Further tags

Το μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας που συμπεριφέρεται ως κυρ Παντελής, ως νοικοqueerαίος, δηλαδή θέλει να έχει οικογένεια και αξίες καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, όπως ένας αστός, ησυχία, τάξη, ασφάλεια κ.τ.ό., χωρίς να ασχολείται με την αντιστασιακή κινηματική διάσταση της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.

Είχαμε τους κυρ-Παντελήδες που ψηφίζουν ΝΔ, τώρα θα έχουμε και τους queer Παντελήδες που θα ψηφίζουν Κασσελάκη (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκιὰ παλαιᾶς κοπῆς, ἐν χρήσει στὸ ΕΜΚ* καὶ στὸ ΕΜΠ** τὴ δεκαετία τοῦ 1970.

Εἶναι ὁ "ἀσχολούμενος συστηματικῶς μὲ τὸν βασανισμὸν τοῦ ὑπογαστρίου δαίμονος", ὅπως ἔλεγε κάποιος φιλόλογος τῆς δεκαετίας τοῦ 1960.

Στὰ καθ᾿ ἡμᾶς ὁ μαλάκας.

*ΕΜΚ: Τὸ καφενεῖο "Μετσόβιο", φοιτητικὸ στέκι, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πλαϊνὴ εἴσοδο τοῦ Πολυτεχνείου στὴ Στουρνάρα. Ὁ Τάσος, ὁ καφετζῆς τῆς δεκαετίας τοῦ 1970, ἀπαντοῦσε στὸ τηλέφωνο λέγοντας:

"Ἐδῶ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Καφενεῖο".

**ΕΜΠ: Τὸ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Πολυτεχνεῖο, φυσικά.

Συνώνυμα: πετσαδόρος, πετσάκιας, βυρσοδέψης, αὐτὸς ποὺ ματώνει τὸ πετσάκι του

Ὅποτε παιζόταν στὸ Μετσόβιο πρέφα τοῦ χαβαλέ, δηλ. χωρὶς κάποιο σοβαρὸ χρηματικὸ ἔπαθλο, μαζεύονταν διάφοροι ἀργόσχολοι γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ σχολίαζαν. Ὅταν κάποιος παίκτης ἔκανε μαλακία κι "ἔμπαινε μέσα", τραγουδοῦσαν ὅλοι (στὸ σκοπὸ τοῦ ρεφραίν ἀπὸ τὸ τραγοῦδι "Λὰ Κουκαράτσα"):

Κυρ-ἀστυνόμε, κυρ-ἀστυνόμε, βάλτον μέσα τὸν πετσή,

καὶ ἂν ἔμπαινε "σόλο", συνέχιζαν:

κυρ-ἀστυνόμε, κυρ-ἀστυνόμε, βάλτον σόλο τὸν πετσή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιστί roof, λογοπαίγνιο του ρουφ (ολογραφώς ρουφιάνος).

- Το γκρουπ αυτό είναι γεμάτο οροφές.

Got a better definition? Add it!

Published

Όπως είναι γνωστό σε αρκετούς ανθρώπους το Πάρης αποτελεί ένα κύριο όνομα, το οποίο μάλιστα τυχαίνει να έχει και ένας προβεβλημένος χαρακτήρας στο έπος «Ιλιάδα» του Ομήρου. Ωστόσο, η συγκεκριμένη λέξη μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και ως υποτιμητικός χαρακτηρισμός όπου και από όποιον κριθεί σκόπιμο να το κάνει. Η αίσθηση της υποτίμησης βέβαια δεν απορρέει από την ίδια την λέξη Πάρης αλλά από μια άλλη λέξη η οποία ηχητικά είναι πολύ κοντά στην εδώ οριζόμενη λέξη. Η λέξη για την οποία γίνεται λόγος είναι η λέξη παπάρης. Το παπάρης με την σειρά του προέρχεται από μια ονομασία που αποδίδεται στον όρχι η οποία είναι το παπάρι.

Χρήσεις του πάρης στην καθημερινή κοινή ομιλία

Αυτή η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί από ένα άτομο το οποίο τρέφει μια ελαφρά, έντονη και εν πάση περιπτώσει οποιουδήποτε βαθμού απέχθεια προς ένα άλλο άτομο για να το υποτιμήσει. Εξαιτίας του μικρού σχετικά βαθμού της χρήσης αυτής της λέξης -όπως εκτιμάται από τον δημιουργό της εισαγωγής αυτής της λέξης στο παρόν λεξικό- υπάρχει μια αρκετά μικρή πιθανότητα αυτή η λέξη καθώς και το νόημα το οποίο υποδηλώνει να γίνουν αντιληπτά σε έναν λεκτικό διαπληκτισμό με γρήγορες εναλλαγές προσβολών, ειδικά μάλιστα όταν στον εν λόγω διαπληκτισμό υπάρχει μια παρουσία φωνών οι οποίες σε ένταση είναι υψηλές. Ο δε χώρος που αυτή η λέξη καταλαμβάνει στον γλωσσικό χρόνο έκφρασής της, ακριβώς επειδή είναι αρκετά μικρός, ενισχύει ακόμα περισσότερο την ιδιότητα που έχει αυτή η λέξη να περνά απαρατήρητη σε τέτοιου είδους συζητήσεις.

Επίσης, αξίζει να επισημανθεί πως η λέξη αυτή κάλλιστα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταξύ φίλων που ανταλλάσσουν προσβολές και άλλων ειδών φράσεις μέσα στο πλαίσιο της φιλίας και της καλής τους και της ζεστής τους διάθεσης, έτσι ώστε σε αυτήν την περίπτωση το υποτιμητικό νόημα που εκφράζει η λέξη να αίρεται ή να εκλαμβάνεται από τους αποδέκτες της λέξης με ευπρόσδεκτο τρόπο.

Παραδείγματα στην καθημερινή ομιλία

Έπειτα από την πραγματοποίηση κάποιας ενοχλητικής, από την πλευρά του ομιλούντος, κατάστασης.

Πωωωω ρε πάρη, τι έκανες πάλι ρε;

Κατά την διάρκεια προσπάθειας ενός ομιλούντος να εκφράσει απορία ως προς μια παρελθούσα πράξη ενός άλλου ατόμου.

Πωωωω, καλά ρε, πες μου λίγο, είσαι πάρης;

Για επίπληξη και πιθανώς απορία ως προς τον εαυτόν του ομιλούντος.

Πωω καλά, είμαι πάρης ρε; Γιατί έφαγα ντόνατ 15 μέρες αφότου έληξε;

Κατά την διάρκεια μιας έντονης και πιθανώς εμποτισμένης με εχθρότητα συζήτησης.

Τι λες ρε πάρη που νομίζεις ότι μπορείς να σταθμεύεις όπου θέλεις!

Κατά την διάρκεια πραγματοποίησης απειλής ή άμεσης ή έμμεσης προειδοποίησης ή απλού αιτήματος.

Λοιπόν, πάρη, σταμάτα να λες ανοησίες (, αλλιώς)...

Χρήση με έντεχνο τρόπο με ιστορικές αναφορές στα γεγονότα των περσικών πολέμων στην αρχαία Ελλάδα.

Έλα να τα πάρεις ρε πάρη!

Για απλή δήλωση άποψης.

Πωω έπειτα από αυτό, εντάξει, σ' το λέω, είσαι πάρης.

Χρήση με έντεχνο τρόπο για να εκφραστεί δυσαρέσκεια ή κάτι άλλο υπό την επιθυμία του ομιλούντος να μην γίνει αντιληπτή η χρήση της λέξης απλώς να επέλθει ικανοποίηση στον ίδιο επειδή είπε την λέξη.

Μα όχι ρε πάρη μου σου λέω δεν έπεσε το μπουκάλι, το έριξες.

Σε μια κατάσταση στην οποία εκτυλίσσεται ομιλία μεταξύ φίλων.

Άαασε ρε πάρη που νομίζεις ότι το juggernaut είναι κλεψιά.

Προσωπική σημείωση

Στην ομιλία το πάρης μάλλον αρκετά συχνά μπορεί να συνοδεύεται σταθερά, για πολλούς λόγους (όπως έμφαση,προσπάθεια για συγκάλυψη εκφραζόμενου νοήματος και ταυτόχρονα προσωπική ικανοποίηση), από κάποιες λέξεις όπως: πωω για εναρκτήρια έμφαση και προσωπική ικανοποίηση· έπειτα από το πάρης, ... μου για προσπάθεια συγκάλυψης εκφραζόμενου νοήματος· πριν το πάρης, ρε για έμφαση ή ικανοποίηση, ή εξαιτίας συνήθειας ή και για άλλους λόγους· μετά από το πωω και πριν από το πάρης, καλά για ικανοποίηση ή συνήθεια, έμφαση ή και για άλλους λόγους.

Ο Πάρης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά για να περιγραφεί η απίστευτη μπόχα όσων μπίχλερμαν (εξαιρούνται πάντα οι κυριες) δεν ασχολούνται με την σωματική τους υγιεινή. Φονικός αρωματικός συνδιασμός που περιλαμβάνει σκατίλα και ουρδεσάνς.

Χρησιμοποιείται ενίοτε και μεταφορικά για να χαρακτηρίσει άτομα (συμπεριλαμβάνονται και οι κυρίες) που δρούν χωρίς ηθικούς ή αξιακούς φραγμούς.

  1. Α! τον πούστη πως βρωμάει και ζέχνει... μας ξεπάτωσε, αρμάνι χαρμάνι δικέ μου!
  2. Παπαπαπα...πολύ βρώμα η προϊσταμένη, αρμάνι χαρμάνι σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

γαμάω τους περίεργους

"Πληρωμένη" απάντηση στην ερώτηση "τι κάνεις;" ή "τι δουλειά κάνεις;"
Λέγεται συνήθως:
1. Όταν ο άλλος έχει καταντήσει τσιμπούρι με τις ενοχλητικές και αδιάκριτες ερωτήσεις του και θέλουμε να τον ξεφορτωθούμε με όχι και πολύ... ευγενικό τρόπο.
2. Χάριν αστεϊσμού μεταξύ κολλητών.

- Και δε μου λες, εσύ από πού τα ξέρεις όλ' αυτά και ανακατεύεσαι; Τι δουλειά κάνεις;
- Γαμάω τους περίεργους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαιγνιώδες τρίπτυχο (του τύπου η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα, η μούχλα, η ρούχλα και η ζαρούχλα) ντεμέκ ονομασία-προμετωπίς φανταστικής εταιρείας, καταστήματος κλπ. με σαφείς (σαφέστερες δε γίνεται) σεξουαλικές αναφορές. Το έλεγε φίλος μου τη δεκαετία του '80 αναφερόμενος σε καταστάσεις καραπουτσαριό.

Μιλάμε για σοβαρό μαγαζί: Παυλής, Καυλής και Σάμψωλης!

Σχετική, αλλά με το σεξουαλικό υπονοούμενο να κρύβεται επιμελώς κάτω από "υπαρκτά" ονόματα η προμετωπίς του "κινητού" καταστήματος των ηρώων της ταινίας "Οι δοσατζήδες":

Πασπάτης-Καλαφάτης και Σία

Και ο μέν Πασπάτης απλώς πασπατεύει, ο Καλαφάτης όμως καλαφατίζει μεταφορικώς (όπως λέει το σχετικό λήμμα) αλλά και κυριολεκτικώς: βουλώνει τρύπες και χαραμάδες (του σκάφους) με το "καλαφατικό", ένα επίμηκες κυλινδρικό εργαλείο (περισσότερα στο υπό κατασκευήν λήμμα για το γλωσσάρι του καρνάγιου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

φιλοσοφικότα, (η)

Η φοιτήτρια, ή η απόφοιτος της φιλοσοφικής. Δεν είναι υποτιμητικό, ή βρισιά.

  1. -μαλάκα μου συνεχίζεις ακάθεκτη!!
    -παντα. δεν ωρροδω προ ουδενος!
    -με ποιους κάνεις παρέα ρε κωλόπαιδο τελευταία; Τι λέξεις είναι αυτές; Δεν ντρέπεσαι λιγάκι;
    -once a φιλοσοφικοτα, always a φιλοσοφικοτα :Ρ
    -Δεν πειράζει. Σ'αγαπάμε και έτσι, να ξες. ΕΔΩ

  2. -Και ολοκληρωματα... (ελπιζω να το εκτιμησουν οι θετικαριοι)
    -λολ, το εκτιμουν κι οι φιλοσοφικοτες που συμπαθουν τα μαθηματικα παντως :Ρ (εδώ)

  3. -πες τους ρε έντυυυυυ. με βρηκαν φιλοσοφικοτα κ με δουλευουν
    -φιλοσοφικότα είναι η ψαγμένη κότα σαν να λέμε; :Ρ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και τουτανχαμός. Υπερθετικός του χαμός, του χαμός στο ίσωμα ή και στο πίσωμα. Πρόκειται για ένα λολοπαίγνιο με τον φαραώ της Αιγύπτου Τουταγχαμών, που είναι τόσο σαχλό, ώστε εντέλει πετυχαίνει τον σκοπό του να εκφράσει το κλίμα ενός χαμού που διαλύει κάθε σοβαρότητα και κάθε σύμβαση. Κυρίως, πάντως, λέγεται για να σατιρίσει ανθρώπους πολύ προχωρημένης ηλικίας που θεωρούμε ότι ίσως και να έχουν προλάβει τον φαραώ Τουταγχαμών εν ζωή, ή οι οποίοι χρησιμοποιούν μεθόδους συντήρησης, όπως μπότοξ, που διαλύουν την εκφραστική του προσώπου τους και τους κάνουν να μοιάζουν με μούμιες, σαν αυτή του ομωνύμου φαραώ. Η έκφραση τουταγχαμός σε αυτήν την περίπτωση εκφράζει τον χαμό που προκαλείται όταν μία ή περισσότερες μούμιες βρεθούν σε έναν χώρο.

  1. Μαλωσε η Δανδουλακη με τη Βαρδινογιαννη εγινε τουταγχαμος. (Τουίτερ).
  2. Την Κυριακή θα πάμε με Παπούλια και Ζωζώ για μπάνιο. Θα γίνει τουτανχαμός. (Τουίτερ)
  3. Τουταγχαμός έγινε στο ντημπέη. (Σχόλιο για φωτό Ζαχαρέα και Τρέμη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τεφλόν, τεφλών

Αυτός που καταφέρνει να βγαίνει αλώβητος από δυσκολίες και κρίσεις. Που πάνω του δεν κολλάει λάθος ή παρανομία, όπως τίποτα δεν κολλάει πάνω στο υλικό τεφλόν.
Κλασική, παλιούτσικη μεταφορά. Λέγεται πολύ συχνά (διεθνώς) για πολιτικούς.

Teflon is a nickname given to persons, particularly in politics, to whom criticism does not seem to stick. The term comes from Teflon, the brand name by DuPont of a "non-stick" chemical used on cookware. wikipedia

Τεφλόν, νέο ποιητικό σκεύοςείναι και περιοδικό για την ποίηση
Σημείωση: Γινεται και λογοπαίγνιο "η ώρα των τεφλών" (5ο παράδειγμα).

  1. Με… το «τεφλόν», το χημικό αδρανές που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες είναι ολισθηρό και άκαυστο, παρομοιάζει το περιοδικό «Time» για τον Αλέξη Τσίπρα σχολιάζοντας την απόφασή του να παραιτηθεί. (εδώ)
    TIME: Teflon Tsipras
  2. Σύνμτροφε εγώ ειμαι τεφλόν δεν κολλάει η λάσπη από τα νεοφιλελέυθερα φυντάνια της πουά αντίδρασης!

  3. Όλα τα «παρατσούκλια» των ηγετών: Σέξι ο Αλέξης, τεφλόν ο Ρούτε της Ολλανδίας, μανούλα η Μέρκελ (εδώ)

  4. Η κουράδα τεφλόν: Κουράδα τόσο καθαρή που δε χρειάζεσαι καν χαρτί για να σκουπιστείς.(slang.gr)

  5. Ήρθε η ώρα των... "τεφλών"! Έτσι, οι Τεφλόν ενώνουν τις δυνάμεις τους και παρουσιάζουν απόψε υλικό κυρίως από... http://fb.me/2BYo8O5VS (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified