωματωμένο θηκάκι για την ακονόπετρα (μπα και στομώσει).
Βγαίνει σε μεγάλη ποικιλία χρωμάτων: Πράσινο, λαδί, κυπαρισσί, φαιοπράσινο, του χαλκού, παραλλαγής κλπ και θα το βρείτε σε κάθε κατάστημα εν χρώ κεκαρμένων φυσιολατρών, που σέβεται τον εαυτό του.
Ονομάστηκε έτσι από τον αχώριστο μελαμψό σύντροφο του Ροβινσώνα Κρούσου, στην πάλη του με τα στοιχειά της φύσης (κάπου στις Αντίλλες), που πέθανε από την επάρατο πλήρης ημερών στο δημοτικό νοσοκομείο του Μπρόνξ (και ας λέει άλλα δακρύβρεχτα ο Νταφόε).
Έγινε τρελλή μόδα στα 80’ς λόγω των κλεψίτυπων ταινιών του Σταλόνε, που κόπιαρε τον ελάχιστα γνωστό Κύπριο αγωνιστή Ράμπο Ράμπου, που χρησιμοποιούσε το μαχαίρι αυτό (που θέλεις ν’ αγοράσεις), ήδη από τα 50’ς για να εξοντώνει τουρκαλέοντες, αποικιοκράτες και κομμμουνιστάς στην Μαρτυρικήν Νήσον.
Το αντίστοιχο σπαθί του Κροκοδειλάκια ελάχιστη απήχηση είχε στις μάζες, (αλλά συνέβαλε τα μάλα στις πωλήσεις δερματίνων ειδών).
Πάμπολλα μειράκια έσπευσαν να αγοράσουν το θαυματουργό κέρατο στα 80’ς (όπως έγινε και με τα γυαλιά Ray-Ban και τα dog-tags μετά το Τόπ Γκάν), ενώ σημειώθηκαν αθρόες εγγραφές παιδιών στους Προσκόπους και νεαρών στις Ειδικές Δυνάμεις, οι οποίοι όμως στην συνέχεια απογοητεύθηκαν (όπως η ΕΟΝ το ’30 και οι Άλκιμοι το ’60) όταν συνειδητοποίησαν ότι ο Παρασκευάς δεν περιλαμβάνονταν στον παρεχόμενο στάνταρ εξοπλισμό κι έπρεπε να τον αγοράσουν εξ ιδίων θυλακίων.
Όμως, η μητρική ιαχή «πού το βρήκες αυτό το πράμα διάολε», προοιώνιζε το οριστικό καταχώνιασμα του Παρασκευά στη σοφίτα μαζί με τα πλεϊμομπίλ και την αναβολή επικών ανδραγαθημάτων, επ’ αόριστον.
Όταν καταλάγιασε το κακό, οι πωλήσεις του προϊόντος παρουσίασαν πτώση και οι τιμές διαμορφώθηκαν στο 10% των αρχικών, με επίμονους τερματοφύλακες Θερμοπυλών τους συνοικιακούς αναγνώστες του Άμυνα και Διπλωματία (κλπ «επιστημονικών» περιοδικών φαιού περιεχομένου), που πάνε για κυνήγι (εντός και εκτός πόλεως)…
Συνιστάται για εξτρήμ συνθήκες επιβίωσης στην άγρια ζούγκλα της Καλοπούλας Καισαριανής και στη σαβάνα του Άλσους Παγκρατίου, ενώ στο Στρέφη προτιμώνται τα κατσαβίδια.
-Πάμε σουκού ελεύθερο στο Αγκίστρι;
-Σούπερ! Θα πάρω μαζί μου και τον Παρασκευά!
-Δε θα πάρεις κανέναν! Με τη μηχανή θα πάμε και δε γουστάρω να με γράψουνε για τρικάβαλο...
Got a better definition? Add it!
Το ορφανό χωρίζεται σε δυο κατηγορίες:
Το ορφανό σουβλάκι που δεν περιέχει κρέας ή υποκατάστατα κρέατος, όπως είναι το κοτόπουλο (σε σουβλάκι/καλαμάκι ή γύρο). Το ορφανό σουβλάκι περιλαμβάνει τα υπόλοιπα αναγκαία σαλατικά (ντομάτα, κρεμμύδι και για τους πιο απαιτητικούς μαρούλι, ψιλοκομμένο καρότο και άνηθο) καθώς και το απαραίτητο τζατζίκι (και αλλού κέτσαπ/μουστάρδα, κάποιους τύπους αδιευκρίνιστης από πλευράς υλικών σως και κάτι μυστήριες κόκκινες σάλτσες) αλλά και τις πλέον απαραίτητες τηγανιτές πατάτες. Υπάρχει και η άποψη πως το ορφανό σουβλάκι απλά δεν περιλαμβάνει κάποια ή όλα από τα επιμέρους συστατικά (π.χ. κρεμμύδι ή τζατζίκι), αλλά περιλαμβάνει το κρέας ή τα άλλα υποκατάστατα του. Η μεγάλη απόκλιση μεταξύ των εννοιών δηλώνει απλά την αντίστοιχη ερμηνεία του ορφανού βάσει των γαστρονομικών προτιμήσεων του εκάστοτε καταναλωτή. Επίσης, η νέα τάση προτείνει την αντικατάσταση του κρέατος με θαλασσινά (π.χ. καλαμαράκια ή χταποδάκι) και λαχανικά σε μπιφτεκοειδή μορφή. Οι ειδικοί δεν έχουν ακόμη αποφανθεί αν αυτά τα σουβλάκια εντάσσονται στην κατηγορία των ορφανών.
Ως ορφανά αποκαλούνται τα φαγητά που δεν περιλαμβάνουν κρέας σε οποιαδήποτε μορφή του (π.χ. κιμάς). Τρανό παράδειγμα τα ορφανά γεμιστά.
Εναλλακτικές εκφράσεις του ορφανού: Οικολογικό (ναι, κάτι μας είπε τώρα...), του αγρότη, νηστίσιμο (ανάλογα με την εποχή και την εορταστική περίοδο).
- Eγώ παραδέχομαι οτι στη Θεσσαλονίκη ξέρουν απο μπουγάτσες, τυρόπιτες, σάντουιτς και τέτοια. άντε και τα τρίγωνα, ό,τι σουβλάκι έχω φάει απο κεί δεν έχει καμία σχέση με εδώ. άσε που είχα ζητήσει μια φορά ένα ορφανό και με κοροιδεύανε...πατατόπιτες τά λένε εκεί, έλεος! (Πάρε εδώ)
- Λυπάμαι τα φοιτητόπαιδα που τη βγάζουν με κανά σουβλάκι. Τους εκμεταλλεύονται κυρίως αυτούς στο έπακρον. Ζορίζονται ακόμα και σε ρεφενέ. Αυτόν τον οικονομικό πολιτισμό προσφέρουμε. Το Ρέθυμνο διαγκωνίζεται με τη Ρόδο στην ακρίβεια. Μια Κίνα μας σώζει. Μόνη λύση να παραγγέλνουμε σουβλάκι...ορφανό!!! (Εκεί)
- Έτσι ακριβώς τα φτιάχνω και εγώ 'ορφανά' (χωρις κιμά δλδ) δοκιμάστε και σε μία γωνίτσα του ταψιού να βάλατε και μία χουφτούλα μπάμιες γίνονται εξαιρετικές!!! (Εδώ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
κοτομπέικο, το: Oυσιαστικό, έδεσμα Σαλλλονίκης.
Tο κοτομπέικο είναι παραφθορά της λέξης «κοτομπέικον».
Στην ουσία παραλείπεται το -ν. Το κοτομπέικον είναι σουβλλλάκι με κρέας κοτόπουλου και λωρίδες από μπέικον ανάμεσα στα κομμάτια κρέατος. Ενδείκνυται για δίαιτες χαμηλές σε βιταμίνες και σε όσους θέλουν να πάρουν τα κιλά των διακοπών γρήγορα. Συνοδεύεται άριστα με κοακόλα. Προσοχή!!! Αν είστε από νότο, μην επιχειρήσετε να βάλετε το καλαμάκι στην πίτα και το σουβλάκι στην κοακόλα, το πιθανότερο είναι να μείνετε νηστικοί...
Η υπερβολική κατανάλωση μπορεί να σκοτώσει... τον ντελιβερά :))))))))))
Πελάτης προς τηλεφωνήτρια γυράδικου:
- Nα σε πω, βάλε με δυο κοτομπέικα σε πίτα, απ' όλα και πιάσε και μια κοακόλα.
- Πατάτες;
- Όχι, πατάτες μη βάλεις χωριστά, κλάιν μάιν. Και που 'σαι, μη με βάλεις από το άλλο κρέας το ντεμέκ που με έβαλες την άλλη φορά, γιατί έχω να πάω Χαριλάου και δεν θέλω να με βγει το σουβλάκι απ' τη μύτη...
βλ. και ζάπι
Got a better definition? Add it!
(Προφέρεται στουρτσ-κάμπφ-φλουγκ-τσοϊγκ)
Τεταραγμένη πτήση-εφιάλτης, από τις αναταράξεις της οποίας ο ατυχής επιβάτης γλιτώνει κατ'ελάχιστον με κατάγματα η/και εγκαύματα (από καυτούς καφέδες που εισέπραξε στην μούρη) ή/και μεγάλο ψυχολογικό τραμπάκουλο εξαιτίας του οποίου (τραμπάκουλου) κάμει τον σταυρόν του 33.333 φορές και ορκίζεται εις πάντες τους αγίους ποτέ μα ποτέ-ποτέ-ποτέ να μην ξαναματαπατήσει 30 χλμ. κοντα σε αεροπλάνο.
Αεροπλάνο (συνηθέστατα παλαιάς σοβιετικής κοπής) που προσφέρει τις ως άνω περιγραφείσες συγκινήσεις!!!!
(Ετυμολογία: Sturzkampfflugzeug, γερμ., κατ'ακριβή μετάφραση: Αεροσκάφος καθέτου εφορμήσεως, με κατ'εξοχήν παράδειγμα τα ναζιστικής κατασκευής Στούκας!!!)
- Πήγα Μόσχα με Αεροφλότ και η πτήση μου βγήκε στουρτζκάμπφλουγκτσοϊγκ!! Οι μισοί επιβάτες χέστηκαν απάνω τους!!!
-Φίλε, μπήκα στο αεροπλανάκι από Ρόδο-Καστελόριζο με μποφόρια, πολύ στουρτζκάμπφλουγκτσοϊγκ αυτά τα Ντορνιέ άμα φυσάει!!!!
Got a better definition? Add it!
Δες και μπαντανάς, μπατανόπιασμα
Got a better definition? Add it!