Further tags

Μεγάλο χάλι, απερίγραπτο. Ο Μιχάλης κολλάει χάριν ρυθμού και ρίμας.

  1. - Καλά δεν ήταν χθες, τελικά;
    - Τι καλά ρε μαλάκα, το χάλι του Μιχάλη ήταν το μαγαζί... Σκατομουσική, σκατόκοσμος, σκατοποτά, γάμησέ τα, δεν καθόμουν σπίτι καλύτερα αντί να σ' ακούσω...

  2. - Βγάλ' το αυτό το φόρεμα, δεν σου πάει καθόλου. Το χάλι του Μιχάλη είσαι μ' αυτό.

(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αποκλειστικά τουριστικό μέρος, θέρετρο, κατάστημα, εστιατόριο, αλλά και προϊόν (φωτογραφία, ντοκιμαντέρ, ρούχο, κόσμημα, αντικείμενο κλπ).

Είναι συνώνυμο της μέτριας έως κακής (και πάντως κιτς) πχιόττας.

- Πάμε να φάμε προς Πλάκα μεριά;
- Μπα, αηδίες είναι όλα εκεί, πολύ τούριστ.
- Ε κάτι θα βρούμε, δε μπορεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε κάτι που δεν μας αρέσει η δεν συμφωνούμε. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πληθώρα εκφράσεων με ευρεία έννοια από καθημερινές στιγμές μέχρι ακραίες όπου μπορείς να πεις ότι ταυτίζεται με το το μαλακία και το για τον πούτσο.

Από το Φούτσιν > Φου-τσιν > τσιν.

  1. - Η συμπεριφορά του Νίκου είναι απαράδεκτη, είναι εντελώς τσιν!

  2. - Πω πω μαλακίες μας έλεγε ο Πάνος για την κρεπερί, τσιν η κρέπα!

  3. - Η μουσική σε αυτό το club είναι τσιν... (= Η μουσική δεν είναι του γούστου μου ή είναι άθλια...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως μη ανδροπρεπής χαιρετισμός, αλλά και ως εκδήλωση θαυμασμού. Συχνά την χρησιμοποιεί κανείς όταν θέλει να μιμηθεί κάποιον gay γιαυτό και η λέξη αυτή είναι άμεσα συνδεδεμένη με τους ομοφυλόφιλους.

- Γιαννάαααααακηηη; Τσουτσουμπρούτζου!

- Τι καλέ αυτός δηλαδή είναι τσουτσουμπρούτζου τελείως;

- Άσε με ρε μαλάκα, εγώ είμαι άντρας, δεν τα μπορώ αυτά τα τσουτσουμπρούτζου.

ΑΜΑΝ (τσουτσουμπρούτσου) (από patsis, 09/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμάτος, ο σούπερ, ο γουάου. Σπάνιος σλανγκισμός από τη δεκαετία του '90 και τα Λύκεια. Υποτίθεται αγγλισμός του γαμάτου.

- Μπήκες στο slang.gr, το site που σου είπα;
- Μπήκα, φίλε μου, κι έπαθα την πλάκα μου! Φακάτο!

Πίπη Φακ... ιδομύτη (από GATZMAN, 04/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που σου αρέσει πολύ, ο φοβερός και γαμιστερός μαζί.

  2. Αυτός που σε κάνει να φοβάσαι, ο τρομακτικός (κυριολεκτικά).

Και στις δύο σημασίες του, πρόκειται για σλανγκίζοντα όρο που χρησιμοποιείται κυρίως από κοπέλες, σχηματισμένος από το «φοβίζω», κατά το πρότυπο του «γαμιστερός» (<«γαμίζω», όπως λεγόταν κάποτε το γαμάω).

  1. Είδα ένα θριλεράκι πολύ φοβιστερό.

  2. Καλά, αυτό το φορεματάκι είναι φοβιστερό, φιλενάδα! Πού το ψώνισες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα Friskies (προφανώς απ’ το εγγλέζικο frisk: χοροπηδώ παιχνιδιάρικα, frisky: ζωηρός/ πεταχτός) της εταιρείας Purina που αποτελεί παρακλάδι της πολυεθνικής Nestlé, το ξέρουν κι οι κότες, είναι μάρκα ζωοτροφών για σκύλους και γάτες.

Ο όρος όμως χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά μεν, πλην περισσότερο χαριτωμένα παρά συγκαλυμμένα:

● μια συγκεκριμένη ράτσα σκύλων – αοιδών (αλλά και των θαυμαστών τους), που σνομπάρουν οι εγχώριες καλλιτεχνικές ελίτ και τα Μέγαρα Μουσικής, αν και τα προϊόντα του ταλέντου τους χαρακτηρίζουν αδιαμφισβήτητα την πολιτιστική ζωή των νεοελλήνων,

● τους χώρους διασκέδασης κοινώς γνωστά ως σκυλάδικα, όπου πραγματοποιούνται διονυσιακά η εκτόνωση αλλά κι η εκδήλωση κάθε νταλκά, παρέα με την επίδειξη του μοναδικού ταπεραμέντου της φυλής στον τομέα δημόσια διασκέδαση και

● τα ομώνυμα άσματα με τους απαράμιλλους σε πρόκληση πλείστων συναισθημάτων στίχους, που αργά ή γρήγορα θα βρουν μια κάποια θέση στη λαογραφία.

Η εκτόξευση λουλουδιών στον τραγουδιστή αποτελεί μια καθόλα ευγενή συνήθεια που όμως στα σκυλάδικα η επιδεικτική κατάχρησή της και στους ενθουσιασμένους χορευτές και δη χορεύτριες, αποτελεί θεσμό εκ των ουκ άνευ.

Εξού κυκλοφορεί η δηλωτική του ποιού του τραγουδιστή αλλά και του γούστου κάποιου ατόμου υποτιμητική έκφραση «του/της πετάνε φρίσκις».

Ιδιαίτερη κατηγορία σκύλου αποτελεί ο πιστός κομματόσκυλος.
Υπονοώντας, πάντα υποτιμητικά και απαξιωτικά, τόσο αυτόν όσο και την ενίοτε γκουρμέ ανταμοιβή του, κυκλοφορεί η έκφραση «τον ταΐζουν φρίσκις».

Παρεμπιπτόντως: ελλείψει άλλων κονσερβών στα ράφια των σουπερμάρκετ και μπροστά στο φάσμα του εξ ασιτίας θανάτου λόγω κάποιας ντεμέκ επικείμενης καταστροφής, προνοητικοί ή πανικόβλητοι Έλληνες καταναλωτές (όπως το δει καθείς) που παίρνουν το ζήτημα επιβίωση πολύ σοβαρά, καβαντζώνουν τις εν λόγω αλλά και ομοειδείς κονσέρβες καλού - κακού.

Λόγω γαστριμαργικού ταμπού, κόντρα στις Αρχές μου, αδυνατώ να επιβεβαιώσω τις φήμες για το απολύτως ανεκτό της γεύσης και τη διατροφική αξία τους.

  1. Το δεύτερο ημιχρόνιο διαδραματίστηκε στο bar estilo ιδέα του Τάσου και όπως καταλαβαίνετε ένα κομβόι από τζιπ κατηφόριζε για να πούμε και ένα τραγουδάκι. Και όπως πολύ καλά μυριστήκατε οι περισσότεροι χάθηκε η μπάλα εκεί (…). Σαμπάνιες, ουίσκι, σφηνάκια, ζεϊμπεκιές, χαρτοπετσέτες, ποτήρια ιπτάμενα που λόγο της βαρύτητας έσκαγαν στο πάτωμα, ένας τύπος με μια άσπρη τούφα εκεί που χόρευε ξαφνικά τον έβλεπες σαν τον Peter Pan να εκτοξεύεται πάνω στο μπαρ και να τραβάει φωτογραφίες, ρεπερτόριο από Καζαντζίδη και Χρηστάκη μέχρι Γονίδη και Τερζή. Δεν περιγράφω άλλο. Και λέμε κατά τις 5, δεν πάμε γιατί τα φρίσκις δεν τα γλυτώνουμε απόψε; Και όλοι με μια φωνή αναφώνησαν ναιιιιιιιιιιιιιι! Έλα όμως που ο Τάσος είχε άλλη άποψη και εγώ είμαι και λίγο επιρρεπής…

  2. - Στο μαγαζί πώς πάνε τα πράγματα από άποψη κίνησης; Κακά τα ψέματα, Βασίλη, είναι ακριβές οι τιμές, γενικά.
    - Ο κόσμος έρχεται γιατί για ένα τέτοιο σχήμα δεν είναι ακριβές οι τιμές. Έχουμε ανεβεί 36 άτομα από την Αθήνα, δεν είναι καθόλου ακριβές. Ακριβά είναι τα άλλα, τα φρίσκις, που άλλωστε είναι και χώροι επίδειξης κομπλεξισμού, χλιδής κτλ.

(09/05/10. Ρωτά η Έλσα Σπυριδοπούλου - Απαντά ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου)

  1. Στη δισκογραφία της Πάολας, φρίσκις ό,τι τραγούδι θες.

  2. Ρε άντε από ‘κει ρε λούληδες φλώροι που θα μιλήσετε για τη Μαντώ και το αν είναι διασκευή ή όχι. Στα παπάρια μου κιόλας. Τέτοια φωνή δεν έχει ξαναβγεί στην Ελλάδα. Επειδή δεν έκανε καριέρα με το μουνί της σαν κάτι σκυλούδες μπάολες θα τη βγάλετε και άχρηστη. Μπαγλαμάδες. Αυτή φταίει που δε γεννήθηκε σε καμιά χώρα της προκοπής να κάνει διεθνή καριέρα. Τραβάτε στα σκυλοτροφεία που μεγαλώσατε ν' ακούσετε την παγώνα την Kαραμήτσου και να της πετάτε φρίσκις στην πίστα. Βλαχαδερά, άμουσα υποκείμενα.

  3. … γράφεις ότι όλος ο θόρυβος για υποβρύχια που γέρνουν ήταν για κλάματα. Για ψάξε λίγο το ιστορικό της υπόθεσης, όχι μόνο πασοκικές θεωρίες που σε βολεύουν. Τελικά τα κομματόσκυλα σάς ταΐζουν με φρίσκις; Με αυτά που γράφεις είσαι εσύ για κλάματα.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Πορνοστάρ- σκυλί ατάιστο με το χαρακτηριστικό καλλιτεχνικό όνομα W(h)iska. Εδώ σε ακτιβιστικό στιγμιότυπο με τις Femen, καθώς διώκεται για πολιτικούς λόγους στην Ουκρανία. (από Khan, 25/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η τουαλέτα, εκ του Αλβανικού hale. Προφέρεται με βαρύ σαλονικιώτικο λ για να είναι πιο χορταστικό. Παρότι η λέξη δεν είναι χυδαία, το άκουσμά της προκαλεί αποτροπιασμό στους «καθωσπρέπει» γύρω μας. Είναι αυτό που λεν οι Άγγλοι «crude expression». Ιδανική η χρήση του όταν θέλουμε να συγχύσουμε καμιά θείτσα.

  2. Το χαμένο κορμί, ο τίποτας, το ρεμάλι, το κατακάθι, ο τελευταίος. Συνήθως άεργος, παράσιτο της κενωνίας, πότης, τζογαδόρος και ό,τι άλλο κουσούρι μπορεί να φανταστεί κανείς. Μία λέξη τα καλύπτει όλα.

  1. Η θεία: - Πού πας αγόρι μου;
    Το οργισμένο νιάτο ανηψιός: - Στο χαλέ πάω ρε θειά! Θες να 'ρθείς;
    Η θεία:- Τσ τσ τσ! Τί εκφράσεις θεέ μου...

  2. - Τα'μαθες; Κόψαν το ρεύμα στο σπίτι του Τάκη.
    - Τελέρε! Έχει δυσκολίες ο Τάκης;
    - Τι δυσκολίες μωρέ; Το ρεμάλι έπαιξε το μισθό του στο στοίχημα.
    - Α καλά μιλάμε για μεγαααααάλο χαλέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».

Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).

Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...

  1. Από εδώ:
    «Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»

  2. (διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
    - Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
    - Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!

Θέλεις και λεζάντα, μωράκι μου; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 24/05/10)(από jesus, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified