Further tags

Η γκόμενα που βγάζει σε δημοπρασία στο Internet την παρθενιά της με σκοπό να εισπράξει άφθονο χρήμα, είτε γιατί έχει οικονομικό πρόβλημα, είτε γιατί απλά «έτσι γουστάρει». Η ίδια δεν θεωρεί τον εαυτό της πουτάνα, παρότι εμείς ξέρουμε ότι once πουτάνα always πουτάνα.

Οι παρθενοπουτάνες είναι μια μόδα που έχει ιδιαίτερη απήχηση τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Λατινική Αμερική. Την μόδα ξεκίνησε η αμερικανίδα Natalie Dylan η οποία πέρυσι έβαλε σε δημοπρασία την παρθενιά της στο Internet με το συνολικό ποσό να φθάνει τα 4 εκατομμύρια δολάρια. Δεκάδες ακόμη παρθένες ανά τον κόσμο ακολούθησαν, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να «αγγίξουν» το συγκεκριμένο ποσό.

Λοιπόν τα πράγματα είναι απλά κοριτσάκια μου. Αν είστε ακόμα παρθένες τότε έχετε την ευκαιρία να γίνετε και πλούσιες. Βάλτε σε δημοπρασία την παρθενιά σας στα αγοράκια του σχολείου ή της σχολής και «γαμηθείτε στο χρήμα» (κυριολεκτικά όμως). Όλο αυτό είναι φυσικά μια νέα μόδα, οπότε μπορούμε να πούμε ότι ανακαλύψαμε ένα νέο είδος ξενέρωτης, την αποκαλούμενη και «παρθενοπουτάνα». Μια γκόμενα δηλαδή που όσο κρατάει το μουνί της παρθένο και ζητάει σπόνσορα δημοσίως τόσο αυτό «τοκίζεται».

(Πηγή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το μουνοράπισμα, με την κυριολεκτική (σεξουαλική) ή μεταφορική (μουνοθυελλώδη) έννοια. Στη πρώτη περίπτωση, παίζει και το «μουνιά».

  2. Υβριστικό μπιλενίκωμα, αντίστοιχο του «ρε αρχίδι!».

  3. Λατέρνατιβ τοπωνύμιο του προσφιλούς Μενιδίου.

  1. - Μουνιες (ή μουνιδια για τους φιλους) ... Τι να σημαίνει δηλαδή; Οι γροθιές (οχι οι γρόθοι). Ενικός η μουνιά ή μουνίδι. ...

- και μια γριά πετάχτηκε από το παράθυρο σαν ιπτάμενη βδέλλα και με πατάει ένα μουνίδι στη μύτη και όχι δεν έκανα λάθος δεν μου έκατσε μπουνίδι αλλά ΜΟΥΝΙΔΙ γιατί έκατσε πάνω στη μάπα μου σα χταπόδι και άρχισε να τις πομολιές με το γέρικο της τέτοιο και βρωμούσε πατατίλα και γεροντίλα και λιβάνι και έκανα εμετό και ο σκύλος της δάγκασε το κανί...

  1. - εσυ ρε μουνιδι τι μαλακιες μ λεγες στο πμ;

- Η κάρτα του πολίτη, και η νέα τάξη των πραγμάτων – μιλανε για την κωλο καρτα που θελει να βγαλει το μουνιδι ο ροκερφελερ και οι μεγαλυτεροι τραπεζιτες του κοσμου...

  1. - Αυτο το μισοκοιμισμενο σεξυ νωχελικο ύφος του πρωταγωνιστή απο το Μουνίδι (Μενίδι) δεν παιζοτανε.

- κονιορδε γυφτε απο το μουνιδι,κοιτα να ξεχρεωσει η κρατικοδιαιτη ομαδουλα σου και ασε την μπαλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλαψομούνης, ο κλαψούρης, κλάψας (και πάει λέγοντας).

  1. σου το ζήτησα και μου έστειλες το τηλέφωνό σου κλαψαρχίδι ; δεν βαρέθηκες να λες τα ίδια και τα ίδια περί ανωνυμίας ή μη στο ιντερνετ.

  2. Η διαφορα ειναι οτι ο Νιοπλιας ειναι ο κλασικος ελληνας κλαψαρχιδης,ενω ο Ολλανδος ειχε αυτον μαγκικο τροπο ομιλιας και επικοινωνιας.

(Από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδίτικης προέλευσης χαρακτηρισμός που προσιδιάζει σ' εκείνες τις ξεχωριστές και δημοφιλείς εκπροσώπους του γυναικείου φύλου που χαίρονται να προσφέρουν γενναιόδωρα και μερακλίδικα την ηδονή στον αντρικό πληθυσμό. Ως εκ τούτου, σπανίως και μόνο από αδαείς κομπλεξικούς (ζωή σε λόγου μας) νεκροτσούτσουνους εισπράττουν μειωτικά σχόλια.

Η πουτσογλύκα απαντάται σ' όλες τις ερωτικά εξασκούμενες ηλικίες, την χαρακτηρίζει μια παντελής έλλειψη αντικειμενικού γούστου και, συνεπώς, η προσέγγιση της ερωτικής περίπτυξης δια του ενστίκτου και μόνο.

Η αλήθεια είναι πως όλες οι γυναίκες κρύβουν μια πουτσογλύκα μέσα τους, η οποία περιμένει παθιασμένα την ώρα και τη στιγμή που θα αναπνεύσει τον καθαρό και αθώο αέρα της άδολης γκαύλας. Εξαιρούνται γυναικοειδή πρότυπα του είδους Μαρίκας Μητσοτάκη, Πάρις Χίλτον, της γειτόνισσας-φασινορομπότ με το πατσόκοιλο, τη μέση σωλήνα, το γερακίσιο μάτι (για να εποπτεύει την πεταχτούλα κόρη) και το ΜΑΤατζή σύζυγο.

- Αυτή η Ελενίτσα πως ξεπετάχτηκε έτσι ρε συ; Μπουκιά και συγχώριο είναι το θηλυκό!
- (Μετά δαγκώματος κάτω χείλους) Άσε και που να τη ξεμοναχιάσεις να δεις τι έχεις να πάθεις, σκέτη πουτσογλύκα σε λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί συνειδητή ή όχι, χυδαία απόδοση των χυδαίων αμερικανοεγγλέζικων boy / male / man-cunt, boy /man-pussy, boyhole, manhole (με την σεξουαλική έννοια κι όχι: «το άνοιγμα φρεατίου υπονόμου»).

Αναφέρεται υποτιμητικά στη σούφρα τού παθητικού και θηλυπρεπή πούστη.

Σαν βρισιά, μπορεί να προσβάλει βαρύτατα ακόμη και κωλομπαράδες (ιδιαίτερα αν προέρχεται από το ίδιο, ή χειρότερα απ’ το... βατευόμενο σινάφι, που άλλωστε έχει μια άλφα ροπή στο ξεφώνημα), αφού υπονοεί απαξιωτικότατα θηλυπρέπεια και παθητικότητα που ανέκαθεν και σε κάθε κακούργα κενωνία, λέρωναν το κούτελο κάθε αρσενικού, ακόμη κι αυτού που ξέρει καλά πώς να τη βγάζει καθαρή.

Εννοείται, πως η χρήση του όρου περιπαικτικά ή χαϊδευτικά απαιτεί κάποια ...οικειότητα.

Η στενή σεξουαλική συνάφεια μουνιού και κώλου έχει πολλάκις, απολαυστικότατα κι επαρκέστατα καταγραφεί στο σάιτ από patsis: «δύσκολο μουνί ο κώλος» και «σφιχτό μουνί ο κώλος», Vrastaman: «κωλόμουνο», iwn, Vrastaman, spydel: «από τον κώλο στο μουνί, δυο δάχτυλα και κάτι», DirtyTalking: «απ' τη ζωή στο θάνατο είν' ένα μονοπάτι και από τον κώλο στο μουνί, δυο δάχτυλα και κάτι», klanidi, John Kar: «απ' το μουνί στον κώλο», Hank: «ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος», HODJAS: «τώρα βγήκανε οι κώλοι και μπαταλιάρανε τα μουνιά» αλλά και «η παρθενιά της γυναίκας είναι από κώλο», papageno: «με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί», pinotubo, oo9oo: «με σάλιο και υπομονή ο κώλος γίνεται μουνί».

Το μόνο που έχω να προσθέσω είναι πως παίζει και το « πουστομούνι».

  1. «Θα στο κάνω μουνί. Πουστόμουνο απαλό από το γλείψιμο. Θα στο λιώσω το κωλί σου! Αχ…κωλόχειλά μου! Σαν τριαντάφυλλο στα έχω ανοίξει πούστρα
    (από ερωτικό λογοτέχνημα)

  2. Πουστόμουνο... έρχεται η ώρα σου... 35 χρόνια ήταν πολλά.... να μας φοβάσαι.... για σένα γίναμε χρυσή αυγή.... για σένα....
    (άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!!)

  3. Μόνο και μόνο για το masturbating the wargod. Άντε ρε μαλάκες να κι ένας Ωραίος. Ρε καριόλη σ' αγαπάω. Χριστοί παντού Masturbating The Wargod ρε πουστόμουνα.

  4. Πουστομούνι δηλώνει την θέση του σ’ αυτή την κοινωνία. Περιμένει να χρησιμοποιηθεί και να ξαλαφρώσει δυνατά καυλιά.
    (λεζάντα από ΧΧΧ φωτογραφία με τον εικονιζόμενο σε προ(σ)κλητικότατες πόζες)

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστείος συνδυασμός δύο κλασσικών βρισιών, των μαλάκας και χαζοβιόλης. Το νόημα γνωστό: μαλάκας, ηλίθιος, τρόμπας, αυτός που ζει στον κόσμο του εν ολίγοις...

  1. Κοίτα τον μαλακοβιόλη που πήγε και άφησε το αυτοκίνητό του... Άντε να ξεπαρκάρω εγώ τώρα...

  2. Μη διακόπτεις την κοπέλα! Πείτε μας δεσποινίς, τι τον θέλετε αυτόν τον μαλακοβιόλη; (Από τη σειρά Κων/νου κι Ελένης - δείτε το βίντεο παρακάτω στο 3:02)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλίδης ή ψωλόπουλος: είναι αυτός που πετάγεται σαν την πορδή ή σαν τσουτσού εκεί που δεν τον περιμένεις. Λέγεται συνήθως όταν οδηγούμε στον δρόμο με μια κάποια ταχύτητα και ξαφνικά στρίβει από το στενό κάποιος μπάρμπα-Μπρίλιος ή καμιά γκόμενα και μας πάει σαν την κότα με 40.

Μπορεί όμως να το πούμε και για κάποιον που πετάγεται ενώ μιλάμε.

  1. - Φάε ένα μαλάκα ψωλίδη που βγήκε από την γωνία και μ' έκοψε. Πάτα γκάζι ρε αρχίδι με σου γαμήσω το μουνί που σε πέταγε! Τι θα γίνει ρε Ψωλόπουλε! Θα φτάσουμε καμιά φορά;

  2. (Μέσα στην τάξη)
    - Ποιος είπε «όχι» το 1940;
    - Ο Μεταξάς!
    - Γιατί πετάγεσαι ρε Ψωλίδη! Άσε να πάρει καλό βαθμό και κανένας άλλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[βεν. limounada με τροπή [i>e] κατά το λιμούνι]

Η ξινή γκόμενα, προέρχεται από την σύμπτυξη των λέξεων λεμόνι και μουνί, προσδίδοντας χαρακτηριστικά του πρώτου στην φυσική υπόσταση του δευτέρου. Συνώνυμα: ξινομούνα, κακογαμημένη, Γεωργία Βασιλειάδου.

Στέλιος: Μαλάκα το μπαρ πάλι τίγκα στις ξινές ανορεξικές γκόμενες είναι...
Πάνος: Κατάλαβα... Πάλι λεμουνάδα θα πιούμε...

λεμούνι (από Khan, 16/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή σλανγκ: ο ξαναμμένος, ο ευρισκόμενος σε σεξουαλική διέγερση.

- Κάτσε καλά... πάλι σ' έπιασε ο πυρόκωλος;

- Μόλις τη βλέπισα μ' έπιασε ο πυρόκωλος!

- Να δω εγιώ τα Παπαδοπουλλούθκια τζιαί τα Κωλοκασούθκια να τα πιάνει ο πυρόκωλος.

(από peregrine, 05/12/12)

Βλ. και πύρκαυλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που διαθέτει ευμεγέθη και παράλληλα στρογγυλό κώλο. Να μην συγχέεται με την κάθε τυχάρπαστη χοντροκώλα, καθώς στην περίπτωση της καρπουζοκώλας, οι γλουτοί είναι σφιχτοί και σφαιρικοί, αυτό που λέμε τριζάτοι. Είναι αισθητικό το θέμα.

Δεν αρνούμαστε και στους εκπροσώπους του αρσενικού φύλου, το προνόμιο να χαρακτηρίζονται καρπουζοκώληδες.

1. Στον 1ο κυκλο εχει φαρδια περιφερεια και ειναι λιγο καρπουζοκώλα,την οποια οι ενδυματολογοι την κρυβουν ωραια με μπλουζες φορεματα ...

2. Τρελή καρπουζοκώλα ... 5 αστέρων! Γιατι έτσι μας αρέσουν ...

(από Khan, 28/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified