Αυτός που τα αφήνει όλα για την επόμενη μέρα από τεμπελιά, αμέλεια, κατά το ξερόλας. Αυτός που έχει αναγάγει σε δόγμα το μην κάνεις σήμερα, ό,τι μπορείς να αφήσεις για αύριο.
- Πότε θα πλύνεις τα πιάτα;
- Αύριο!
- Ο αυριόλας ξαναχτυπά!
Αυτός που τα αφήνει όλα για την επόμενη μέρα από τεμπελιά, αμέλεια, κατά το ξερόλας. Αυτός που έχει αναγάγει σε δόγμα το μην κάνεις σήμερα, ό,τι μπορείς να αφήσεις για αύριο.
- Πότε θα πλύνεις τα πιάτα;
- Αύριο!
- Ο αυριόλας ξαναχτυπά!
Σχετικά λήμματα: ασαυρία, Xες αύριον τα σπουδαία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μικρό και χαριτωμένο αμνο- ή/και ερίφιο που όσοι έχουν ζήσει σε χωριό για ικανό διάστημα έχουν τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους λατρέψει και πιστέψει ότι με τη δύναμη του έρωτά τους μπορούν να μετατρέψούν σε pet πόλης...
Αλίμονο, το αρνί δεν είναι ιγκουάνα (όπως αντίστοιχα και το μουνί δεν είναι αρνί).
Αυτός ο καταραμένος και δίχως αύριο έρωτας είναι μεγάλο λάθος να αφυπνίζεται κατά τη διάρκεια της Μεγάλοβδομάδας.
- Μαμά, κοίτα το αρνάκι μου, το πάω βόλτα;
- Μην το τραβολογάς από δω κι από κει παιδί μου και το κατσιάσεις...
- Γιατί να μην το κατσιάσω μαμά..;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξη, προερχόμενη από τον σοφό λαό, που περιγράφει τον δημόσιο δρόμο, έξω από χωριό ή κατοικημένη περιοχή. Πρόκειται περί ουσιαστικοποίησης του επιθέτου «δημοσία» (οδός), με μετάθεση του τόνου.
- Γιαγιά, ψάχνω τον γιό σου, τον Σήφη, ξέρεις που είναι;
- Τον έχω ειδομένο δίπλα από τη δημοσ(ι)ά, πριν από λίγο, παιδί μου.
Got a better definition? Add it!
Καψόνι στα στρατόπεδα, κατά το οποίο οι φαντάροι καθαρίζουν όλο το στρατόπεδο από τις πευκοβελόνες.
Ανήκει στην ίδια κατηγορία λημμάτων με την λέξη γόπινγκ.
Αφορά συνήθως στρατόπεδα με πεύκα και το χρησιμοποιούν κυρίως σμηνίτες τις 350Π.Κ.Β. στην Θεσσαλονίκη.
*Π.Κ.Β. = Πτέρυγα Κατευθυνομένων Βλημάτων.
-Μοιιίρααα... Προσοοοχή!!! Η άφιξης του υποπτέραρχου είναι προγραμματισμένη για τις 17:00 το απόγευμα. Διασκορπιστείτε σε όλο το στρατόπεδο και μαζέψτε όλες τις πευκοβελόνες! Λαμπίκο να το κάνετε! Μη δω καμία κάτω, θα σας λιώσω!
-Πω! Ρε φίλε πάλι πευκοβελόνες; Κάθε μέρα τις μαζεύουμε και δεν τελειώνουν!
-Και τι παραπονιέσαι ρε σειρά; Αφού το λέει και το όνομα του στρατοπέδου! 350 Π**ευΚοΒ**ελόνινγκ!!!
Got a better definition? Add it!
Όσο και να φωνάζεις δεν θα σε ακούσει γιατί είναι κουφό.
Μόνο αν ρίξουμε δηλητήριο και βάλουμε φάκες θα σωθούμε απ' τα κουφά που γέμισαν το υπόγειο.
- Σε ένα συνέδριο κουβεντιάζουν στο διάλειμμα τέσσερις γιατροί: τρεις πλαστικοί και ένας νάιλον! - Καλά ρε φίλε πιο κουφό ανέκδοτο δεν είχες να μας πεις;
Σχετικό: you koufed us!
Got a better definition? Add it!
Το να είσαι cheerleader, δηλαδή μαζορέτα, «αρχηγός/οδηγός της χαράς» στην κυριολεξία. «Αμερικανιά που μας ήρθε κι από δω», που λέει κι ο Παυλέας.
Επίσης, το να συμπεριφέρεσαι ως χαζορέτα.
Επίσης, το να είσαι πεσίχαρος ή πασιχαρής ή πισωγλέντης, πισωγλεντζές. Εξάλλου gay και cheer δεν διαφέρουν πολύ νοηματικά. Η έκφραση είναι «κάνω τσιρλίντινγκ», όπως «κάνω κλάμπινγκ» κτλ.
Η Λόλα κάνει τρελό τσιρλίντινγκ. Χτες με ρώτησε: «Έχω μια απορία: Τελικά, το σωστό είναι Ιράν ή Ιράκ;».
- Λες να κάνει τσιρλίντινγκ ο Λούλης; Τον βλέπω πολύ χαρούμενο τώρα τελευταία, πολύ ανεβασμένο!
- Χαρούμενο στα αγγλικά;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ως καρκινιάρικες χαρακτηρίζονται οι τελευταίες τζούρες του μπάφου. Και αυτό διότι είναι καυτερές και ιδιαίτερα ανθυγιεινές και καταστροφικές για τον λαιμό και τα πνευμόνια. Δεν τις φοβούνται οι πεπειραμένοι μπαφόβιοι και τα χαρμάνια, οι οποίοι τις παίρνουνε αναλαμβάνουν να τελειώσουν το τσιγαριλίκι μέχρι και την τζιβάνα.
Συζήτηση μπαφοκατάστασης όπου κάποιος τα έχει παίξει:
- Ω ρε πούστη μου όλα γυρίζουν, δεν θέλω άλλο, θα ξεράσω! Σβήσ'το το γαμίδι!
- Καλά, καλά, χαλάρωσε και άσε τις καρκινιάρικες για μένα...
Δες ακόμη: καυτή, μπριζολάτη.
Got a better definition? Add it!
Το Ευρώ, χιουμοριστικά.
- Ρε Μήτσο, δώσε κανα εβραίο αν μπορείς, έχω μείνει αδέκαρος και θέλω να πάρω τίποτα να φάω.
Got a better definition? Add it!
Το μπύριασμα, τα μπυρίτσουαλς, το χτίσιμο των κοιλιακών.
- Ανδρέα γιατί μυρίζει μπύρα η ανάσα σου;
- Να σου εξηγήσω μωράκι μου, πήγαμε με τον Παναγιώτη μετά τη δουλειά για μία παγωμένη.
- Ποια μία ρε μωρό μου; Εσύ μυρίζεις σαν την Αθηναϊκή Ζυθοποιία! Δε βλέπεις που έφτασε η μπυροκοιλιά;;;
- Άει παράτα μας κι εσύ. Φεύγω.
- Που πας τώρα;
- Συγχύστηκα και πάω να χτίσω κοιλιακούς...
Παρόμοιες λεξιπλασίες: εμπυρία, Μπιρλανδία, μπυρασφάλεια, μπυρίτσουαλς, μπυρουέτες, μπυρωίνη, όπου φτωχός κι η μπύρα του.
Got a better definition? Add it!
Κακής κάκιστης ποιότητας άρωμα, ιμιτασιόν εννοείται, αγορασμένο απο Νιγηριανό στο Μοναστηράκι, το οποίο βάζει η χαζοβιόλα σε τεράστιες ποσότητες, με αποτέλεσμα να προκαλεί έντονο ερεθισμό των ματιών, δύσπνοια, και πονοκέφαλο σε όποιον την πλησιάσει.
- Πόσο άρωμα έβαλες ρε Μαρία; Μας φλόμωσες με αυτήν την αηδία!
- Αν θες να ξέρεις φοράω το Allure και κάνει 80 ευρώ τα 50ml.
- Τι Allure και κατούρ μου λες μωρή; Αυτό είναι σκέτο δακρυγόνο!
Got a better definition? Add it!