Further tags

Χρησιμοποιείται σε γυναίκες που το παίζουν ωραίες προκαλώντας με δηλώσεις και ενδυματολογικές επιλογές, αλλά ουσιαστικά είναι πολύ άσχημες και πολύ μεγάλες σε πλάτος. Προέρχεται από το όνομα της Πάμελας Άντερσον (που συνήθως αύτο είναι το είδωλο των συγκεκριμένων γυναικών).

- Ξέρεις τη Σταυρούλα; Μου έχουν πει ότι είναι πόλυ hot και sexy.
- Τι λες ρε; Φάλαινα Άντερσον είναι! Να την έβλεπες πώς ντυνόταν στο σχολείο... Σκέτη φρίκη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντός, χοντρός και καραφλός άντρας.

- Καλά είδες τον τύπο που τα έφτιαξε η Μαίρη;
- Ναι ρε συ! Καλά τι του βρίσκει του θερμοσίφωνα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Κωστάκης Καραμανλής, όπως τον αποκαλούσε η αείμνηστη Μαλβίνα Κάραλη στις τηλεοπτικές εκπομπές της (Μαλβίνα Hostess κλπ), προάγγελους των σατιρικών πολιτικών εκπομπών τύπου Αλ Τσαντίρι Νιούζ, οι οποίες και της στοίχισαν δεκάδες απολύσεις, αλλά σε μας πρόσφεραν άφθονο γέλιο και προβληματισμό.

- Βγήκε πάλι ο δάμαλος και τα έχωσε στον Τάπερμαν! (= στον Σημίτη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη (παιδί + βουβάλι), χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να περιγράψει ιδιαίτερα εύσωμο και νεαρό άντρα.

- Ρε Μάκη σκέτος παιδοβούβαλος έγινες, πότε θα κόψεις τα κοψίδια; - Άσε μας ρε γυναίκα.
- Αχ, έχασα τα καλύτερά μου χρόνια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ομότιτλη ταινία όπου μια φάλαινα παίζει κύριο ρόλο. Την χρησιμοποιούμε συνήθως για να πούμε εμμέσως ότι μια είναι πολύ χοντρή.

Μαρία:
Σας έδωσε καλό τραπέζι στους onirama η Σαμάνθα μαιτρ;

Κώστας:
Ο free willy εξυπηρετεί μόνο επωνύμους, πάλι μάπα μας έδωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κτήνος (φουσκωτός ή απλά χοντρός) που κλασικά έχει τεράστιες παλάμες, χοντρά χέρια και δάχτυλα. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και απευθείας για το χέρι του (το βυζόχερο).

Πού πας ρε Καραμήτρο, άμα φας φούσκο από αυτό το βυζόχερο ο μισός θα πάει χαμένος...

(από Hank, 04/02/09)(από patsis, 02/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άτομο, συνήθως ευτραφές, τη στιγμή που μπαίνει στο οπτικό σου πεδίο, κρύβοντας το αντικείμενο παρατήρησης, συνήθως μια ενδιαφέρουσα ύπαρξη.

Ετυμολογία

κρύβω (αρχ. κρύπτω) + τόφαλος -> κρυπτόφαλος

Για προχωρημένους

Ο όγκος του κρυπτόφαλου (που πρέπει να είναι μεγαλύτερος απ' τον όγκο του αντικειμένου παρατήρησης) από μόνος του αποτελεί αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη.

Για να ισχύει ο όρος, πρέπει ο κρυπτόφαλος να είναι και χαμηλότερου ενδιαφέροντος από το αντικείμενο παρατήρησης, αν όχι αντικειμενικά, τουλάχιστον σύμφωνα με τα γούστα του παρατηρητή:

όπου x ο παρατηρητής, y ο κρυπτόφαλος, z το αντικείμενο παρατήρησης, V ο όγκος και f η συνάρτηση ενδιαφέροντος / γούστου.

Συνώνυμα

Σε περίπτωση που το συμβάν λαμβάνει χώρα σε μπαρ, ο όρος συναντάται και ως «μπαρκούδα».

- Πσσσσσσσσσς! Κοίτα το γκομενάκι εκεί κοίτα-κοίτα-κοίτα!
- Πού ρε;
- Εκεί ρε, εκεί! Κοίτα-κοίτα-κοίτα! Πσσσσσς! Αυτά είναι!
- Πού ρε, δε βλέπω!
- Καλά άστο... μπήκε κρυπτόφαλος στη μέση...
- Α ναι, τον κρυπτόφαλο τον βλέπω...
- Μαλάκα μου είσαι αργός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κοντός, γυαλαμπούκας, αλλά κάνει μαγκιές και τρώει πάντα ξύλο.

- Ο ντολμάς ο Χρήστος πάλι πουλάει μαγκιά.
- Σε δυο λεπτά θα έρθει εδώ με ματωμένη μύτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified