Further tags

νεόγερος, νεόγρια

Νέοι άνθρωποι με παλιακό τρόπο σκέψης και έκφρασης. Η γερολαία, οι παιδαριογέροντες, τα γεροντόπαιδα.
Είναι και τα "άτομα που θεωρούνται μεγάλοι για να ασχολούνται πλέον με κάποια συγκεκριμένη δραστηριότητα (π.χ: ξεσταχιασμένοι ποδοσφαιριστές)". (GATZMAN στο 'γερολαία', βλέπε και παράδειγμα 6).

  1. ΚΛΕΙΔΩΣΤΕ ΤΟΥΣ ΓΕΡΟΥΣ ΣΠΙΤΙ ΓΙΑ ΝΑ ΕΡΘΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΓΕΡΟΙ (εδώ)

  2. -Eφημερίδα Η ΑΥΓΗ @AvgiOnline: Πάταξη της φοροδιαφυγής για τη μείωση των φόρων: http://youtu.be/EJkPTI8vzQA?a
    -Τον βλέπω λες κ βλέπω γέρο. Περίεργες προσωπικότητες. Νεόγεροι.
    -Ακριβώς, και διάνα. Νεόγερος. Στην ερτ1 όπου έβγαλε διάγγελμα, όταν του μετέφεραν ερωτήσεις ακροατών είπε "μ' έστησες" Γέρος (εδώ)

  3. Η Ελλάδα ανήκει στον λαό της Αλέξη, ναι. Σ'αυτόν τον λαό τον γεμάτο νεόγερους και νεόγριες. Να τον χαιρόμαστε. #denuparxeielpida #ekloges14 (εδώ)

  4. -Στόχος η δημοκρατική ανατροπή με μπροστάρη τη νέα γενιά. http://www.youtube.com/watch?v=MkgqjDDEPW0&feature=share&list=UU0SmAqRlJp6gqI4xAGtDqEw
    -αχ, λεξιλογιο εξηνταρας, νεογρια (εδώ)

  5. Σκέφτομαι Τί έχω ακούσει αυτές τις μέρες και ψιλοπάω Νταχάου άνετα. κομπλεξικές νεόγριες, ανασφαλείς χασικλίδες, ανήμπορες θεότητες..#WTF (εδώ)

  6. -Αφου θες δωσε τα λεφτα & παρε καποιον περιπου ισαξιο του Τορρες. Γελαει ΟΛΟ το νησι & κλαινε οι φιλοι
    -παντως ουτε ο Τορες αξιζει αυτα τα λεφτα. Ειναι νεογερος. Παιζει απο τα 18. Ψιλοκαηκε. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο νέος -ηλικιακά- ανθρώπας, που είτε γιατί έπαθε γιδιαίτερη μόρφωση και κουλτούρα, ή λόγω μενταλιτέ ή γιδεολογίας, υπολογίζεται πχια περσσότερο ως μέλος της γερολαίας.

Συνώνυμο: ο πάσχων από μπαμπανίαση.

Άλλες σημασίες:
α. Η ironick λέει ότι γεροντόπαιδο είναι το παιδί της γεροντομάνας.
β. Ελληνιστί, έτσι αποκαλείται ο ευβλόγερ Old Boy. (παράδειγμα 6)

  1. -Σήμερα μου είπαν δυο συριζαίες, (μεγάλες γυναίκες) "μα πώς μπορείς νέος άνθρωπος να είσαι Ελιά"...
    -Απάντησες "Μπορεί να είμαι νέος ληξιαρχικά, στην πραγματικότητα όμως είμαι γεροντόπαιδο"; (εδώ)

  2. Κάτια Δανδουλάκη: «Ήμουν σαν ένα γεροντόπαιδο» (εδώ)

  3. -I see νεανικά κορμιά με γερασμένες ψυχές people.
    -Γεροντόπαιδα λέγονται.

  4. Γεροντόπαιδα. Η αποθέωση του κλισέ: "Στη Βουλή των εφήβων, είναι πιο γέροι κι απ τον Παπούλια. #boring"

  5. -Γιατί η ΕΣΗΕΑ δεν εντάσσει στους κόλπους της όλα αυτά τα παιδιά που δουλεύουν με 300 ευρώ το μήνα, μαύρα, 6 ή 7 μέρες την εβδομάδα;
    -γιατί δεν τους θελει. Έχουν ήδη τα γεροντόπαιδα εκει σκοτούρες, δεν ειναι για καινουργιους μπελαδες και τρεχαματα!!!!! (εδώ)

  6. Δεν μας αφοράς ρε Χριστόδουλε Ξηρέ. http://old-boy.blogspot.gr/2014/01/blog-post_21.html … Για άλλη μια φορά, το γεροντόπαιδο με βγάζει απ' τον κόπο. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μειράκιο που παριστάνει τον μεγάλο, το μουστάκι του θυμίζει τρίχες απ' τ' αρχίδια, αφού.

Δες εδώ τον αρχιδομούστακο που μου θέλει και γκόμενα!

Σημείωση: Το παράδειγμα είναι από προφορική επικοινωνία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρ."πιάνω" με διττή σημασία. Αφενός με την έννοια του "αγγίζω" αφετέρου με την έννοια του "φυτρώνω/μου φύτρωσε". Το «μαλλί» δεν είν’ άλλο από το ηβικό τρίχωμα. Κατά κυριολεξία ομιλούμε για την μεταβατική εκείνη περίοδο από την παιδική ηλικία στην εφηβεία, οπότε και "το δέρμα, που καλύπτει το εφηβαίο/εφήβαιο, εμφανίζει τρίχωμα."

Πελοποννησιακής κατασκευής και προελεύσεως απευθύνεται κατά κανόνα σε αρσενικούς και σημαίνει το βάπτισμα του πυρός, την ενηλικίωση, την άνδρωση, την ωρίμανση, το κόψιμο των μαλακιών και επιτέλους την ανάληψη ευθυνών.

Πέον να σημειωθεί ότι χρησιμοποιείται κυρίως αποθετικά (τ. «δεν έχει πιάσει μαλλί ακόμα»), όπως ο κύριος όγκος των πελοποννησιακών εκφράσεων που το΄χουν σε κακό να πουν ένα καλό λόγο κι επιφυλάσσουν τα εγκώμια για πολιτικές συγκεντρώσεις.

Περαιτέρω, ο εν λόγω χαρακτηρισμός συνοδεύεται από (εντελώς-τελείως) τοπικά επιρρημοεμπρόθετα (από κα'/ 'κει κα΄/ ΄σα κα΄) κι ενίοτε τον ακολουθούν λιτές -άνευ λογικής σύνδεσης- ιστορίες από την νοτιοελλαδική ύπαιθρο, τις οποίες οι προ εξήνταζ γεννημένοι Πελοποννήσιοι- τηλικαύτης ευκαιρίας δοθείσης- αναμασούν κατά καιρούς και ορθώς ποιούν ενόψει του τρόμου να απωλεσθεί εις την λήθην ένα ελληνικότατο παρελθόν. Αν ο Νταλί ήτο Έλλην; Από την Γορτυνία θα κατήγετο αδιαμφισβήτητα*.

Συμπερασματικά, στα μάτια του γέροντος Πελοποννησίου -του οποίου η βουκολικά πλασμένη φαντασία ταξιδεύει συχνά σε ολβίες εποχές όπου έφηβοι τσοπανάκοι ήσαν πια έτοιμοι να φυλάξουν προβατάκια- ο φέρελπις νέος, νιούμπης, νιούφης, ρούκης και τα τοιαύτα, δείχνει να έχει ευρωστία, νεότητα, ενθουσιασμό, όχι όμως και εμπειρία, αφού είναι ακόμα άτριχος, “δεν έχει πιάσει μαλλί” (δεν τον εμπιστεύεσαι ούτε για προβατοφύλαξη δλδ, ως επίκειται να του επισημανθεί).

Συνώνυμο, αλλά και αντώνυμο, πρέπει να είναι το βαρβατσέλι (= βαρβάτο νεαρό ζώο) καθότι η πελοποννησιακή αργκό μπορεί να είναι πολλά πράγματα, αλλά άκαμπτη δεν τη λες.

*μια απλή ανάγνωση τυχαίων στίχων από τα δημοτικά τραγούδια της περιοχής αρκεί για να πείσει οιονδήποτε για του λόγου το αληθές.

Γερο- Πλάτων: Μια βοσκοπουυυούλα αγαααάπησα, μια ζηλεμεεεεένη κοοόρη, και την αγααααάπησα πολυυυυυύ, ήμουν αλαααααάλητο πουλιιιιί, δέκα χρονών αγοοοοόρι.
Γερο- Γιώργος - Αφού δεν είχες πιάσει μαgλλί από κα’ ρε μπουζάκι , μηνjήθελες να την μαρκαgλίσεις κιόλα; Κι όμως, θυμάσαι δέκα χρονώνε που τραβάγαμε αχάραγο για το φυστίκι με μια τσιγαρίδα στην τσέπη για πρωινό;
Γερο- Πλάτων: Από τη μέεεεση με άααααρπαξε, με φιιιίλησε στο στοοοόμα και μούπε για αναστεναγμουουουουοούς, για της αγάπης τους καϋμουουουουούς είσαι μικρός ακοοοοοόμα.
Γερο -Γιώργος: κρίμα ρε, τέτοιο βαρβατσέgλι και να μην επωφεgληθεί η παράgλυτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Ανορθόγραφο υποκοριστικό του γνωστού «κρόσσι»: νηματοειδής απόληξη του στημονιού της ύφανσης, ως διακοσμητικό τελείωμα χαλιών, υφασμάτων κτλ. όπως διαβεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος εδώ.

B) Στα σινάφια των μηχανόβιων, χαϊδευτικό – υποκοριστικό για μηχανάκι για διαδρομές εκτός ασφάλτου (χώμα, λάσπη, ανώμαλος δρόμος, φευ! επαρχιακές οδοί).

Δεν υπάρχει έφηβος, κι όχι μόνο, με το πειραγμένο γονίδιο που να μην το πόθησε κολασμένα, συχνά περισσότερο κι από τη γκόμενα που έβαζε να καθίσει στο παπί του. Κάτι η εκτοξευμένη σε άλλη πίστα εκτίμηση των γύρω με τα ίδια μυαλά, κάτι η εντύπωση μιας επικίνδυνης αλητείας που σε πάει παντού και κυρίως, η σιγουριά που δίνει το μουγκρητό ανάμεσα στα σκέλια, πως το αντριλίκι αυξάνει με τα σκονισμένα χιλιόμετρα, δεν είναι και λίγα σαν ανταπόδοση μιας επένδυσης που κόστισε κάμποσες λιγότερο ή περισσότερο μίζερες εργατοώρες εδώ κι εκεί.

Προφανώς, από το αγγλικό «motocross»: αγώνες ανώμαλου εδάφους.
Συμπληρωματικό / εναντιωματικό: «στριτάκι».

Γ) Στα σινάφια μπουρδελιάρηδων και δη, όσων τους αρέσουν τα ξινά, νεαρός (συνήθως)… αρτιμελής έως αρτιμελέστατος, που τη βρίσκει με το να δίνει κώλο (αλλά και για το γάμιστρο) ντυμένος από ξέκωλο έως θεόμουνο, αντίστοιχο στοκάρισμα, περούκα και ανάλογα κοσμήματα, φρου φρου κι αρώματα.
Ασφαλώς, οι θηλυπρεπείς με τον αντίστοιχο… αέρα πείθουν περισσότερο ανεβάζοντας (μάλλον) τη… διάθεση.

Προφανώς από το αγγλικό «crossdresser»: παρενδυτικός.
Συνώνυμα: «τραβεστί» (συγκριτικά, σχεδόν κυριλέ), τραβέλι (συγκριτικά, κάπως πιο μπρουτάλ - υποτιμητικό).
Να μην συγχέεται με το τρανς.
Συντομογραφία: «cd».

  1. Επιεικώς γελοίο το βίντεο όμως.
    Έστω και διαφημιστικό που ήταν θα μπορούσαν να ετοιμάσουν το μηχανάκι (τακούνια καμιά ανάρτηση) να γυρίσουν κάνα πλάνο της προκοπής. Όχι να βάλουν τα SS και τα κροσάκια να σέρνονται για να φανεί ότι το στρώμα πάει. Και να πηδάει και 20 πόντους lol

(Η κριτική για το εδώ βίδεο).

  1. Είμαι 41 χρονών 1.85 υψος,110 κιλά, γυμνασμένος καθαρός και θα ήθελα να γνωρίσω ένα κροσάκι πολύ θηλυπρεπή (…sic) να ντύνεται με ρούχα γυναικεία, να έχει ωραίο σώμα, και να με βγάλει ωραία γούστα στο κρεβάτι. Είναι πρώτη φορά που βάζω αγγελία δεν έχω ξαναβάλει πότε. Και τέλος θα ήθελα να είναι μικρής ηλικίας.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μικραί κατηγορίαι ψωλινών:

  • Το φέρον ακόρεστον λιβιδινικόν πάθος νεαρό ψωλοκόριτσο.
  • Το έλασσον τσουτσούνιον, ουχί απαραιτήτως το παιδικόν τοιαύτον.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

1.
« Να σας πω εγώ τό γιατί;... Γιατί καυλώνετε πάρα πολύ και θέλετε, νοµίζω, να παίξετε πάλι µαζύ µου... Τό βλέπω, ξέρετε, από πολλή ώρα και απ' τό βουνό που σχηµατίζει η φουσκωµένη πούτσα σας στο παντελόνι σας, µπροστά, και απ' τό γλυκοπασπάτεµα που τής κάνετε κάθε τόσο » είπε µε χαριτωµένην φυσικότητα η αγγελική κορασίς, διακόπτουσα τόν Αιµίλιον. « Ωωωχ!... Ωχ, ναι!... Ακριβώς... Και θα δής, Ψωλίνα µου, τι όµορφα που θα σε κάνω να χαρής, και πόσο θα χαρώ και εγώ µαζύ σου! » ανεφώνησε ο καυλωµένος καλλιτέχνης

2.
«Ἄαα!.. Ἄαααα!… Ἄααααχ!…» ἔκαμε πάλιν μὲ ἄκραν ἡδυπάθειαν τὸ ἀγόρι, ενῶ ἡ ψωλή του ἔχουσα πλέον φουσκώσει καὶ επιμηκυνθεῖ πολύ καθώς τῆς ὡμιλοῦσε ό γαργαλῶν αὐτὴν μουσικός, χωρὶς νὰ εἶναι τεράστια ἢ τοῦ τύπου ἐκείνου πού συνήθως ὀνομάζεται «ψωλάρα», εἰς τὸν βαθμόν τῆς εξογκώσεως ποὺ εἶχε φτάσει, δὲν ἦτο πλέον δυνατόν, ἔξω ἀπὸ τὴν χαϊδευτικήν ἔννοια αὐτῶν τῶν λέξεων, νὰ ὀνομάζεται «ψωλίτσα», «ψωλίνα», ἢ «ψωλέττα», ἀλλὰ ψωλή, τοὐτέστιν πούτσα διαστάσεων σεβαστῶν, ἀφοῦ, χωρὶς νὰ ἔχει εἰσέτι διαστάσεις πούτσου ἀνδρὸς πλήρως ἀνεπτυγμένου (καὶ μάλιστα καυλωμένου), εἶχε ἐν τούτοις φτάσει, ὡς πρὸς τὸ μῆκος, τὰς διαστάσεις αλλᾶντος τῆς Φραγκφούρτης κανονικοῦ μεγέθους, ὑπερβαίνουσα ὅμως κατὰ τὸ πάχος αἰσθητῶς, τὸ σύνηθες χόνδρος τῶν λουκανίκων αυτοῦ τοῦ εἴδους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τις λέξεις πούστης και μικρούλα. Η πουστρούλα είναι πάντα παθητική. Η ηλικία της κυμαίνεται μεταξύ 13-14 εφηβικό και 23-24 μετεφηβικό στάδιο a.k.a. στάδιο του εκκολαπτόμενου πούστη. Οπωσδήποτε όμως κάτω των 25. Η πουστρούλα πάει σχολείο ή σπουδάζει συνήθως κομμωτική, ονυχοπλαστική, ενδυματολογία, θεατρικές σπουδές κτλ.

Η εξωτερική της εμφάνιση είναι από θηλυπρεπής έως θηλυπρεπέστατη και τονίζεται από παντελή απουσία τριχοφυϊας στο σώμα και το πρόσωπο (λόγω έλλειψης τεστοστερόνης), μακρυά ή μέσου μήκους μαλλιά και εξεζητημένα/προκλητικά χτενίσματα, μακιγιάζ στο πρόσωπο κτλ.

Οι συνήθεις σωματικές διαστάσεις μιας πουστρούλας είναι παρόμοιες με εκείνες μιας συνηθισμένης αδύνατης και μικρόσωμης γυναίκας: 1,50-1,70 εκ. ύψος και 45-70 κιλά βάρος χωρίς αυτό να αποκλείει και την ύπαρξη φυσικά μεγαλύτερων διαστάσεων (νταρντανοπουστρούλες).

Ψυχικά η πουστρούλα είναι συνήθως μπερδεμένη λόγω της νεαρής της ηλικίας για την μετέπειτα πορεία της ζωής της. Ακροβατεί και αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο επιλογές. Το σχετικά εύκολο μονοπάτι του κλασσικού πούστη και το σχετικά δύσκολο και δυσβάσταχτο ηθικά, επαγγελματικά και κοινωνικά μονοπάτι της τραβεστί.

- Ρε συ τι ήταν αυτό που έκατσε στο διπλανό τραπέζι; Αγόρι ή κορίτσι;
- Αγόρι ήτανε ρε φίλε, την είδες βάψιμο την πουστρούλα; χαχαχα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα της τουμπανοξαδέλφης, το μικρό κοριτσάκι που όλοι το φωνάζαμε Βαγγελίτσα από μικρό και ξαφνικά ξεπετάγεται μέσα σε λίγα χρόνια και γίνεται τούμπανο σαν τη Λίντα Ευαγγελίστα.

- Καλά θα φορτωθούμε και την ξαδέρφη του τώρα;
- Άμα τη δεις θα αλλάξεις γνώμη. Η μικρή έχει γίνει Λίντα Ευαγγελίτσα τώρα. Τρελό τούμπανο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βαθμιαία συντηρητικοποίηση ενός ατόμου (σχετικά) νεαρής ηλικίας ώστε σταδιακά να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά και τις απόψεις μιας ηλικιωμένης γυναίκας, κοινώς «μπάμπως».

Κοίτα να δεις ο Βαγγέλης έπαθε μπαμπανίαση, τον πειράζει το ποτό, τον ενοχλεί η δυνατή μουσική και πιστεύει πως ο άνθρωπος μετά τα 30 πρέπει να κοιμάται στις 10 το βράδυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το «Ευγενειωτάκι» ή «Ευγενιωτάκι», που είναι υποκοριστικό του «Ευγενειώτης - Ευγενειώτισα» ή «Ευγενιώτης - Ευγενιώτισα» , που είναι ο/η κάτοικος της περιοχής-γειτονιάς «Ευγένεια» , στο Κερατσίνι. Η χρήση του υποκοριστικού υποδηλώνει χαρίεσσα διάθεση, συμπάθεια, οικειότητα ή στάση θετική και φιλική, λόγω της καταγωγής κάποιου από τη συγκεκριμένη περιοχή ή λόγω κοινής καταγωγής από τον ίδιο τόπο. Γενικώς αποφεύγεται να χρησιμοποιείται για ηλικιωμένους γιατί προκαλεί θυμηδία η ηλικία σε σχέση με το υποκοριστικό, εκτός κι αν λέγεται χιουμοριστικά ή σατιρικά. Μια άλλη χρήση της λέξης μπορεί να είναι για μικρά παιδιά ή εφήβους που κατοικούν στην Ευγένεια.

  1. - Τον ξέρεις αυτόν; - Ναι μωρέ, ευγενιωτάκι είναι κι αυτός, μένει στην πλατεία.

  2. Τα ευγενιωτάκια ραντεβού το Σάββατο στο πολιτιστικό κέντρο για το γλέντι μας.

  1. Είναι και τα δύο ευγενιωτάκια, άσχετο αν μένουν στα Μελίσσια τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified