(I don't speak Great Britain)
Η έκφραση έχει προέλθει από τα εις την Μεγάλην Βρετανίαν εκπαιδευόμενα των Ελλήνων τέκνα. Xρησιμοποιήθηκε από τα εν λόγω τέκνα όταν δεν ήθελαν να εμπλακούν σε συζήτηση με ιθαγενή της φιλοξενούσας χώρας η οποία συζήτηση γνώριζαν ότι δεν θα είχε αίσιο τέλος για τον εαυτό τους. Εικάζεται ότι η πρώτη χρήση της φράσης έγινε από φοιτητή ο οποίος δέχθηκε στο σπίτι του επίσκεψη αστυνομικού που ήθελε να εξετάσει αν ο εν λόγω φοιτητής είχε νόμιμη συνδρομή στην καλωδιακή τηλεόραση. Και εξηγώ:
Στην Γηραιά Αλβιώνα το σύνολο των τηλεοπτικών καναλιών παρέχεται μέσω καλωδιακής σύνδεσης (με ορισμένα κανάλια να έχουν ελεύθερο σήμα και άλλα κωδικοποιημένο). Η συνδρομή στο βασικό πακέτο της καλωδιακής γίνεται με την αγορά τηλεοπτικού δέκτη. Σε περίπτωση δε που έχεις ήδη τηλεοπτικό δέκτη πρέπει να δηλώσεις ότι έχεις τηλεόραση για να πληρώσεις την βασική συνδρομή. Οι Ελληνάρες φοιτητές όμως θεώρησαν ότι, εφόσον τα βασικά κανάλια παρέχονται με ελεύθερο σήμα, δεν υπάρχει λόγος να δηλώσουν τις τηλεοράσεις τους και άρα να πληρώσουν συνδρομή. Έλα όμως που κάπου την πιάσανε την ιστορία οι Άγγλοι και βγήκαν στην παγανιά με ραδιογωνιόμετρα (ναι όπως κάνανε οι ναζί στην Κατοχή για να βρουν τα ραδιόφωνα). Μια μέρα λοιπόν, κατά την έρευνά τους σταματήσαν μπροστά από το σπίτι ενός Έλληνα φοιτητή, καθώς είχαν σήμα ότι μέσα υπήρχε τηλεόραση και ήθελαν να ελέγξουν το νόμιμο της υπόθεσης. Όταν βγήκε στην πόρτα ο Ελληνάρας, οι Άγγλοι του είπαν κάτι στο «Good morning sir, we would like to ask you some questions about your TV set». Ο υποψιασμένος Ελληνάρας, αφού τους κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα με αποχαυνωμένο βλέμμα, απάντησε με εξωφρενική προφορά “Aι ντοντ σπικ γκρειτ μπριταν”. Η εξέλιξη της υπόθεσης ανήκει στο μύθο. Κατά μία άποψη οι Άγγλοι αστυνομικοί τον ευχαρίστησαν και φύγανε, κατά μία άλλη τον μπουζουριάσανε.
Από τότε, λέμε τώρα, η έκφραση άρχισε να χρησιμοποιείται από άλλους Έλληνες φοιτητές για παρόμοιες καταστάσεις στην Αγγλία. Έγινε όμως και εισαγωγή της το επόμενο καλοκαίρι στη Ελλάδα και άρχισε να χρησιμοποιείται με σλανγκ χαρακτήρα σε περιπτώσεις που, ενώ γνωρίζουμε ένα θέμα και έχουμε πληροφορίες, δεν θέλουμε να μιλήσουμε για το θέμα αυτό.
Η χρήση της φράσης μπορεί να υποδηλώνει:
α. είτε την πραγματική άρνησή μας να μιλήσουμε για ένα θέμα που γνωρίζουμε, γιατί δεν μας συμφέρει να μιλήσουμε (ή λόγω όρκου εμπιστευτικότητας που έχουμε δώσει σε άλλον), βλέπε Παράδειγμα 1
β. την επιθυμίας μας να λάβουμε αντάλλαγμα για τις πληροφορίες που θα δώσουμε σε περίπτωση που θα σπάσουμε τον όρκο σιωπής (ρουφιανόβγαλμα), βλέπε Παράδειγμα 2.
Η διαφοροποίηση μεταξύ περίπτωσης α και β, δέον να γίνεται, δε, με την χρήση διαφορετικής προφοράς κατά την εκφώνηση της έκφρασης. Στην περίπτωση α προσπαθούμε να χρησιμοποιήσουμε πραγματική Οξφορδιανή προφορά, ενώ στην περίπτωση β την πιο βαριά Ελληνική προφορά των Αγγλικών που μπορούμε να έχουμε.
- Τι γίνεται τελικά με την θέση του Προέδρου; Ποίος θα την πάρει τώρα που φεύγει ο δεινόσαυρος;
- I don't speak Great Britain
- Κατάλαβα, ξέρεις αλλά δεν θέλεις να πεις.
- Τι έγινε ρε Γιάννη χθες; Ο Τάκης έπιασε λέει την Μαρία στα πράσα. Τι ξέρεις;
- Αι ντοντ σπικ γκρειτ μπριταν καλή μου Λίλιαν.
- Κατάλαβα, τι θες για να πεις;
- Ένα τσιμπουκάκι ίσως;
- Άει χάσου ρε σεξοπορνοδιεστράμμενε!