Further tags

Βλ. μπυροκοιλιακοί.

- Εμ βέβαια. Κάθε βράδυ λιάρδα, νά 'τοι οι μπυριακοί που ξεπρόβαλαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από την πρέζα και το κόβω.

Το άτομο το οποίο βρίσκεται στην ίδια κατάσταση υστερίας και παράκρουσης για τους ίδιους ή άλλους λόγους με κάποιον που κόβει την πρέζα.

Ρε μαλάκα τον είδες; Σαν πρεζονοκόφτης ήτανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Υποκοριστικό» της λέξεως πρετζόνι, που προφανώς σχηματίζεται από την λέξη πρεζόνι μαζί με το «τζ» από την αγγλικάνικη ομόλογη της λέξη junkie.

Συνώνυμη με τις: πρέζονας, ζακιπρέ, ζέο, ζάκι.

Σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες λέξεις που χρησιμοποιούνται, ως επί το πλείστον, για άτομα που κάνουν χρήση πρέζας (βλέπε και ζαμπόν, ζουζού, κ.τ.λ.) η συγκεκριμένη χρησιμοποιείται κυρίως για να κοροϊδέψει ή να ειρωνευτεί κάποιον (πως αυτά που λέει δλδ είναι αποτέλεσμα χρήσης ουσιών) όταν αυτός είτε είναι μπουρδολόγος- παπαρολόγος με την καλή έννοια, είτε το μυαλό του (λέμε τώρα) έχει πνεύσει τα λοίσθια, με αποτέλεσμα αυτά που λέει να σε κάνουν να μην την παλεύεις, να βαράς ενέσεις.

(συζήτηση μεταξύ σλάνγκου κ «φιλομπαμπανιώτη»)
-…..αφού το έγραψε και ο Μπαμπινιώτης σε λέω. Είναι σίγουρο ρε…
- Εεε άμα το ’πε κι ο Μπάμπης αλλάζει το πράγμα… Δεν μας χέζεις ρε Τζόνι λέω 'γω; Άντε κόψε τα ληγμένα να ησυχάσουμε όλοι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ζαλισμένος ή μεθυσμένος από την κατανάλωση αλκοόλ ή την χρήση ελαφρών ναρκωτικών. Αφορά όμως κυρίως στη χρήση του ναργιλέ.

Πώπω αδερφέ μου! Εχτές στον τεκέ του Τάσου γίναμε όλοι μανουάλια απ' το μπάφο.

Βλ. σχόλιο Δελιολάνη (από Khan, 29/07/13)

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Albanozi (;) > nozi = νόζι.

Με την λέξη αυτή περιγράφουμε δυο πράγματα.

  1. Τον άνθρωπο που κατάγεται από την γειτονική Αλβανία. Δεν είναι ρατσιστικό και μπορεί να ειπωθεί ελεύθερα.

  2. Τον μπάφο εξ Αλβανίας. Συνήθως χείριστης ποιότητας, κατουρημένος, ξερός, αλλά με ένα μεγάλο ατού: την τιμή του, αφού μπορούμε να βρούμε και με 3 ευρώ το τζι. Αυτό το κάνει ιδιαίτερα δημοφιλές σε νεαρά άτομα που δεν έχουν μεγάλο budget.

  1. - Ο Κλόντι ο νόζις που πήγε;
    - Πήρε τον Έντρι και πήγαν για κάποια δουλειά μου είπαν...

  2. Κλόντι: -Έφερα νόζι σήμερα... Έλα να πιούμε!
    Έντρι: - Ο τεκίφσα κούρβεν μαμαπίδιν! Πράμα από πατρίδα!

βλ. και αλβανό, Τίρανα Χέιζ (Tirana haze), albanian haze

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καπνουλού είναι η γυναίκα που απολαμβάνει την γεύση, την αίσθηση και τις ζαλάδες του καπνού σαν άντρας ανατολίτης.

Συνήθως είναι και ριζοσπαστικό θηλυκό, γιατί δεν ακολουθεί τα όσα προστάζουν τα στερεότυπα.

όπως λέει και το άσμα:
«Βρε καπνουλού μου όμορφη, σ' αρέσει το ντουμάνι»

Καπνουλού μου όμορφη (από Khan, 01/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεκετζής είναι ο εξειδικευμένος υπάλληλος ταβέρνας ή τεκέ που ανεφοδιάζει τους ναργιλέδες με ποικίλα καπνά. Βέβαια ο πελάτης μπορεί να απολαμβάνει τα καπνά χωρίς ναργιλέ αλλά σε τσιγαριλίκι. Και σε αυτήν την περίπτωση ο ρόλος του τεκετζή είναι ο ίδιος ακριβώς, ο τακτικός ανεφοδιασμός.

Στα ρεμπέτικα / λαϊκά τραγούδια άλλες φορές αναφέρεται με θαυμασμό, πόθο, προσμονή ή και ευχαρίστηση. Βεβαίως του χρεώνεται συχνά και η ξενέρα, απουσία κάνναβης με ό,τι κακό χαρακτηρισμό συνοδεύεται.

Προφανώς η συναισθηματική αμφιταλάντευση του «πότη» είναι κομμάτι της σχέσης του με τον τεκετζή. Κύριοι παράγοντες που το καθορίζουν είναι η ποιότητα, η ποσότητα και η διαθεσιμότητα. Ως τεκετζής μπορείς να χτίσεις κακή ή καλή φήμη, ανάλογα με την συμπεριφορά σου στην αγορά.

και κατά το γνωστό άσμα:

«Του τεκετζή ξηγήθηκα να τον ξαναπατήσει Κατά κακή μου σύμπτωση σώθηκε το χασίσι».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το safe mode είναι ένας απλουστευμένος τρόπος εκκίνησης του λειτουργικού συστήματος όταν υπάρχει πρόβλημα στην κανονική λειτουργία ενός υπολογιστή. Ευρισκόμενος σε safe mode ο υπολογιστής λειτουργεί υποτυπωδώς, καθώς δεν έχουν φορτωθεί drivers, κάρτες γραφικών κ.ο.κ., επιτρέποντας τουλάστιχον στον πληροφορικάριο να τρέξει τα διαγνωστικά του κιέτσ'.

Σλανγκιστί, κάποιος λειτουργεί σε σέηφ μοντ όταν λόγω κούρασης, καταχρήσεων ή άλλων κακουχιών βρίσκεται αλλού γι' αλλού, είναι καμένος, ή / και έχει χτυπήσει ο σκληρός του με αποτέλεσμα να άγεται άκομψα και να εκφράζεται συγκεχυμένα.

- Κουκλίνι, μην με παρεξηγείς που σε προσπέρασα, τώρα είδα το σχόλιό σου. Τέτοιες ώρες λειτουργώ σε safe mode!
(εδώ)

- Δεν είμαι συγκεντρωμένος αρκετά ώστε να σκεφτώ να αναλύσω και να απαντήσω, λειτουργώ σε «safe mode»
(εκεί)

- Μη γελάς ρεεεεεεεεε Αγουροξυπνημένος και άρρωστος. Λειτουργώ σε safe mode...
(παραπέρα)

(από Vrastaman, 11/02/10)(από Vrastaman, 11/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φέρων πλεξίδες ράστα.

Υπάρχουν τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες ραστοφόρων:

  • Οι θρησκευόμενοι ρασταφαριανοί, όσοι δηλαδή πιστεύουν ότι ο Ρας Ταφάρι Μακόνεν, το κατά κόσμον όνομα του μακαρίτη Αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ, αποτελεί θεία ενσάρκωση και πίνουν γκάντζα για του λόγου το αληθές,
  • Οι μουσικοί ή φίλοι της ρέγκε,
  • Όσοι αυθεντικά αγαπούν το συγκεκριμένο λουκ,
  • Βικτιμάδες της μόδας και της πολιτικής.

Φτηνό λολοπαίγνιο με τον ρασοφόρο.

- Ο ραστοφόρος με το τσιμπούκι είναι ένας ξεχασμένος raver φίλος της χαράς… (εδώ)

- Να φύγει κλοτσηδόν (από το τηλεπαιχνίδι) και το νιάνιαρο και ο Χαβανέζος Ραστοφόρος
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified