Further tags

Ο τυχερός εραστής μίας όμορφης γυναίκας.

Τον ζηλεύω τον Κώστα, είναι πολύ ομορφομούνης ο μπαγάσας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολυγαμημένος και ταλαιπωρημένος γυναικείος κόλπος, ο οποίος από τα πολλά πουτσίδια έχει ανοίξει και έχει χαλαρώσει σαν ξεφούσκωτη σαμπρέλα. Ο όρος χρησιμοποιείται και απαξιωτικά για τη γυναίκα που αλλάζει συχνά εραστές.

  1. Τι να γαμήσω ρε Γιώργο από τη γυναίκα μου πλέον; Σα σαμπρέλα είναι το μουνί της!

  2. Μ' αυτή τη σαμπρέλα πήγες και παντρεύτηκες; Νά μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα η οποία δε στροφάρει και πολύ, ειδικά στο σεξουαλικόν. Την κοζάρεις και νομίζει ότι της έφυγε η μάσκαρα, της την πέφτεις δια το πονηρόν και νομίζει ότι πας να της πουλήσεις τάπερ.

-Ρε Δημήτρη, ο Χρήστος μου είπε πριν αν θέλω να πάμε μαζί τουαλέτα. Τι να κάνουμε και οι δύο εκεί μέσα;
-Τι να θέλει να κάνετε ρε Γιώτα, να χέσετε; Πωωω είσαι εντελώς αγαθομούνα κορίτσι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμιάρα γκόμενα, αυτή που μετά από τον κώλο της το βάζεις στο μουνί και δε λέει τίποτα.

Φύγε από δω μωρή κωλομούνα, δε σε γαμάω χωρίς καπότα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του πολυτραγουδισμένου γαμοσλανγκοτέτοιου β' συστατικού -μούνα και του λαρδί, που σημαίνει «κομμάτι ζωικού λίπους, κυρίως χοιρινό, που διατηρείται και καταναλώνεται παστό ή καπνιστό» (δες). Ετυμολογικώς το λαρδί αποτελεί αντιδάνειο: < μεσαιωνική ελληνική λαρδί(ο)ν, υποκοριστικό του (ελληνιστική κοινή) λάρδος < λατινική lardum (=αλατισμένο/ παστωμένο κρέας) < αρχαία ελληνική λαρινός (=παχύς, λιπαρός).

Τη λέξη διασώζει η Ιωάννα Καρυστιάνη στο μυθιστόρημα Μικρά Αγγλία (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1997) ως χρησιμοποιούμενη στην Άνδρο. Υποτίθεται ότι η ηρωίδα, η Μοσχούλα, ήταν σλανγκομούνα before it was cool και προσπαθούσε στα εφηβικά χρόνια της να κρυφακούει και να καταγράφει εν συνεχεία σλανγκιές, μεταξύ των οποίων και το λαρδομούνα.

Η σημασία της σλανγκιάς δεν μου είναι απολύτως σαφής. Αφενός φέρεται να σημαίνει μια γυναίκα που «έπιασε ξίγκι» στο μουνί της, λόγω πολυχρόνιας αγαμίας, -συνήθως επειδή ο άντρας της ήταν ναυτικός και έλειπε καιρό στα ξένα-, και που ωσεκτουτού είναι λιγωμένη για σεχ. Αφεδύο φαίνεται να συνδέεται γενικότερα με μια χοιρινή jouissance, να δηλώνει ζουμπουρλού με την καυλή έννοια ή λιπαρό και αφράτο μουνί. (Τα δύο βέβαια αλληλοσυμπληρώνονται). Ως γαμησιάτικο μπινελίκι χρησιμοποιείται και στη μοναδική του εμφάνιση στον γούγλη.

  1. Χίλιες σκούνες και μαούνες λιγωμένες λαρδομούνες (έκφραση που διασώζει η Ιωάννα Καρυστιάνη στο μυθιστόρημα Μικρά Αγγλία, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1997, σ. 101).

  2. Όταν η Μόσχα ήταν έντεκα δώδεκα και δεκατριών ακόμα, πονηρευόταν, την έτρωγε η περιέργεια, κι όποτε η μάνα της, αραιά και πού, έπαιρνε το πανεράκι με ό,τι άρραφτο κι έβαζε πλώρη για της Μούραινας ή όπου αλλού μαζεύονταν όλες και το ασυμμάζευτο στόμα πρώτη και καλύτερη, έβρισκε αφορμή να ορμήσει άξαφνα κι ό,τι αρπάξει το αυτί της, τα αντέγραφε σε μικροσκοπικά χαρτάκια και πρωταγωνιστούσε κατόπιν στην παρέα με Κατίνα, Κική, Μαρί, ο πούτσος του κατάρτι, εξήντα αρχίδια στο βαπόρι ίσον τριάντα άντρες πλήρωμα, λαρδομούνες επειδή πιάνανε εκεί ξίγκι, αμάλαγες μήνες και χρόνια, η Αργεντινή βγάζει τις καλύτερες κουβέρτες γιατί είναι μπουρδέλο και σκέφτονται μόνο το κρεβάτι κι επίσης το πολύ λεμόνι του νησιού ξινίζει το φιλί, καμιά φορά και το πουτί. (Ibid, σ. 24)

  3. Το πήρε κατάκαρδα που ο άντρας της, που θα ήταν τάχατες μαγκωμένος εσαεί στη φάκα της κιλότας της, δε θα γύριζε ποτέ, τζάμπα και ολόσωμο τάμα στη θαυματουργή εικόνα της Θεοσκέπαστης, ο άσωτος ένστολος σε στάση προσοχής, αραίωσε από μόνη της τις συγκεντρώσεις κι ένα απόγευμα ζήτησε συγγνώμη κι έκλεισε την πόρτα της, είχε χάσει οριστικά την ευρηματικότητά της σε ερωτόλογα και απαγορευμένα, σιωπηρά είχε παραδώσει τη σκυτάλη στη χήρα του Νικηφόρου που είχε κι αυτή περάσει προ πολλού το φράγμα των εκατό οκάδων, λαρδομούνα εκ γενετής μα με λιγότερο ταλέντο από της προκατόχου. (Ibid, σ. 130)

4. Αναμφίβολα, υπάρχουν πολλές επικίνδυνες ράτσες. Επιγραμματικά θα αναφερθώ:
- στον τραγικό φορτηγατζή, ο οποίος έχει περισσότερο το νου το στο φραπέ που ισορροπεί πάνω στο τιμόνι, ενώ εστιάζει στο δρόμο μόνο και μόνο για να σφυρίξει σε οποιαδήποτε γυναίκα δει, θεωρώντας ότι κάθε γυναίκα αισθάνεται κολακευμένη και σίγουρα θα ανοίξει τη πόδια της για να τη γαμήσει ένας άπλυτος τύπος που οδηγεί φορτηγό αν της φωνάξει «μανούλι μου», «να ήμουν κιλότα με γλώσσα», «τι βυζόθρες είναι αυτές μανάρα μου», «κούνα την κωλάθρα σου λαρδομούνα μου» και άλλα εξίσου τρυφερά.

Στο 1.07 "το μουνί της Γεωργίας Βασιλειάδου πασαλειμμένο με λαρδί είναι άσχημο" ως ένα κλικ λιγότερο εμετικό από το απόλυτο ξερνάντερο. (από Khan, 13/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ηχομιμητική, αλλά κυρίως μουνιομιμητική, πρόκειται για έναν μάλλον αρνητικό χαρακτηρισμό που έχει ένα ευρύτατο φάσμα σημασιών δηλούσες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ότι κάποιος είναι μουνί, μουνιοειδής και μουνιότροπος.

Έτσι ο μανιαμούνιας μπορεί να είναι, όπως μας λέει ο έτερος ορισμός, ο ζουζουνοειδής εραστής, ο γατουλογαμούλης, ο ευαισθητοπούτσικος, ο ζουζουνιάρης, ο παιχνιδιάρης, ο σχεσάκιας, αυτός που πέφτει με τα μούτρα στο αμόρε και δεν κρατάει πισινή. Βλ. παράδειγμα 5 για πλήρη ανάλυση.

Μπορεί να είναι το γατάκι, ο φλώρος, όπως και αυτός που έχει ελλιπή ανδρισμό, ο μουνουχισμένος από δαγκανόμουνα. Αν και δεν μιλάμε για καταστάσεις γκέο βαγκέο, μπορεί και να του ξεφύγει του μανιαμούνια ένα γκεϊμπέκικο αλά Χάρης Ρώμας.

Γενικά, ο μανιαμούνιας είναι αγαθομούνης, χαζομούνης, χαζογκόμενος και οριακά χαζογκάβλης. Είναι ανθρωπάκι, ανθρωπάριο.

Μια από τις πιο συνηθισμένες σημασίες του μανιαμούνια, είναι όπως παρατηρεί ο AKDMNT σε σχόλιο του άλλου ορισμού, ο ψείρας, ο μονόχνωτος, ο τετρατριχοτόμος. Αν και φαίνεται αντιφατικό το πώς μπορεί η ίδια λέξη να δηλώσει και τον ανέμελο χαζούλη και τον σπασαρχίδη, μην ξεχνάμε ότι και τα δύο είναι απλώς διαφορετικοί τρόποι του μουνιού, αφενός του μουνιού το πανηγύρι και αφεδύο του μουνιού η γκρίνια. Πολλοί μανιαμούνιες διαπρέπουν ως απαιτητικοί γκατζετάκηδες ή ως λεπτομερέστατοι επιστήμονες. Όσοι διατείνονται ότι «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο» λογαριάζουν χωρίς τον μανιαμούνια.

Άλλοι πάλι είναι απλώς το μελαγχολικό αγόρι που ακόμη και μέσω της μανιαμουνίασής του μπορεί να προσελκύσει γκομενέτα.

Η άποψη του γούγλη: Επιφανείς μανιαμούνιες που δίνει ο γούγλης είναι ο βυζαντινοτέτοιος Χάρης Ρώμας, το μελαγχολικό αγόρι Γιώργος Παπανδρέου, ο Δημήτρης Ουγγαρέζος, o Ηλίας Κασιδιάρης και ο υπαρξυστής Søren Kierkegaard.

1. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος εξηγεί την πραγματική ιστορία πίσω από την «Ασετυλίνη»:
«Τη λέγανε κυρά-Μελέταινα και είχε για αφεντικό στο μαγαζί τον γιο της, τον Σπύρο ή Μανιαμούνια. Ο Μανιαμούνιας ήταν αδύνατος με περιποιημένη χωρίστρα, μιλούσε περίεργα και περπατούσε σαν να ήταν ξερός, σαν να μην είχε κλειδώσεις στα γόνατα και τους αγκώνες. «Είναι από το χασίσι», έλεγε ο Περωτής εδώ κι εκεί και εξηγούσε: «Δεν βλέπετε πώς είναι ο άνθρωπος; Σαν κόντρα πλακέ!». Και ήταν πράγματι ο Μανιαμούνιας ένα κομμάτι κόντρα πλακέ, ύψους ένα και εξήντα. Το μυαλό του δεν έκοβε και πολύ, έκανε πάντα λάθος στα ρέστα και όταν παρίστανε τον νταή στην αδελφή του, η Καγκουρώ τον πλάκωνε στις γρήγορες και του 'λεγε, «μούγκα Μανιαμούνια!»»

2. Μειονεκτήματα του να είσαι Ζυγός: Είσαι λίγο μανιαμούνιας. Ορισμένες φορές σου'ρχεται κολούμπρα.

3. Κόψε την πλάκα φίλε μου
Δεν είμαι μανιαμούνιας
Είμαι παιδί ντερβίσικο
Γιος της κυρά- Κατίνας

4. Τι εννοεί ο Δημήτρης Ουγγαρέζος όταν... αυτοχαρακτηρίζεται “μανιαμούνιας” και τι αποκαλύπτει για την ερωτική του ζωή; «Στα 17 μου έκανα sex για πρώτη φορά με την τότε κοπέλα μου. Είχα κερδίσει χρονιά και είχα μόλις τελειώσει το σχολείο. Βέβαια, είχαμε κάνει τις μπουρδελότσαρκές μας πιο πριν με την παρέα. Γενικά είμαι λίγο “μανιαμούνιας”» δηλώνει ο παρουσιαστής, και συνεχίζει: “Όταν ερωτεύομαι πέφτω με τα μούτρα”.

5. Μα ποιος είναι αυτός ο Μανιαμούνιας; Ο Μανιαμούνιας είναι ΑΥΤΟΣ που κάνει νιάαααου-νιάαααααου στα κεραμίδια. Είναι ο Λάμπρος, ο Παιχνιδιάρης και ο Κωλοτρίφτης ΜΑΖΙ.
Λάμπρος. Γιατί έχω εικόνες από ταινίες που χαϊδεύεται στις γυναίκες. Οι χορευτικές κινήσεις του δε είναι οι τυπικές άγαρμπες αντρικές κινήσεις ενός χορού γυναικείου. Σέικ. Σόρυ.
Παιχνιδιάρης γιατί του αρέσει να παίζει όταν δε γαμοσταυρίζει στη δουλειά, στο δρόμο εν κινήσει, στην εφορία όταν πληρώνει, στον τροχονόμο που του έκοψε κλήση για παράνομο παρκαρισμα.
Κωλοτρίφτης γιατί όταν κάνει ατασθαλία πάει και τρίβεται στον κώλο της γυναίκας του. Είναι η Ζωζώ στο αρσενικό. Πιο πολύ χάδι ... φτάνεις σε οργασμό. Έτσι. Καρεκλάτη με θέα τον Μανιαμούνια να σου τραγουδά.
Μα τι κάνει αυτός ο Μανιαμούνιας;
Ε, ότι κάνει και η Αλίκη από τα νιάτα της μέχρι και λίγο πριν πεθάνει. Νιάου.
Που μπορεί κανείς να τον εντοπίσει; Παντού. Μπορεί να είναι ο άντρας σου.
Ή ο νταής ταξιτζής συντονισμένος στον ντέρτι fm. Ή ο 11χρονος βαφτιστήρας σας που τρίβεται στην αγκαλιά σου για να του κάνεις format στο υπολογιστή και να παίξει επιτέλους φίφα 2013.
Ή ο συγχωριανός σας που με μαγκιόρικες χορευτικές κινήσεις μπορεί να σας απογειώσει και μετά να πάει στην τραγουδιάρα να της ζητήσει κ άλλη παραγγελιά.
Ή ο νεογιάπης μπιζνεσαίος ατσαλάκωτος μάνατζερ. Αυστηρός και σκληρός διαπραγματευτής.
Ή μπορεί να είναι ο CEO μιας πολυεθνικής. Ο Ιάπωνας Νάμου Νάκι Κουναμούτο.
ΠΡΟΣΟΧΗ:
Η Μανιαμουνίαση «χτυπάει» σε όλες τις ηλικίες.
Ο Μανιαμούνιας είναι κρυφός. Δεν αναγνωρίζεται στον δρόμο. Εκεί έξω μπορεί να είναι Χριστοπαναγής και σαν γυρίσει σπίτι στη φαμίλια να μεταμορφώνεται σε Ζωζώ. Οπότε αυτό τι μας κάνει; Ότι ο Κασιδιάρης μπορεί να είναι και αυτός Μανιαμούνιας.

6. Η Ελένη Ράντου είναι μια βρωμόστομη γκαρσόνα, ο Χάρης Ρώμας είναι ένας μανιαμούνιας βυζαντινολόγος και η αναγκαστική συγκατοίκησή τους προσφέρθηκε για τους πιο επικούς καβγάδες των ‘90s,

7. Ακόμα και «μανιαμούνιας» πελάτης να ήσουν, όφειλαν να σε αντιμετωπίσουν με διπλωματία και να σε κάνουν να νοιώσεις ότι καταλαβαίνουν το πρόβλημά σου.

8. τελικά δεν είμαι ο μόνος μανιαμούνιας του φόρουμ :D

9. Αν είσαι μανιαμούνιας και κατσαβιδάκιας βρες τη γραμμή που ταίζει το ABS , βάλε ένα διακοπτάκι και κόβε την παροχή όποτε θές εσύ

10. Την ίδια μέρα, που γιορτάζουμε τα γενέθλιά μας ο Κάρολος και η αφεντιά μου, έχει γενέθλια κι εκείνος ο ολίγον -συγγνώμη για το χυδαιότροπον της λέξεως- «μανιαμούνιας», ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ.

Οι ζεϊμπεκιές του Χάρη Ρώμα. (από Khan, 16/11/13)Μανιαμούνιας από το παράδειγμα 4. (από Khan, 16/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που μια γυναίκα τον έχει βάλει μέσα στο βρακί της, και είναι ωσεκτουτού μουνόδουλος, μουνοείλωτας, χαζομούνης, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος κ.τ.ό.

Μπορεί να έχει και λίγο πιο καυλή έννοια όταν σημαίνει κάποιον που κυνηγάει πολύ το μουνί ως μουνάκιας. Δεν είναι βέβαια καλό κι αυτό, καθώς δηλώνει εξάρτηση, ωστόσο μπορεί η έμφαση να πέσει στο ότι ο κιλοτάκιας είναι γαμίκουλας και όχι μόνο στη μουνοδουλίασή του. Συνήθως πάντως ο όρος είναι μειωτικός, επικεντρώνοντας στην έλλειψη ανεξαρτησίας του κιλοτάκια.

  1. Ορισμός εδώ: Κιλοτάκιας: Κατευθυνόμενα ανδρίδια που χαίρουν μετριότατης εκτιμήσεως και από τις ίδιες τις συντρόφους, μανάδες, φιλενάδες, αδελφάδες που τους κατευθύνουν, διότι τον κατευθυνόμενο πολλές τον επόθησαν, ελάχιστες τον εκτίμησαν.

  2. Εδώ πλήρης ανάλυση:

Είδος ανδρός ανεξάντλητο, αειθαλές και αεικίνητο. Από δω στρίβεις το κεφάλι, από το κει το πας να σου και ένας κιλοτάκιας με χαμόγελο crest να σε κοιτά και να σου λέει: «δεν θα πεθάνω ποτές, ό,τι και αν λες, όπου και αν πας, εδώ κοντά μου θα γυρνάς!».

Διάβαζα τις προάλλες τον «BHMagazino» και «τα λόγια της πιάτσας» του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου. Κάπου στα λήμματα της Μπεο-Ψωμιαδο-Μαρινακικής και λοιπών περιόδου, εντοπίζω και το εκ της τελευταίας εσοδείας λήμμα της ελληνικής- προσαρμοζόμενο στα ποδοσφαιρικά- «κιλοτάκιας» που αποκαλεί ο προσφιλής Αχιλλεύς Μπέος βεβαίως – βεβαίως, κάποιον άγνωστο από τον Βόλο. «Τι με λες;» είπα στον εαυτό μου, «έχουν τέτοιους και οι ‘όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω;».

  1. «Καλύτερα σεισμόπληκτος, ζητιάνος και πρεζάκιας, παρά κυριλέ χλεχλές λούλης και κιλοτάκιας». (Από τους στίχους εδώ).

(από Khan, 17/04/13)Στο 2.00. (από Khan, 17/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφορά σε αιδοίο, που αναδύει τη γνωστή... μυρωδιά ψαριού. Κάργα στην απλυσιά είτε για λόγους υγιεινής (όπως λέει η κάτοχός του «γιατί τα τεχνητά καθαριστικά χαλάνε το φυσικό pH του κόλπου»), είτε λόγω αγαμίας/παρθενιά.

- Σκύβω να τη γλείψω δικέ μου και έμεινα.
- Τόσο ωραίο ήταν το μουνί της;
- Δεν ξέρω, δεν πρόλαβα να δω. Σχεδόν λιποθύμισα από τις αναθυμιάσεις.
- Πάλι σε ψαρομούνα έπεσες;;;

(από earendil_ath, 14/12/12)

Σχετικά: μπακαλιαρίλα, καμένο ντουί και το ευρύτερο μουνίλα. Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ξενέρωτη γκόμενα. Ντεκαβλέ. Ψυχρή συναισθηματικά και ερωτικά, και συνεπώς άπαρτη.

Βλ. -μούνα.

Από το νέτι:

-Καμια κρυομουνα ξενερωτη ψευτοσεμνοτυφη γκομενα θα εισαι! Απο μπροστα παρθενα και απο πισω μπαινουν τρενα! Αντε και γαμησου ρε τσολι ...

-Η καλεσμένη Σπεράντζα Βρανά χαρακτήρισε ανύπαντρη 35άρα τηλεθέατρια που επί 5 χρόνια δεν είχε σχέση, «κρυομούνα».

-Ποιο να'ναι το αντιστοιχο του «μαλακοκαυλης»για τις γυναικες; Υποθετω«κρυομουνα»;

Η πιο κρυομούνα από τα Bond girls. (από Khan, 28/11/12)

βλ. και παγόμουνο, ice queen

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, σχετικά συνώνυμος με τον μουνίκακα, στο πιο μαλακουάζ του. Συνήθως υποδηλώνει τον κρετίνο, κάποιες φορές υποχόνδριο άνδρα, ο οποίος τυγχάνει να είναι ταυτόχρονα αγαθοβιόλης και μουνόδουλος. Συντάσσεται τόσο προσδιοριστικά («είναι απαλομουνίδας» όσο και ποσοτικά («πόσο απαλομουνίδας είσαι»).

- Ρε συ, τα' μαθες για τον Σάββα ; Πάλι του σβούριξε χυλόπιτα η Έλενα!
- Έλα ρε ! Καλά πότε πρόλαβε και χώνεψε την προηγούμενη που του είχε ρίξει ;
- Έλα ντε! Νόμιζε ότι επειδή τον πήρε προχτές τηλέφωνο να τον ρωτήσει κάτι για τη σχολή, μετάνοιωσε που τον απέρριψε την περασμένη εβδομάδα.
- Μα πόσο απαλομουνίδας γίνεται ο μαλάκας ώρες-ώρες !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified