Further tags

Πρόκειται για τα περίεργα αυτά παπούτσια (από σανδάλια μέχρι μπότες) που οφείλουν την ονομασία τους στην τεράστια σόλα τους, την μονοκόμματη, άκαμπτη και πολύ μεγάλου πάχους, που θυμίζει την μη σλανγκ πλατφόρμα (εξέδρα, αποβάθρα κλπ), δηλ. ένα τεράστιο επίπεδο, τσιμεντένιο, βαρύ κι ασήκωτο μονομπλόκ.

Τα παπούτσια πλατφόρμες έχουν ιδιαίτερη ιστορία. Η πρώτη τους μορφή έσκασε μύτη στα αρχαία ελληνικά χρόνια (κόθορνοι), χρησιμοποιήθηκαν κατόπιν στην Βενετία τον 16ο αιώνα όπου έφτασαν μέχρι τα 60 εκατοστά περικαλώ, υπάρχουν και σε άλλους πολιτισμούς εξαπανέκαθεν (Ιαπωνία, Κίνα, αρχαία Ρώμη) και επανήλθαν στην Ευρώπη τον 18ο αιώνα. Από τότε όλο και ξαναβγαίνανε στη μόδα, μέχρι που, η δεκαετία του 70, με την γενιά των λουλουδιών, τα κατέστησε σύμβολο της χειραφετημένης γυναίκας («Giovanni, scrive puttana», βλ. σχόλια εδώ) και των γκλαμ ροκ αστέρων ή άλλων (David Bowie, KISS, Elton John, Marilyn Manson, Spice Girls, Prince).

Το υλικό κατασκευής της πλατφόρμας είναι από φελλό (ω μνήμες...), ξύλο, πλαστικό.

από Βίκυ, εδώ και εδώ

Ακολουθεί υποκειμενικός ορισμός...

Όπως λέει και ένας φίλτατος συσλανγκιστής που δεν θέλησε να αποκαλυφθεί: «Δεν ανέλαβες λήμμα. Ανέλαβες την θανατική καταδίκη της πίστης σου στην ύπαρξη κόσμου πέρα από τα φαινόμενα...»

Ο δε νονός του λήμματος, Πάτσης, έφη: «Είδος γυναικείου παπουτσιού. Λήμμα που δεν προσφέρεται για πολλά αστεράκια, επομένως ζητείται κατά προτίμηση σλανγκίστρια με ισχυρό αίσθημα καθήκοντος και αυταπάρνηση».

Ναι, δεν ήταν όμως μόνο θέμα καθήκοντος και αυταπάρνησης, κυρίες και κύριοι. Είναι ότι η υποφαινομένη γεννήθηκε την εποχή τής πλατφόρμας (ε, κει κοντά). Είναι ότι πρωτο-είδε με τα μάτια της τον κόσμο μέσα από το φριχτό φελλένιο πέδιλο της μαμάς τού παιδικού της φίλου, πρώτα το παπούτσι και μετά η μαμά, αυτομάτως χαρακτηρίστηκε η μαμά τού μικρού Νικόλα (ναι έτσι τονε λέγανε) στο μυαλό τής υποφαινομένης ως κάτι το μη πρέπον, δεν υπήρχαν ακόμα όλα τα λόγια σε κείνη την ηλικία βλέπετε, δεν υπήρχε το σλανγκρ αγαπητοί, δεν ήταν ζωή αυτή, πώς να μιλήσεις και να πεις τι νιώθεις για το πατούμενο αυτό και τα όλα όσα έφερε πάνω του...

Η μοίρα του καημένου του Νικόλα ήταν προδιαγεγραμμένη και το φελλένιο αυτό πράμα τον κλώτσησε μακριά μια μέρα και τον πέταξε στις αγκαλιές των παππούδων του γιατί και ο πατέρας είχε πάει για τσιγάρα - και η υποφαινομένη έχασε τον παιδικό της φίλο, όλ' αυτά για ένα παπούτσι, για μία πλατφόρμα.

Και μετά το πράμα ξεχάστηκε και ξαφνικά ήρθαν τα ενενήντας και νά 'σου πάλι το παπούτσι αυτό στις βιτρίνες...

Και μετά ήρθε το σλανγκρ και η επιταγή του νονού-Πάτση. Πώς να μην αναλάβω λοιπόν αυτή την παιδική εικόνα... Κι απ' ό,τι ψυχανεμίζομαι, πολλούς στιγμάτισε η πλατφόρμα. Και τους φέροντες αυτήν και τους υποφέροντες (από) αυτήν.

- Μωρό μου, δες τι παπούτσια αγόρασα σήμερα... Πλατφόρμεεεεεεεες, γιές! Ξαναγίνανε της μόδας!!!!!!
- (ΓΚΝΤΟΥΠ!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπινελίκι αυτό και οι παραλλαγές του (μωρή ξεσκισμένη, παλιοξεσκισμένη, κ.α.) αποτελούν πολύ βαριές προσβόλες.

Συνήθως απονέμεται σε:

Εκ του αρχ. σχίζω.

Αποσιστωμένη, εις την μαρτυριάρικην Τζύπρον.

  1. - Και μετά η Απελευθέρωση. Βλέπουμε τη λευτεριά «πανώρια κόρη» που την κατάντησαν ξεσκισμένη πόρνη να σέρνεται τα επόμενα χρόνια στους δρόμους της Αθήνας, διεκδικούμενη από πλήθος νταβατζήδες και εργολάβους. Η ανασυγκρότηση της νέας Ελλάδας... (από εδώ)
  1. - Η ξεσκισμένη η Canon δε δίνει τα specs για να φτιαχτούν drivers για τον εκτυπωτή μου (μόνο μαύρο και υπό προϋποθέσεις μπορώ να τυπώσω)... (από εδώ)

Ο γιατρός με το μαγικό νυστέρι (από Vrastaman, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε μπεζάκι, εις την Λαρισαϊκήν.

Ανήκει στην μεγάλη κατηγορία εκφράσεων που ξεκίνησαν ως ανέκδοτα αλλά τελικά σλανγκαυτονομήθηκαν.

Βλ. επίσης: Δεν μας χέζεις εσύ κι ο γρύλος σου, παιδιά να οργανωθούμε, μιλάς με γρίφους, γέροντα κ.α.

  1. Το ορίτζιναλ ανέκδοτο:

Ένας Λαρισαίος επισκέπτεται μια αντιπροσωπία τουτού στην Αθήνα:
- Χαίρετε, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω; - Ψάχνου για αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Σιμπιζάκι; Δυστυχώς όχι, έχω όμως ένα εξαιρετικό Ibizaκι με τις προδιαγραφές αυτές…
- Τότε δεν μ’ καν....
Πάει σε άλλο μαγαζί. - Γεια σας, τι θα θέλατε;
- Ένα αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Ξέρετε, τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Ό,τι βλέπετε
Τελικά επιστρέφει αποκαρδιωμένος στην Λάρσα και πάει στην μάντρα της γειτονιάς του.
- Ένα αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Μωρ’ κι σιμπιζάκι έχει και σι κοκκινάκι κι ότι τραβάει η ψυχούλα σ’ έχει!

2.- ιμίαιμα πανέμορφα κουταβάκια περίπου 40 ημερών χαρίζονται. Παράδοση κατ'οίκον στην περιοχή Θεσσαλονίκης. Ή ελάτε να διαλέξετε. Ένα από τα κουταβάκια, το μοναδικό σε σιμπιζάκι χρώμα, θα φιλοξενήσω εγώ στο σπίτι. Θαυμάστε το μετά από ένα μπανάκι...
(από εδώ)

  1. - Ο Λευκος Πύργος ναι είναι ακομαι σιμπιζάκι... κατι άκουσα ότι θα τον βάψουν μολις τελειώσει το μετρο...
    (από εδώ)

  2. - Μιλάμε γα πολύ γέλιο σε σχέση πάντα με το μύθο που κυκλοφορεί. Λες και ήταν σύναξη καθηγητών για σεμινάριο Δια Βίου Εκπαίδευσης. O κόσμος είχε πιά περάσει στον Βινγκεστάιν και αυτή ακόμα προσπαθούσαν να εξηγήσουν τα προβλήματα με Καρτέσιο. Ηταν δε χαρτόδετα σε σιμπιζάκι. Ουτε καν δερματόδετα οι καρμίρηδες.
    (για συνάντα της λέσχης Bilderberg, από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το καρναβαλικά πιμπαπαριστό και κωλοφτιαγμένο (αλλά όχι απαραιτήτως πειραγμένο) όχημα του κάγκουρα. Ο σχετικός ορισμός του yabihten τα λέει όλα. Το μόνο που ίσως θά' πρεπε να προστεθεί είναι ότι τα παλαιάς κοπής κάγκουαρ διέθεταν κόρνα με τα «παιδιά του Πειραιά» ή / και το «la cucaracha».

Εκ των κάγκουρας και Jaguar.

Ασίστ: Γεώργιος Ζάκκης

- (Η λέξη σσουγαμί) εξεστομίζεται από βιαστικούς οδηγούς αυτοκινήτων μάρκας «Κάγκουαρ» ίνα επιτεθούν φραστικώς προς προπορευόμενο οδηγό τε και οδηγό άσχημης οδηγικής συμπεριφοράς.
(Γεώργιος Ζάκκης, από εδώ)

- Ωραίο το κάγκουαρ. Ειδικά τα πλαϊνά μαρσπιέ είναι μούρλια.
(από το φόρουμ 4Τ, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φλογέρα, σε ντοπιολαλιές της Πελοποννήσου και της Βόρειας Ελλάδας.

Το άκουσα σε χωριό της Μάνης, και πληροφορούμαι ότι χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Λακωνία. Το επώνυμο Τσαφαράς (παίκτης ή κατασκευαστής φλογέρας) είναι επίσης διαδεδομένο σε χωριά της ορεινής Αρκαδίας (Δημητσάνα, Λαγκάδια, κ.α.), όπου ωστόσο η έννοια τσαφάρι έχει λησμονηθεί.

Πιθανότατα να συγγενεύει με το αραβικό τσαφάρ (صفـير), «κελάιδισμα», και το βουλγάρικο τσαφάρα (цафара), «σφύριγμα». Βλ. εδώ.

- Η παιδική του περιέργεια τον έφερε σε πρώτη επαφή με τον ήχο, και στο σχολικό μάθημα της χειροτεχνίας κατασκεύασε το πρώτο του «τσαφάρι» (φλογέρα) από απομεινάρια καλαμιών.
(από εδώ)

-Έκτος από την πανελληνία ονομασία, φλογέρα, ο λαός χρησιμοποίει και άλλες ονομασίες: Φλοέρα, φλουγιέρα, φλουέρα, φιόρα, (Έλληνες περιοχής Καβακλί, Β. Θράκη) φλιώρος (Νικήσιανη Παγγαίου Καβάλας), φράουρο (Πήλιο), μακροφλογέρα (Κασσάνδρα Χαλκιδικής), καλάμι, τζουρλάς, τσουρλάς, ζουρλάς, σουρλάς (Πελοπόννησος), τζαμάρα, τζουράς, τζουράι, τζιράδι (Ήπειρος), βαρβάγκα (Καρδίτσα, Τρίκαλα), καβάλι, καβάλα (Μακεδονία, Θράκη), γαβαλ (Έλληνες του Πόντου), παγιαύλι (Λέσβος, Χίος), τσαφάρι, τσαφλιάρ(ι) (Β. Ελλάδα, Πελοπόννησος), νάι νέι (παλιά ονομασία που δεν χρησιμοποιείται), νταρβίρα, ντιλιβίρα (Ρούμελη, Πελοπόννησος, Εύβοία), βιρβίρα, σβίρκα, και πίστουλκα (Σέρρες), ντουντούκα, τουτούκιν (Κομοτηνή), σουπέλκα (περιοχή Αρδέας, νομός Πέλλης), βιολί (Δώριον Τρυφιλίας, νομός Μεσσηνίας), λαγούτο (Αμοργός).
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαφ στη Bόνιτσα λέγεται η πάχνη, η παγωμένη υγρασία που σκεπάζει σαν πέπλο τη φύση τα κρύα πρωινά του χειμώνα. Αφήνω την βουκολική παπαροποίηση που δε μου πάει κι όλας και το πάω σούμπιτο στα ξίδια, που μου πάνε καλύτερα.

Οι τύποι εκεί έχουν το συνήθειο να πίνουν τη μπύρα κάνα-δυο βαθμούς πάνω από το σημείο πήξης της, οπότε όταν βγαίνει το μπουκάλι απ' το ψυγείο έχει πάνω πάχνη, με αποτέλεσμα δικαίως να χαρακτηρίζεται τσαφωμένη η μπύρα, για να διακριθεί από την απλώς κρύα.

- Πιάση ρη Μήτσου μια πράσινj τσαφουμένj!

- κρύο το μπυρόνι; -γαμάει!! (από BuBis, 21/09/09)Κατίγκω, οι τσαφουμένες είναι χάμου-χάμου... (από BuBis, 21/09/09)

Βλέπε και ιδρωμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστική, μη δόκιμη σύνταξη.

Αρθρώνεται με δύο τρόπους:

  • Συνηθέστερα, με την προσθήκη ενός επιθετικού προσδιορισμού: Επιθέτου: - Είσαι και πολύ κωλόφαρδος! Επιθετικοποιημένου ουσιαστικού: - Είμαι και πολύ άντρας ρε παιδάκι μου!
  • Δευτερευόντως, με την προσθήκη ενός ουσιαστικού, μάλλον ουδέτερου γένους, μάλλον μη μετρήσιμου: - Αν βρεθούν ο πρώην και ο νυν θα πέσει και πολύ ξύλο! - Κιβωτός των Γεύσεων αδερφέ, στην Ροτόντα. Και πολύ μάσα... - Καλά που με τράβηξε η αδερφή μου στο πάρτυ. Μιλάμε, και πολύ πανικός. (σ.σ. ίσως δύσχρηστο)

Ο σύνδεσμος «και» στην περίπτωση αυτή λειτουργεί επιτατικά, ιδίως για αρνητικούς χαρακτηρισμούς. Για θετικούς χαρακτηρισμούς, υπάρχει μερικές φορές μια υφέρπουσα ειρωνεία:
- Είσαι σαράντα χρονών και σε ταΐζουν οι γονείς σου; Είσαι και πολύ ξύπνιος...

Η γλωσσική αυτή δομή ενδέχεται να σχηματίστηκε από την απομόνωση του τελικού μας χαρακτηρισμού για ένα πρόσωπο, κατάσταση, αντικείμενο κλπ, όταν παραθέτουμε περισσότερους από έναν χαρακτηρισμούς. Για παράδειγμα:
- Ωραίο φίλο έχεις! Τσιγκούνης, κλαψιάρης... και πολύ μαλάκας γενικά.
Για να δώσουμε έμφαση στο ένα χαρακτηριστικό που θεωρούμε καθοριστικό και για να συντομεύουμε, το παράδειγμα γίνεται:
- Ωραίο φίλο έχεις! Και πολύ μαλάκας!

Να σημειωθεί ότι η πρόταση, εντός της οποίας χρησιμοποιείται, πρέπει να είναι θετική και όχι αποφατική, διότι διαφορετικά η αναλυόμενη σύνταξη δεν είναι [I]και πολύ[/i] αδόκιμη.

Όπως ίσως φάνηκε από τα παραδείγματα, η σύνταξη είναι στο στοιχείο της και ολοκληρώνει καλύτερα το γλωσσικό της πεπρωμένο όταν ακολουθείται από την λέξη μαλάκας.

Πρβλ. άλλες ιδιόμορφες χρήσεις του «και»: και γαμώ, και καλά.

Παραδείγματα εντός του ορισμού.

Got a better definition? Add it!

Published

Και ουχί μπετόν. Επειδή η γαλλική κατάληξη δεν πάει σε οικοδόμο, και η λέξη ενισχυμένο σκυρόδεμα είναι χρονοβόρα και κυριλέ στην προφορά της, η πιάτσα το μπετόν αρμέ, το έκανε μπετόν, και με αφαίρεση του «ν» έγινε και παρέμεινε «μπετό».

Στη σλανγκ μορφή της, η λέξη χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει οτιδήποτε ως, πολύ σκληρό, άκαμπτο, μασίφ. Από μούσκουλα, μέχρι κεφτεδάκια. Χρησιμοποιείται και σαν πρώτο συνθετικό, όπως εδώ, κι εδώ, για να προσδώσει στο ακολουθούμενο ουσιαστικό ή επίθετο, τις ιδιότητες του μπετού, όπως αναφέρουμε (πληθυντικός γιατί ο electron δεν είναι ένας, αλλά συγγραφική ομάδα, με δύο νομπελίστες στη σύνθεσή της) παραπάνω.

Παρότι η λέξη είναι ξένη, η πιάτσα την κλίνει κανονικά, ακολουθώντας τους γραμματικούς κανόνες, που διέπουν την κλίση δισύλλαβων, ουδετέρων το γένος, που λήγουν σε -ό.

  1. - Ρε Σάκη τι παίρνεις και έχεις σφίξει έτσι ρε παιδί μου;
    - Πάω γυμναστήριο.
    - Άσε μας ρε Σάκη, κι εμείς πάμε γυμναστήριο, αλλά δε γίναμε μπετό σ' ένα μήνα. Κάτι θα βάζεις στο γαλατάκι το πρωί. Κάνα κινέζικο αναβολικό. Απλά σ' το λέω να προσέχεις.

  2. - Μπαμπά, έλα να τραβήξεις το καζανάκι, τελείωσα.
    (ροή ύδατος)
    - Αυτό δεν πάει κάτω! Από μπετό είναι; Τι έφαγες παιδί μου χθες;
    - Η κουράδα μπαμπά;
    - Ναι.
    - Τι είναι το μπετό μπαμπά;
    - Μπες σε μισή ώρα στο σλανγκρρρ, να δεις, θα το ανεβάσω.
    - Γουΐνι δε πού, θέλω μπαμπά.
    - Μη χέσω με τις αμερικανιές!!!!

  3. (για τη γραμματική του πράγματος)
    -Ρε Σάκη, πότε είπαμε του μηχανικού ότι θα πάμε να ρίξουμε τα μπετά;

(από electron, 18/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμάξι ή μηχανάκι που έχει υποστεί κάποια after market βελτιωτική επέμβαση επί του κινητήρα του. Συχνά συγχέεται εσφαλμένα με το κωλοφτιαγμένο, παρόλο που οι δύο όροι δεν ταυτίζονται. Σκοπός του παρόντος είναι να άρει δια παντός την σχετική παρεξήγηση.

Το κωλόφτιαγμα ή κωλοφτιάξιμο αφορά, όπως έχουμε πει, μια πολύ ευρεία γκάμα επεμβάσεων: από τις καθαρά χρηστικές μετατροπές στα μηχανικά μέρη (μοτέρ, αναρτήσεις κλπ) μέχρι τις καθαρά «εικαστικές» παρεμβάσεις, τύπου φιμάτο τζάμι, μπλε φωτάκια στο καπό κλπ.

Αντιθέτως, το πείραγμα αφορά αποκλειστικά τον κινητήρα. Σε μια στρογγυλοφάναρη πάπια π.χ. μπορείς να τοποθετήσεις μεγαλύτερο πιστόνι (αύξηση κυβισμού) ή να βάλεις μεγαλύτερο καρμπυρατέρ (για αποδοτικότερες καύσεις). Το πείραγμα έχει κατά κανόνα ουσιαστικό αποτέλεσμα, δεν γίνεται για το θεαθήναι. Το εργαλείο αναβαθμίζεται και πηγαίνει πιο κομμάτια. Ωστόσο, πείραγμα από πείραγμα διαφέρει. Άλλα είναι ποιοτικά και κρατάνε μια ζωή, άλλα κρατάνε μια βδομάδα ή και λιγότερο. Αν π.χ. πρέπει οπωσδήποτε να κερδίσεις μια στημένη κόντρα, υπάρχουν τρόποι πειράγματος που θα πουσάρουν το μηχάνημα στα όριά του, ίσα για τον αγώνα. Μετά πας στανταράκι για αλλαγή μοτέρ.

Συμπέρασμα: Το κωλοφτιαγμένο είναι σαφώς ευρύτερη έννοια. Ένα κωλοφτιαγμένο παίζει συνήθως να είναι και πειραγμένο, το αντίθετο όμως είναι λογικώς αδύνατο.

Οι κάγκουρες σαφώς και δεν αποστέργουν το απλό πείραγμα, ρέπουν όμως περισσότερο προς το γενικότερο κωλοφτιάξιμο, όντας αθεράπευτα ποζεράδες και φιγουρατζήδες.

Οι κάγκουρες δεν διαθέτουν την αποκλειστικότητα στις μοντιφιές. Καθ' όλα ευυπόληπτοι τυπάδες, χομπίστες και λάτρεις της αυτοκίνησης, πειράζουν το μοτέρ του αμαξιού τους, χωρίς βέβαια να το κάνουν και λατέρνα. Κυκλοφορούν λοιπόν στους δρόμους πειραγμένα εργαλεία με κάτι μοτέρ τούμπανα, που ούτε καν τους φαίνεται. Θα το καταλάβεις μόνο αν πας να μετρηθείς μαζί τους, οπότε και θα σε κεράσουν ένα ζεστό τσαγάκι... (αφού πρώτα φας τη σκόνη τους).

Υπάρχει και υπερθετικός για το πειραγμένο, αν και όχι τόσο διαδεδομένος: κωλοπειραγμένο. Με την προσθήκη του επιτατικού προθέματος κωλο-, μιλάμε πλέον για ένα υπερμηχάνημα-κόσμημα, που και τουμπανιασμένο μοτέρ διαθέτει, αλλά και εξωτερικά γαμεί μανούλες, είναι άκρως εντυπωσιακό, άγριο και «κακό»...

  1. Θρυλείται βάσιμα πως οι μοτοσυκλέτες των ζητάδων (των μπάτσων της Ομάδας Ζήτα), ιδίως εκείνα τα αειθαλή Suzuki GSX 750, είναι πειραγμένα, ενίοτε και με έξοδα των ιδίων των καυλόγκαζων αναβατών τους. Διότι ο αστικός μύθος θέλει τους σκληροτράχηλους αυτούς μηχανόβιους να προέρχονται από την ίδια πάστα με αυτούς που κυνηγούν, δλδ τους κάγκουρες και λοιπούς παραβατικούς τύπους. Δεν είναι σπάνιο να εμπλακεί ζητάς σε κόντρα, έτσι, για την καύλα του (προσωπικά είχα πετύχει ζητά να στήνει το προαναφερθέν εφταμισάρι suzuki του, με ένα Honda CBR 900, στο φαληρικό Δέλτα. Για την ιστορία, ο χοντάκιας τον πάτησε).

  2. Το πείραγμα δύναται να γίνει και ηλεκτρονικά, με την εισαγωγή του κατάλληλου προγράμματος στον εγκέφαλο του αυτοκινήτου. Αυτό συνήθως γίνεται μόνο σε εξουσιοδοτημένα συνεργεία, με κωδικούς που έρχονται απευθείας από τη μαμά εταιρεία. Π.χ. για το Mercedes SLK 200, μπορείς με ένα τέτοιο ειδικό κιτάκι, που κοστίζει μόλις 2300 ευρώπουλα, να ανεβάσεις την ιπποδύναμη από 163 σε 192 αλόγατα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παπούτσια, στην μωρουδοσλάνγκ, την ιδιόλεκτο των μωρών / μαμάδων / θειάδων / γιαγιάδων / νονών / γειτονισσών (τον όρο επινόησε ο τζίμ μπλόντος).

Εμείς οι μεγάλοι θα το πούμε όταν θέλουμε να είμαστε γούτσου ή όταν επίτηδες θέλουμε να κάνουμε τους σαχλούς... Αλλά δεν μιλάμε για γόβες στιλέτο ή ξώφτερνα, -παρά μόνο για αθλητικά ή κάτι σε βολικό και αναπαυτικό.

  1. - Κοίτα, κοίτα, κοίτα τι σου πήρε η νονά!!! Καινούργια παπά!

  2. Δες, μωρό μου τα καινούργια μου παπάαααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified