Further tags

Αρχαίες φυλές, συγγενείς των Βησιγότθων και των Οστρογότθων αντίστοιχα, που αποσχίστηκαν από τις φυλές τους λόγω της αδιαφορίας τους για τα τσεκούρια και τους πολέμους και της παράφορης εμμονής τους για τα βυζιά και τους γοφούς (κώλους-μπούτια τα πάντα όλα) αντίστοιχα.

Έπειτα από την απόσχισή τους, καταλαβαίνετε ότι, λόγω της πολυγαμικότατης ζωής τους, αφιερώθηκαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη στο αχαλίνωτο πήδημα και σαν φυλή αναμίχθηκε και χάθηκε. Τα γονίδιά τους όμως τα κληρονομήσαμε όλοι και σώζονται μέχρι σήμερα.

Για αυτό και χαρακτηρίζουμε σήμερα σαν Οστρογόφο κάποιον που αδιαφορεί γενικά για το μπούστο και τρελαίνεται με τις απανταχού μπουτοκωλάρες και, ανάλογα, Βυζιγότθο αυτόν που ξεφεύγει με τη θέα των βυζιών και συνήθως δεν μπορεί να κοιτάξει ποτέ μια βυζαρού στα μάτια όταν του μιλάει.

  1. - Τι θα έλεγες για μια ισπανική αγόραρέ μου;
    - Μπα είμαι ξερός Οστρογόφος, οπότε σκύψε και αρχίζω τη λίπανση.

  2. - Γεια τι κάνεις Μπάμπη;
    - Εεε, γνωριζόμαστε;
    - Ε, που να με θυμάσαι φατσικά, προχθές που μου μίλαγες για την ορειβασία μόνο τα βυζιά μου κοίταζες..
    - Σόρρυ, αλλά μπέρδευα τα όρη!

Δες και κωλάκιας, βυζάκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που τρέφεται αποκλειστικά με ανδρικό κρέας. Αλλιώς τσιμπουκοζητιάνα ή ψωλορουφήχτρα.

- Τι ξέρεις ρε συ για τη Μαίρη;
- Μεγάλη ψωλύκαινα... Σταθερά φτάνει τριψήφιο αριθμό μηνιαίως... μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος γκόμενου/γκόμενας που πρήζει το νέο του/της αμόρε με ερωτήσεις για τους/τις πρώην. Σε περιόδους έξαρσης, το άτομο αυτό ψαχουλεύει για να βρει στοιχεία όταν νιώθει ότι οι απαντήσεις που του δόθηκαν δεν είναι επαρκείς.

- Πώς πάει με το Μαράκι;
- Άσ' τα, φίλε, είναι μεγάλη πρωηνατζού. Μ' έχει πρήξει μ' ερωτήσεις για τις πρώην μου. Τι ζώδιο ήταν, αν ήταν πιο όμορφες, καλύτερες στο κρεβάτι, ξέρεις.
- Αν ξέρω... Όλες έτσι είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ηλικιακή ωρίμανση του θηλυκού έχει ως φυσικό επακόλουθο μεταπτώσεις στη σεξουαλική του δραστηριότητα με αποτέλεσμα το αιδοίο/ψωλότσεπη να περνά από το στάδιο της διαρκούς εισροής σε αυτό της πλήρους αχρηστίας.

Σε αυτό το τελικό στάδιο η γυναίκα κάτοχος του συγκεκριμένου μαραμένου αιδοίου απόκτα και επίσημα τον τίτλο της μαραμούνας.

Στάδια:

α) 17-30: ανοίξαμε και σας περιμένουμε
β) 31-40: ζητιάνα της πούτσας
γ) 41-... : μαραμούνα

Υπάρχουν, βέβαια, και οι φωτεινές εξαιρέσεις σε όλα τα στάδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σύμφυρση του μουνιού με το μανάρι. Μουνάρι είναι η ευσύνοπτη και γι' αυτό αναλώσιμη μουνίτσα, το μουναρδέλι. Όχι όμως με την παιγνιώδη και τσαχπινογαργαλιάρικη διάθεση που μεταδίδουν οι παραπάνω όροι.

Η λέξη «μουνάρι» με τη λαϊκότητά της ενέχει σοβαρότητα και περιγράφει το μουνί ως διακύβευμα: απηχεί το πώς γίνεται αντιληπτή μια ευγαμήσιμη γκόμενα στα μάτια ενός Α.Ε.Λ.Π.Α. - ως φορέας του αιδοίου, αντικείμενου πόθου αλλά και μίσους.

Επειδή ακριβώς είναι μάλλον ιδιόλεκτος των μη εκλεκτικών ως προς το μουνί, γραμματικά ο όρος είναι σχεδόν ελλειπτικός, απαντά κυρίως στον πληθυντικό: τα μουνάρια.

- Έρχομαι Θεσσαλόνικη...
- Καυλώς να 'ρθεις....
- Να σε δώ, να τα πούμε....
- Να σαι καυλά...
- Θα παίξουνε τίποτα μουνάρια;
- Κρατήθηκες λιγάκι πάντως, στο αναγνωρίζω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεαρά ελαφρών ηθών, προερχόμενη από το πρώην Ανατολικό μπλοκ. Τυλίγει με μαεστρία το εγχώριο απόθεμα σε άρρενες χάρη στα εξωτερικά χαρίσματα (δηλαδή, φοράει μόνο τα άκρως απαραίτητα) και στον ευχάριστο χαρακτήρα της (δηλαδή, κάνει ό,τι της ζητήσεις στο κρεβάτι χωρίς πολλά-πολλά).

Η μεγάλη απήχηση της Τσόλοβιτς έκανε πολλές ντόπιες ν' ακολουθήσουν το παράδειγμά της, με αποτέλεσμα να επεκταθεί η χρήση του όρου και σε άλλες εθνικότητες.

- Τι έμαθα; Ο παππούς παντρεύτηκε Ρωσίδα;
- Ναι, μία Τσόλοβιτς, και της έγραψε όλα τα χωράφια. Σ' εμάς δεν άφησε τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλη-φίδι που ειδικεύεται στο να σου κλέβει τους γκόμενους και στο να σε θάβει πίσω από την πλάτη σου. Διαθέτει οσκαρικό ταλέντο υποκρισίας μπροστά στα θύματά της.

Σύνθετη λέξη από το καριόλα & φίλη.

Να την προσέχεις τη Χριστίνα, είναι καριοφίλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός, μάλλον υποτιμητικός, χαρακτηρισμός των Νεοελλήνων, με την έννοια ότι αρέσκονται σε ανατολίτικες συνήθειες, όπως τα τσιφτετέλια.

Γενικά, χρησιμοποιείται από αυτούς που κατηγορούν τους Νεοέλληνες μάλλον για την ανατολίτικη τάση τους παρά για την δυτικόφιλη, λ.χ. για αυτούς που θα ονομάσουν την Ελλάδα Ελλαδιστάν ή Λαϊκή Θεοκρατία του Ελλαδιστάν μάλλον παρά Ελλαδέξ, αν και το ένα δεν αποκλείει το άλλο.

Χρησιμοποιήθηκε αρκετά στην παπανδρεϊκή δεκαετία του '80 και απαθανατίστηκε απ' τον Διονύση Σαββόπουλο στο άσμα «Κωλοέλληνες» του αντιπασοκικού δίσκου «το Κούρεμα».

Οι πρώτοι στίχοι των Κωλοελλήνων:

Μελαμψές φυλές
κοντοπόδαρες,
Σειληνοί του κράτους
που ξερνάει και νάτους,
τσιφτετέλληνες!
Με γονείς ληστές
των συντρόφων τους θύτες
για αμνηστία οι αλήτες
τώρα διοικητές.
Κράτος ασυστόλων
και πεσμένων κώλων
κωλοέλληνες.

Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη
που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό
στο ντάτσουν μιας φυλής που ζει φευγάτη
απ`ό,τι Ελληνικό στον κόσμο αυτό.

Μπρέθλες. (από Galadriel, 17/10/10)(από Khan, 14/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλβανός + τζούρα.

Αυτός ο οποίος καπνίζει αμφιβόλου ποιότητας/φθηνότερη κάνναβη. Φτηνιάρης, φτωχός, λιτός.

  1. -Σας μυρίζει κάτι;
    -Εκείνοι οι αλβανίτζουρες ντουμάνιασαν μέχρι εδώ.

  2. Μου θέλει και γκόμενα ο αλβανίτζουρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκαρσόνι που σε γκαστρώνει μέχρι να σου φέρει την παραγγελία σου.

Ειδικεύεται στο να σε αγνοεί επιδεικτικά, διαθέτει υφάκι ξινίλας και δεν παραλείπει να σου θυμίζει με το βλέμμα ότι σου κάνει ΠΟΛΥ μεγάλη χάρη που σε σερβίρει (όταν και αν σε σερβίρει).

-Πάμε να φάμε στο Cuisine Paparisienne;
-Με τίποτα, έχει κάτι γκαστρόνια εκεί, ούτε αύριο δεν θα φάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified