Further tags

Σύνθετη λέξη (ξεφτίλα + πούστης) που χαρακτηρίζει τον ομοφυλόφιλο που κάνει κρα λόγω της κραυγαλέας θυληπρεπούς του εμφάνισης που συνδυάζεται με γυναικεία φωνή και γενικότερα γυναικωτούς τρόπους.

Ρε τον ξεφτιλόπουστα! Βαμμένο μάτι και φτερά στην πλάτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νεραϊδιάρικο παιδοβούβαλο, με ό,τι δεινά αυτό συνεπάγεται.

1. Σκέφτομαι ότι η βασική μαλακία του ΓΑΠ, όσον αφορά τον ίδιο και το κόμμα του, ήταν που επέμενε στις πρόωρες εκλογές και δεν άφησε το νεραϊδοβούβαλο να υποστεί το μαρτύριο μέχρι τέλους φτάνοντας το χρέος στο 300%...

2.Πορωτικές λεξούλες - Βοθρολύματα, Κερχελέδες, (μου έφυγε το) Κλαπέτο, Εκτόπλασμα, Μπάμ Τιριλέμ, Τσιριμώκο, Νεραϊδοβούβαλος, (Λαπαδερός) Γουρδούπακας, Φραμπαλάς.

(από Khan, 28/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, η κολομπίνα, ο οπισθαιδοίος.

- Ωραίο παιδί ο Γκάνος.
- Πρωκτοκλειτορίδας να μην ήταν μόνο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μαμαδογιαγιαδίστικος χαρακτηρισμός του επιδειξία. Παλαιάς κοπής βεβαίως βεβαίως, σήμερα είναι πλέον σε αχρηστία.

  2. Επίσης μαμαδογιαγιαδίστικος χαρακτηρισμός για τους ομοφυλόφιλους. Χρησιμοποιείται ακόμα από ομοφοβικούς και ταλιμπάν όλων των θρησκευτικών αποχρώσεων.

Πέον να σημειωθεί ότι τόοοτε δεν είχε και τόσο αρνητική χροιά όσο σήμερα, ήταν μάλλον μία (ψευδο)επιστημονική προσέγγιση βασισμένη στις αντιλήψεις της εποχής. Αρκεί να θυμηθούμε ότι γιατροί και επιστήμονες θεωρούσαν την ομοφυλοφιλία «ασθένεια» κι έψαχναν τρόπους θεραπείας, από ψυχανάλυση μέχρι ηλεκτροσόκ.

  1. Να πας να μου πάρεις δύο αβγά και 100γρ καφέ. Κάτσε να σου δώσω την αυγοθήκη να σου βάλει μέσα τα αβγά. Και πρόσεξε μην τα σπάσεις. Και να του πεις «είπε η γιαγιά μου τα αβγά να είναι φρέσκα» και τον καφέ να σου τον κόψει εκείνη την ώρα, να μην σου δώσει απ' αυτούς που έχει έτοιμους σε σακουλάκι, να του πεις «η γιαγιά μου μού είπε να είναι φρε-σκο-κομ-μέ-νος», το θυμάσαι; έτσι να του πεις! και να μετρήσεις τα ρέστα -μη σε κοροϊδέψει- δύο δραχμές να σου δώσει πίσω και ένα πενηνταράκι. Και να μην πας να κόψεις δρόμο από το πάρκο, μπορεί να είναι κανένας ανώμαλος και να σου δείξει το τσουτσούνι του. Από τον δρόμο να πας, από την μέση του δρόμου, να σε βλέπω απ το παράθυρο.

  2. - Κάτσε να δούμε αυτό το έργο, για να καταλάβεις, αυτή η ξανθιά, όταν ήταν μικρή την βίασαν και μετά έγινε ανώμαλη και αγαπάει αυτήν, που είναι αρραβωνιασμένη με ...
    - Τι ανώμαλη ρε θειά! λεσβία είναι!
    - Οχι-όχι! είναι καλό κορίτσι, αν δεν την βίαζε εκείνο το κάθαρμα δεν θα γινόταν ανώμαλη.
    - Χαϊντάααα!

Ε μα πχια! (από Khan, 09/05/13)(από Khan, 07/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί συνειδητή ή όχι, χυδαία απόδοση των χυδαίων αμερικανοεγγλέζικων boy / male / man-cunt, boy /man-pussy, boyhole, manhole (με την σεξουαλική έννοια κι όχι: «το άνοιγμα φρεατίου υπονόμου»).

Αναφέρεται υποτιμητικά στη σούφρα τού παθητικού και θηλυπρεπή πούστη.

Σαν βρισιά, μπορεί να προσβάλει βαρύτατα ακόμη και κωλομπαράδες (ιδιαίτερα αν προέρχεται από το ίδιο, ή χειρότερα απ’ το... βατευόμενο σινάφι, που άλλωστε έχει μια άλφα ροπή στο ξεφώνημα), αφού υπονοεί απαξιωτικότατα θηλυπρέπεια και παθητικότητα που ανέκαθεν και σε κάθε κακούργα κενωνία, λέρωναν το κούτελο κάθε αρσενικού, ακόμη κι αυτού που ξέρει καλά πώς να τη βγάζει καθαρή.

Εννοείται, πως η χρήση του όρου περιπαικτικά ή χαϊδευτικά απαιτεί κάποια ...οικειότητα.

Η στενή σεξουαλική συνάφεια μουνιού και κώλου έχει πολλάκις, απολαυστικότατα κι επαρκέστατα καταγραφεί στο σάιτ από patsis: «δύσκολο μουνί ο κώλος» και «σφιχτό μουνί ο κώλος», Vrastaman: «κωλόμουνο», iwn, Vrastaman, spydel: «από τον κώλο στο μουνί, δυο δάχτυλα και κάτι», DirtyTalking: «απ' τη ζωή στο θάνατο είν' ένα μονοπάτι και από τον κώλο στο μουνί, δυο δάχτυλα και κάτι», klanidi, John Kar: «απ' το μουνί στον κώλο», Hank: «ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος», HODJAS: «τώρα βγήκανε οι κώλοι και μπαταλιάρανε τα μουνιά» αλλά και «η παρθενιά της γυναίκας είναι από κώλο», papageno: «με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί», pinotubo, oo9oo: «με σάλιο και υπομονή ο κώλος γίνεται μουνί».

Το μόνο που έχω να προσθέσω είναι πως παίζει και το « πουστομούνι».

  1. «Θα στο κάνω μουνί. Πουστόμουνο απαλό από το γλείψιμο. Θα στο λιώσω το κωλί σου! Αχ…κωλόχειλά μου! Σαν τριαντάφυλλο στα έχω ανοίξει πούστρα
    (από ερωτικό λογοτέχνημα)

  2. Πουστόμουνο... έρχεται η ώρα σου... 35 χρόνια ήταν πολλά.... να μας φοβάσαι.... για σένα γίναμε χρυσή αυγή.... για σένα....
    (άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!!)

  3. Μόνο και μόνο για το masturbating the wargod. Άντε ρε μαλάκες να κι ένας Ωραίος. Ρε καριόλη σ' αγαπάω. Χριστοί παντού Masturbating The Wargod ρε πουστόμουνα.

  4. Πουστομούνι δηλώνει την θέση του σ’ αυτή την κοινωνία. Περιμένει να χρησιμοποιηθεί και να ξαλαφρώσει δυνατά καυλιά.
    (λεζάντα από ΧΧΧ φωτογραφία με τον εικονιζόμενο σε προ(σ)κλητικότατες πόζες)

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα τελειωμένη (και των δύο φύλων) που γαμιέται με όλους και τα πίνει όλα, χάπια, ουίσκια και κόκα κόλα. Χρησιμοποιείται κυρίως ως βαριά βρισιά-προσβόλα, αλλά ενίοτε πανηγυρίζεται σε καυλο-ιστοριούλες ή παστικούς διαλόγους όπου πρέπει να εξαρθεί η ολοκληρωτική αυτοπαράδοση του ερωμένου /-ης.

  1. Καθολου οξυμωρο, ειναι ζωη αυτη να σε χρησιμοποιουν τοσα ατομα σα χυσοκανατα; Οπως ειπα και πιο πριν, γαμησι, φαι, υπνος, αυτη ειναι η ζωη τους.
    μπράβο ;)
    αισθάνονται όμως όμορφα μέσα στην αθλιότητά τους! (Εδώ).

  2. α ναι τον θυμαμαι αυτον...αλλος ενας ηθοποιος «εναλλακτικος εραστης» για «σκεπτομενες» γκομενες που πακετο με τον μουζουρακη προσπαθουσε να πασαρει το λαμπρακοκαναλο πριν κατι χρονια...κανει ταιριαστο ζευγαρι με την χυσοκανατα του κομματικου σωληνα που παντρευτηκε.... (Εδώ).

  3. 23 χρονος, άτριχος, ψάχνει άγριο και σκληρό επιβήτορα για να με κάνει χυσοκανατα του !!!!
    Πάνω απ όλα όμως ψάχνω για αισθήματα !!! (Εδώ).

(από Khan, 09/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως μη ανδροπρεπής χαιρετισμός, αλλά και ως εκδήλωση θαυμασμού. Συχνά την χρησιμοποιεί κανείς όταν θέλει να μιμηθεί κάποιον gay γιαυτό και η λέξη αυτή είναι άμεσα συνδεδεμένη με τους ομοφυλόφιλους.

- Γιαννάαααααακηηη; Τσουτσουμπρούτζου!

- Τι καλέ αυτός δηλαδή είναι τσουτσουμπρούτζου τελείως;

- Άσε με ρε μαλάκα, εγώ είμαι άντρας, δεν τα μπορώ αυτά τα τσουτσουμπρούτζου.

ΑΜΑΝ (τσουτσουμπρούτσου) (από patsis, 09/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορίζεται ως ο ομοφυλόφιλος του οποίου ο πρωκτός είναι τούνελ διπλής κατεύθυνσης, ρουφάει άγγιχτα, με ταμπλό και τρίποντα, καρφώματα και λέι-απ, ενώ προσομοιάζει και σε πουστερία.

Η παραπομπή σε μπασκέτα έχει και λαογραφικό χαρακτήρα, καθώς το μπάσκετ είναι άθλημα στο οποίο υπερτερούν οι μαύροι αθλητές, καθώς έχουν μεγαλύτερα προσόντα, ενώ η άμυνα είναι πάντα man to man.

- Ὲεεεεεεεελα Σούλη, καλέ τι ψωλαράς ήταν αυτός ο Τζο; Μου έκανε τον κώλο μπασκέτα!
- Χα χα χου χα τι μου λες χρυσό μου! Σου έκανε και κάρφωμα;
- Τι να σου πω! Καλέ μου έσκισε το διχτάκι... Εν τω μεταξύ είχε τόσο μεγάλα αρχίδια που πήγαιναν αίρμπολ και χτυπούσαν τα δικά μου.... Εν τω μεταξύ ήρθε και ένας φίλος του από το Τόγκο μετά...
- Και; Και...;
- Καλά αυτός τον είχε πιο μεγάλο... Μου πετούσε τα τρίποντα άγγιχτα από τα 7,25! - Μμμμμμ... Ζηλεύωωωωω..... Εγώ γνώρισα έναν χθες στο glory hole, και ήταν στραβοψώλης... Με ραβέρσες σκόραρε!

(από dk636, 11/06/12)(από dk636, 11/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για διακριτική επισήμανση κρυπτοαδερφής, που αφήνει όμως σαφή υπονοούμενα προς τους βαθείς γνώστες των αδυναμιών αυτού του τύπου.

Προέρχεται από ελληνοποίηση των λέξεων nice ass.

- Και κει που την έχουμε πέσει και πίνουμε τα μπυρόνια μας, σκάει μύτη ένας γνωστός του Μάκη απ' τη δουλειά. Βλέπω χαμηλοκάβαλο πανταλόνι, σκύβει κιόλα να βγάλει γουέτ χάνκι να δροσιστεί, νάσου το σωβρακολάστιχο πούγραφε και TAKIS, σκύβω στο Μήτσο του λέω «Νά κι΄ο κύριος Ναϊσάς, είχε δεν είχε μας προέκυψε στην παρέα...»
- Άντε ρε ομοφοβικέ, με αποπαίρνει ο Μήτσος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και στυλιαροκαταπότης. Εκείνη/-ος που καταπίνει το στυλιάρι (πέος). Τίτλος που τον αποδίδουμε σε λάτρεις του deepthroating, γυναίκες ή ομοφυλόφιλους με ιδιαίτερη έφεση στο να καταπίνουν με σχετική ευκολία το αντρικό μόριο.

Μαλάκα μου το πήρε κάτω όλο για πλάκα! Μου το εξαφάνισε! Τι στυλιαροκαταπότρα είν' αυτή;

(από gaidouragathos, 05/04/12)My one desire, my only wish is to be eaten... (από Mr. Cadmus, 05/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified