Μικρόσωμος ποδοσφαιριστής με έφεση στην πονηριά.
Προσέξτε τον κοντοπούτανο, το δεκάρι, όταν βγαίνει από πίσω.
Μικρόσωμος ποδοσφαιριστής με έφεση στην πονηριά.
Προσέξτε τον κοντοπούτανο, το δεκάρι, όταν βγαίνει από πίσω.
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ ογκώδης, εύσωμος, πληθωρικός, ο ντουλάπας, αλλά περισσότερο με την έννοια του πολύ χοντρού. Ο όρος ήταν και παρατσούκλι - σήμα κατατεθέν του πολιτικού Μιλτιάδη Έβερτ, που έχει μείνει γνωστός για τον πολιτικό του πληθωρισμό και την αγάπη του στις μακαρονάδες.
Συνώνυμο: «Είμαι μακαρονάς, τι να κάνουμε;» (από διαφημιστικό σποτ με τον Γιάννη Μπέζο)
Θα μας αφήσουν να μπούμε στο κλαμπ με τέτοια ρούχα αυτοί οι μπουλντόζες;
(Από «Ριζοσπάστη», το 1998).
Οδοστρωτήρας και μπουλντόζα.
Καθόλου ικανοποιημένος δεν είναι από τους ρυθμούς επιβολής αντιλαϊκών μέτρων από την κυβέρνηση Σημίτη ο Μ. Εβερτ. «Σκληρά μέτρα; Πού τα είδατε;», αναρωτήθηκε δήθεν αφελώς στη χθεσινή συνέντευξή του ο πρώην πρόεδρος της ΝΔ. Και για να μην υπάρχει αμφιβολία για το τι εννοεί, έσπευσε να αναφέρει, ως παράδειγμα, ότι το νομοσχέδιο για τις εργασιακές σχέσεις όχι μόνο δεν έδωσε λύσεις, αλλά τις έκανε «πιο ανελαστικές απ' ό,τι στο παρελθόν» (!). Ας μην ανησυχεί τόσο. Η κυβέρνηση Σημίτη γνωρίζει πολύ καλά, ότι μπορεί να υπολογίζει πως δίπλα στο δικό της οδοστρωτήρα ισοπέδωσης των λαϊκών κατακτήσεων, βρίσκεται η μπουλντόζα του Εβερτ.
Got a better definition? Add it!
Κατσικαννιάρης, -α, -ικο: (μειωτ.) αυτός που έχει πόδια κατσικιού. ΣΥΝ. στραβοκάννης, στραβοπόδης.
ΕΤΥΜ.: < κατσίκα + καννιά (τα πόδια) >
- Τι φάουλ μωρή σερπαντίνα, κατσικαννιάρη, τραγί, μούσχαρε εε μούσχαρε !!!
- Βγάλ' τον έξω σε παρακαλώ πάρα πολύ!
- 'Ντάξει, 'ντάξει, τέλος, τέλος, 'ντάξει θα κάτσω εδώ φρόνιμος, ήσυχος θα κάτσω. Έλα πάμε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνώνυμο των: γκομενάρα, θεά, μουνάρα.
Βγαίνει από το γαλλικό «τρε ζολί» με προσθήκη του ελληνικού όρου για το αιδοίο.
(Δεν το κατατάσσω στα πρόστυχα γιατί ως γνωστών δεν υπάρχουν τέτοιες λέξεις αλλά πρόστυχα είναι μόνο τα μυαλά των ανθρώπων, επίσης ούτε σεξιστικό θα το χαρακτήριζα για τον ίδιο λόγο).
-Είδες το Ελενάκι πως έφτιαξε...;
-Ναι ρε μαλάκα, τρε μουνί!
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς το μυγοκούραδο. Δηλαδή ο τιποτένιος, ο ουτιδανός άνθρωπος αξιολογικά, ή ο πολύ μικρόσωμος, ή ο αντιπαθητικός.
(Από το τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά: «Η υβρεοπομπή»):
Τα κωλοτρυπίδια να βαράνε τις σάλπιγγες
Και τα μυγοχέσματα να δίνουν εντολές
Να ρυθμίζουν με σφυρίχτρα το εν-δυο οι μικροτσούτσουνοι
Το πόδι να βαράνε οι το στανιό μου μέσα
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΑΣΜΑ
Φοίβος Δεληβοριάς. «Η Υβρεοπομπή».
Ανήκω κι εγώ στη σωρεία των ανθρώπων
Που βλέπουν το στρατό σαν κάτι άχρηστο εντελώς
Μα ωστόσο διδάχτηκα και επηρεάστηκα
Απ΄ το τάγμα το ανέστιο των υβριστών. Λέω
Υπάρχει μία σκοτεινή κοιτίδα στο Έθνος
Που δύναται λεοντόκαρδα ν΄ αντιπαρατεθεί
Στους έξωθεν κίνδυνους
Σε Φράγκους κι Αγαρηνούς
Και αυτή είναι η Ελληνική υβρεοποιία.
Φαντάσου μια στιγμή μιαν ολονύχτια παρέλαση
Να σχίζει όλη την Εγνατία οδό
Και αντί για ονόματα
Διαιρέσεις σε σώματα
Να ΄ναι συντεταγμένη με αυτό τον τρόπο:
Τα μουνιά καπέλα, οι πάρε τ' αρχίδια μου
Οι την Παναχαϊκή μου και τα χεζοβολιά
Να ακολουθούν τα παινεμένα μουνόπανα
Του κώλου τα εννιάμερα κι οι γάμησέ τα
Ακόμα πιο μπροστά να είναι οι μαλακοκάβληδες
Οι φτωχομπινέδες κι οι πουτάνας γιοι
Με τύμπανα πιο κει οι ηρωικοί κλαπαρχίδηδες
Τα μαλακιστήρια κι οι κλασομπανιέρες.
Τα κωλοτρυπίδια να βαράνε τις σάλπιγγες
Και τα μυγοχέσματα να δίνουν εντολές
Να ρυθμίζουν με σφυρίχτρα το εν-δυο οι μικροτσούτσουνοι
Το πόδι να βαράνε οι το στανιό μου μέσα
Να υπάρχει ένα μεσαίο μέρος με ύβρεις κοινότοπες
Οι άντε και γαμήσου οι παλιοπούστη και λοιπά
Και αντί για ιερατείο να προπορεύονται οι βλάσφημοι
Που αυτά που λεν΄ δεν είναι για να τ΄ αναφέρω.
Τέλος μπροστά μπροστά κι εν είδει παραστάτη
Αγκαλιά η πουτάνα και το γαμώ τα παιδιά
Και μελαγχολικός κρατώντας τίμιο λάβαρο
Ν΄ ανοίγει την πομπή ο εθνικός μαλάκας.
Απόψε που σου γράφω μπαίνω στον μήνα τον ένατο
Στο θάλαμο το ημίφως μου σκεπάζει την ψυχή
Σε θέλω, σε σκέφτομαι κι απλώς ονειρεύομαι
Σε σένα να τελειώνει αυτός ο κάτω κόσμος.
Εγώ που δε βρίζω, που αυτοπεριορίζομαι
Που ψάχνω μες τη γλώσσα μιαν αρχαία πηγή
Δυο χρόνια απ' το χρόνο μου αφήνω τον κόσμο μου
Και ζω στο πίσω μέρος της δημιουργίας
Πληγές, βωμολοχίες κι αλλήλοταπεινώσεις
Κάτω απ΄ τη μπότα ενός επινοημένου διοικητή
Κι εγώ ο αόρατος στη βάση του δόρατος
να κλαίω και να γελάω με την πομπή της ύβρης.
Got a better definition? Add it!
Ένα μάλλον μικρό πετρόψαρο που έχει τη φήμη ότι είναι πολύ κουτό.
Μεταφορικά, ο βλάκας. Ειδικότερα, ο βλάκας που κοιτάει με το βλέμμα απλανές και - οπωσδήποτε αυτό - το στόμα ανοιχτό. Κατ' επέκταση, και το κορόιδο, το εξαιρετικά εύπιστο άτομο.
Χρησιμοποιείται κυρίως στη φράση «Τι κοιτάς σαν χάνος, ρε;» - ή, εναλλακτικά, «τι χάσκεις σαν χάνος;». Είναι ερωτήσεις που κλασικά απευθύνουμε σε τύπο που έχει καρφωθεί είτε διότι έχει μείνει μαλάκας λόγω έκπληξης είτε διότι έχει αφαιρεθεί τελείως είτε διότι υπάρχει μια προσωρινή διακοπή στη δορυφορική επικοινωνία με τον πλανήτη του. Χαρακτηρίζοντας τον χάνο, υπονοούμε ότι αυτή η έκφραση του προσώπου είναι και ασφαλής ένδειξη χαμηλού άι-κιου. Πιο συγκεκριμένα, υπονοείται ότι και άτομο με τέτοια φάτσα όποια παπάρα και να του πουν θα την πιστέψει - από δω και η φράση «το έχαψε σα χάνος».
Όλα αυτά διότι ο χάνος θεωρείται το κατ' εξοχήν χαζό ψάρι.
όταν ανεβεί στη βάρκα έχει το μάτι γουρλωμένο και το στόμα ορθάνοιχτο
Βεβαίως, οι χαζοί χάνοι ευδοκιμούν και οι τσιπούρες που περνιούνται για ξύπνιες, μαγκιόρες κι αλανιάρες κοντεύουν να εξαφανιστούν.
Τι έχεις πάθει ρε παιδί μου και με κοιτάς σα χάνος; Σκουρδουμπλούκου; Έλα, ξεκόλλα.
- Μα... (αντιγραφή από το παράδειγμα στο λήμμα σκουρδουμπλούκου)
- Τι χάσκεις σα χάνος, ρε; Πρώτη φορά βλέπεις τραβέλι με τρία αρχίδια να πιπώνεται μόνο του; Καουμπόικα στο χωριό σου δεν είχατε;
Κοντεύει να μην μείνει ούτε μια πράσινη σπιθαμή δάσους και σεις παίζετε παιχνιδάκια,για να χρυσώσετε το χάπι στον Έλληνα! Δεν φταίτε κύριε υπουργέ, ούτε σεις ούτε η κυβέρνησή σας, όντως! Φταίει ο Έλληνας που πίστεψε ότι είσασταν οι σωτήρες του! Φταίει ο Έλληνας που έχαψε τα ψέμματα σαν τον χάνο! (από εδώ))
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται για κάποιον που έχει μεγάλα προσόντα, που είναι κατάσταση ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ, που είναι Γκουσγκούνης ή Peter North, αν δεν έχετε καταλάβει ακόμα, να το πω πιο παραστατικά, που έχει μια πούτσα Νάα μετά συγχωρήσεως.
Συνώνυμο: Την έχει γαϊδουρίσια.
Λέγεται ότι με την πρόοδο της Βιοτεχνολογίας, στις επόμενες δεκαετίες θα είναι δυνατή η πρόσληψη γονιδίων από άλλα ζώα, κι έτσι αυτό το έως τώρα χιμαιρικό όνειρο πολλών (και των τριών φύλων) θα γίνει πραγματικότητα.
Βάγγελας: Κι εκεί που ήταν να παίξω εντός έδρας με την Λίλιαν, βλέπει αυτή τον μπαργαλάτσο μου και μου δείχνει οφσάιντ.
«Βάγγελα, μου λέει, δεν γίνεται! Την έχεις αλογίσια! Θα πονέσει».
Περικλής: Δεν θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά τα ίδια έχει πει και σε μένα. Αλογίσια και πρασιν' άλογα! Παλιό το κόλπο!
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του: την έχει αλογίσια.
Λέγεται γι' αυτόν που λόγω μεγέθους κυρίως μπορεί άμα λάχει και να γαμήσει γαϊδάρα στον ανήφορο, και άμα λάχει και να την γκαστρώσει κιόλας. (Για το τελευταίο μόνο υπάρχουν μερικές αμφιβολίες, αλλά χέστηκε η φοράδα Σταλλόνε).
Λέγεται ότι με την πρόοδο της Βιοτεχνολογίας, στις επόμενες δεκαετίες θα είναι δυνατή η πρόσληψη γονιδίων από άλλα ζώα, κι έτσι αυτό το έως τώρα χιμαιρικό όνειρο πολλών (και των τριών φύλων) θα γίνει πραγματικότητα.
Βάγγελας: Κι εκεί που η Λίλιαν διάβαζε ένα βιβλίο, ξέρεις από αυτά τα φθηνά, πήγε να πνιγεί η άμοιρη!
«Αμάν ρε Βάγγελα, μου λέει, την έχεις γαϊδουρίσια».
Μένιος: Και τι απέγινε;
Βάγγελας: Δε λέω, είναι μελετηρό κορίτσι, αλλά ήταν μια κατάσταση ήτανε στραβό το κλήμα, τό 'φαγε κι ο γάιδαρος!
Got a better definition? Add it!
Στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων έτσι ονομάζονται οι κορασίδες ενός ευαγούς ιδρύματος, που αποτελούν σωστό Σίλικον Βάλεϋ. Αλλά επειδή πρόκειται για την πλειοψηφία των κορασίδων, οι ονομασίες συνήθως αποδίδονται σε αυτές, που κάνει πιο πολύ μπαμ.
Υπάρχει η εξής διάκριση:
Η Σιλικονέλλα βγαίνει από ονόματα όπως Μπαρμπαρέλλα, Εμμανουέλλα κ.ο.κ. Δηλαδή πρόκειται για μια τριφασική μουνάρα με πολλά κυβικά, με μπαλκόνια κι εξώστες οικοδομηθέντες μεν αυθαιρέτως πλην συνάδοντες με την αγριάδα της νταρντάνας που πάντοτε ήταν. Με λίγα λόγια, η σιλικόνη και τα ξυλοπόδαρα είναι απλώς αυτό που έλειπε για να ολοκληρωθεί το εγγενές ύφος της. Είναι μια Αμαζόνα σαν την Ζίνα, (αν κι εδώ έχουμε σχήμα οξύμωρο, γιατί «μαζός» στα αρχαία σημαίνει στήθος κι οι Αμαζόνες ήταν αυτές που δεν είχαν στήθος, οι αβυζαλέες, γιατί το έκοβαν για να μπορούν να πολεμούν καλύτερα στην μάχη - αυτή είναι η θλιβερή αλήθεια που μας την αποκρύβουν «Αμαζόνες» σαν την Ζίνα).
Αντιθέτως, η Σιλικονίτα (κατά το Λολίτα, Ανίτα, Αμίτα) είναι η μινιόν κορασίς, το γλυκότροπο χαριτωμένο κοντοπούτανο. Νάνος, αλλά με κάτι βυζιά νάαααα, αν μου επιτρέπεται σλανγκικώς η παράφραση. Που όσο μπόι της λείπει το πήρε στην περιφέρεια στήθους, έστω κι αν χρειάστηκε να βάλει κι ο Φουστάνος λίγο το χεράκι του. Πάντως, η σιλικονάτη παρέμβαση της ταιριάζει, γιατί αναπληρώνει ως προσόν το ανύπαρκτο ύψος (μαζί με τα ξυλοπόδαρα).
Οι δύο σιλικονούχες ανταποκρίνονται σε διαφορετικά γούστα ή απλώς διαφορετικές στιγμές. Η Σιλικονέλλα είναι γι' αυτούς που αντέχουν και μπορεί τα βυζοσκάμπιλά της να είναι ολέθρια. Η Σιλικονίτα είναι πιο λυγερή, και μπορεί να συνδυάσει αυτήν την ευκινησία με ένα πολύ καλό bouncing των νεόδμητων όπλων της. Ε, να μην το κουράζω άλλο, τα υπόλοιπα τα φαντάζεστε...
(Εννοείται ότι τα παραπάνω μπορούν να ισχύσουν και για χαρακτηρισμούς εκτός των ευαγών ιδρυμάτων).
- Ήταν χθες στο [...] club η Ιζαμπέλλα η Σιλικονέλλα;
- Όχι, αλλά ήταν η Ανίτα η Σιλικονίτα !
(διάλογος απ' το πάλαι ποτέ διαλάμψαν bourdela.com)
Got a better definition? Add it!
Υπερθετικός του φούστη. Με έλξη από την λέξη «φούστα», το «φουστάνι», την «φούστα-μπλούζα», την φούστα, μπλούζα κι ελαφριά πούδρα.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με τον γνωστό πλαστικό χειρουργό Ανδρέα Φουστάνο είναι εντελώς συμπτωματική. Ίσως πάλι και να μην είναι...
Ίσως ο Φουστάνος να είναι ο φούστης που υπεβλήθη σε επέμβαση.
Trivia: Στα λατινικά «fustis» σημαίνει ξύλινο ρόπαλο. Ενδιαφέρον!
- Νομίζω ότι ο Σάκης την πλάθει την πλαστελίνη! Την έχει κάνει την φουστιά του! - Ουουου, έχει περάσει από Φουστάνους αυτός!
Got a better definition? Add it!