(Προφέρεται «βέρια»)

Προέλευση: σύμπτυξη 2 λέξεων, βέρι (=νταραβέρι) + area (αγγλ. = χώρος).

Είναι ο χώρος που είναι γνωστός λόγω του ότι γίνονται νταραβέρια (κυρίως με ναρκωτικά), παράνομες συναναστροφές μεταξύ περίεργων. Βarea είναι συνήθως πάρκα, εκκλησίες και πλατείες (στην Αθήνα η πιο γνωστή είναι η Ομόνοια).

*Το λήμμα δεν σχετίζεται με την πόλη Βέροια (εκτός αν κάποιος ξέρει κάτι καλό εκεί).

- Ρε φίλε, που θα βρούμε εδώ πέρα κάποιον να γίνουμε;
- Άραξε, έχω ακούσει ότι είναι μια πλατεία εδώ κοντά, κλασσική βarea!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Βόρεια Ελλάδα (Νομός Πέλλας σίγουρα) είναι το τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο. Στην υπόλοιπη χώρα η λέξη χρησιμοποιείται μόνο για το ιταλικό ποτό που συγγενεύει με το τσίπουρο, την grappa.

Σε αντίθεση με την λέξη «τσίπουρο», όπου συνήθως πρέπει να διευκρινίσεις αν θέλεις με γλυκάνισο ή χωρίς, με την γράπα η συνεννόηση είναι γκαραντί. Και το ποτό έρχεται, συνεπώς, γρηγορότερα.

- Μάστορα! Βάλε δυο τσίπουρα και δυο-τρεις μεζέδες!
- Με γλυκάνισο το τσίπουρο;
- Όχι, φέρε γράπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καφενείο, όπου συχνάζουν κάφροι, κυρίως οπαδοί αθλητικών ομάδων με διαταραγμένας τας φρένας.

  1. Προσωπικότης διαταραγμένη . Γίνεται γαύρος σε ιχθυοπωλείο όταν βλέπει καφρίλερ. Συχνάζει σε καφρενείο και πίνει γάλα. Ελλαδιστάν. (Από το Τουίτερ).

2. Οπως στο χωριο ο καθενας εχει το καφρενειο του και ΟΥΔΕΠΟΤΕ παει στο διπλανο.

3. Αυτή η έδρα, το καφρενείο, πρέπει να είναι άδεια στην τελευταία αγωνιστική!!!

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Χαρακτηρισμός Ρουμελιωτών, όπως οι Αγρινιώτες ή οι κάτοικοι της Σπερχειάδας με έφεση στην παρασκευή και κατανάλωση κοκορετσιού. (Δες).
    1. Οι κοκανοϊμανείς, επειδή η κόκα σλανγκίζεται ως κοκορέτσι.
    2. Αυτοί που έχουν πάθος με το ποδοσφαιράκι που λέγεται και κοκορέτσι και κυρίως οι άσχετοι παίκτες που δεν επικεντρώνουν στην μπάλα, αλλά γυρίζουν μηχανικά τους "σουβλισμένους" παίκτες σαν σούβλα.
  1. Οι κοκορετσάδες! Από την εποχή της Τουρκοκρατίας το προσωνύμιο (παρατσούκλι) των κατοίκων της Σπερχειάδας, είναι «κοκορετσάδες»! Ως γνήσιοι Ρουμελιώτες, οι Σπερχειαδίτες δεν έπαψαν ούτε στιγμή να τιμούν το παρατσούκλι τους! Μάλιστα, την εποχή των «Τρελών Αγελάδων» όταν η Κομισιόν εξέδωσε οδηγία για μη κατανάλωση εντοσθίων, οι Σπερχειαδίτες γελούσαν, συνεχίζοντας βέβαια να απολαμβάνουν τον ξεχωριστό – λαχταριστό μεζέ τους! (Lamia Now).
  2. Οι κοκορετσάδες που το παιζουν εφοπλιστες (δυο βραχάκια για 5 μοετ να πουλησουμε μουρη μπας και μας κατσει κανενα ανερχομενο μοντελακι..),οι τοκολυφοι και βασικοι οι γιοι τους, το μαυρο χρημα και κοιτωντας δεξια αριστερα μην σκάσει καμια σφαίρα ή καμία σύλληψη δημοσια.... Τα παιδάκια που το παιζουν μπράβακια από την ντόπα στα GYM και ψάχνουν φορτωμένη 40αρα για ζιγκολικι και καμια @@μητη πιτσιρίκα που θα πει "ουάου" και που κλεινουν τραπέζια ανά δεκάδα με 20 ευρω το ατομο(ενα μπουκάλι μίνιμουμ φρι) αλλά αισθάνονται κατι μεταξύ Ανιέλι και Νιάρχου και οποια τσιμπησει.... Αμαξι από την εκθεση αυτοκινήτου ή του μπαμπα αν δεν το πήραν σε ντου της δίωξης ή του ΣΔΟΕ και κοριτσάκια που αναζητουν τον χρυσό χορηγό για γάμο και σχέση ή έστω για το μήνα και την βραδινή έξοδο ελπίζοντας να μην είναι πιεστικός και θέλει κρεβάτι...Οποια έχει μάθει στα κοκορέτσια αναγκαστικά κάθεται βέβαια.... (Red Hoops).
  3. Παίξε μπάλα ρε κοκορετσά που μόνο να γυρίζεις τη σούβλα ξέρεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Φαυλιστικό για τον Πύργο Ηλείας και γενικότερα την Ηλεία ως τόπο μαφιόζων. Εναλλακτικά Άγιοι Τόποι επειδή κάνεις τον σταυρό σου.

Μην περάσουμε από Κολομβία, να πάμε από Τρίπολη.

Got a better definition? Add it!

Published

Χωριά ευρισκόμενα σε διάφορες περιοχές της χώρας (π.χ. στους νομούς Ηλείας, Μεσσηνίας, Ρεθύμνου κλπ.), των οποίων οι κάτοικοι ασχολούνται εντατικά με την καλλιέργεια της ινδικής καννάβεως.

Κατ' αντιστοιχία προς τα περίφημα μαστοροχώρια του νομού Ιωαννίνων, των οποίων οι κάτοικοι υπήρξαν κατά το παρελθόν ονομαστοί μαστόροι της πέτρας, έχοντας χτίσει σπίτια, γεφύρια και άλλες πέτρινες κατασκευές σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο.

«Πότε θα κατέβεις στα μαστουροχώρια να μας φέρεις φρέσκο πράμα να ξεχαρμανιάσουμε;»

Γαλατικό μαστουροχωριό. (από Khan, 13/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπίτι, σπιτάκι, υπόγειο, σοφίτα ή διαμέρισμα που αποτελεί τον κατεξοχήν τόπο συνάντησης μιας παρέας και όπου λαμβάνει χώρα η λεγόμενη «μπαφοκατάσταση», η ακατάσχετη δηλαδή κατανάλωση ινδικής κάνναβης.

Άτομα

Νέοι ηλικίας 17-30, πολλές φορές φοιτητές εκ των οποίων οι περισσότεροι με τάσεις αιωνιότητας. Μία κοπέλα το πολύ ανά παρέα 6 ατόμων. Οι περισσότεροι με κοινωνικό background που επιτρέπει την αγορά ποσοτήτων μπάφου τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα, αν και υπάρχουν κι αυτοί που τη βγάζουν στην τράκα και τη ζήτα.

παρέα μπαφόσπιτου

Η παρέα συνήθως αποτελείται από τον ιδιοκτήτη του μπαφόσπιτου και / ή τον κολλητό ή συγκάτοικο, 1-2 άτομα, όχι απαραίτητα φίλους αλλά με κοινή δίψα για μπάφο, ίσως 1-2 φίλους φίλων και πάντα έναν καινούργιο, που συνήθως είναι «και γαμώ τα παιδιά» και γίνεται πιο κομματιανός απ' όλους.

Επίπλωση

Αν πρόκειται για καθιστικό, ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

  • Βαθύς τριθέσιος καναπές
  • Στρώμα στο πάτωμα
  • Πουφ ή μεγάλα μαξιλάρια
  • Βαθιά πολυθρόνα για όποιον την προλάβει
  • Τραπεζάκι του καφέ στο κέντρο

Αν πρόκειται για κρεβατοκάμαρα ή δωμάτιο εστίας, ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

  • Κρεβάτι

Διαρρύθμιση

Τα έπιπλα βλέπουν προς την τηλεόραση ή τον Η/Υ. Οτιδήποτε χρήσιμο κατά τη ντάγκλα βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη του μέτρου από τουλάχιστον ένα άτομο, ώστε να μη χρειάζεται να σηκωθεί κανείς. Στις πιο ανοργάνωτες παρέες που δεν έχουν φροντίσει για τον κανόνα «της απόστασης του ενός μέτρου», το πακέτο τρώει ο πιο κομπάρσος της παρέας που σέρνεται μέχρι το αντικείμενο σύμφωνα με τις παρακινήσεις / διαταγές των υπολοίπων κι αφού το παίξει για λίγο δύσκολος -προκειμένου να μη θεωρηθούν δεδομένες οι υπηρεσίες του εφεξής, αν και θεωρούνται ήδη.

Αξεσουάρ

  • Τηλεόραση
  • Η/Υ με σύνδεση internet και / ή το «μάνατζερ» και / ή κάποιο MMORG.
  • Playstation 2 με το «προ» (Pro Evolution Soccer, βλ. και τραγούδι Locomondo)
  • Lava Lamp γιατί «είναι κόλλημα»
  • Μυρωδικά sticks και σχετική βάση
  • Τοίχο γιατί «είναι κόλλημα»

Μουσική Επένδυση

  • Reggae («Μπομπ» κτλ)
  • Lounge (Cafe Del Mar vol.1-8734568)
  • Πριόνια, αλλά μάλλον σχετικά χαμηλά

Λοιπές Παρατηρήσεις

Στο τραπεζάκι του καφέ βρίσκει κανείς:

  • Τρίφτη για το σταφ
  • Ξύλινο κουτί (σαν αυτές τις μουσικές μπιζουτιέρες) για τα αξεσουάρ του στριψίματος
  • Πολλά ξεσκισμένα πακέτα γαλάζια μεγάλα rizla για τους τους νιούμπηδες ή OCB και Smoking για τους υποψιασμένους
  • Τζιβάνες από rizla, πακέτα τσιγάρων, βιβλία κτλ
  • Μισά τσιγάρα των οποίων ο καπνός χρησιμοποιήθηκε κατά το στρίψιμο
  • Τασάκια που ξεχειλίζουν
  • Ποτήρια με λίγο υγρό και πολλές γόπες
  • Καπνό τσιγάρων, σποράκια και στάχτες που συμπληρώνουν άνετα ένα πακέτο τσιγάρα, 2 στρέμματα φυτεία και άλλα 2 τασάκια αντίστοιχα
  • 12 κινητά, περίπου 2 για κάθε άτομο, κλειδιά, λεφτά κτλ
  • Σοκολάτες για την υπογλυκαιμία και περιτυλίγματά των
  • Χειριστήρια PS2

Στους τοίχους βρίσκει κανείς:

  • Αφίσα της ομαδάρας
  • Αφίσα Μπομπ με τα χρώματα της Τζαμάικα και πεντάφυλλο
  • Κρεμασμένη κουρελού

(21:19) - Σε ποιανού το μπαφόσπιτο να τη βγάλουμε απόψε;
(21:21) - Πάμε στου Τάκη που έχει και προ;
(21:22) - Μπα, με ξενερώνει η αδερφή του που μας τα σπάει κάθε φορά. Πάμε στου Σάκη;
(21:23) - Κάτσε να στρίψω ένα μέχρι να αποφασίσουμε... στου Σάκη λες ε... δεν έχει ποτέ τίποτα να φάμε μωρέ....
(21:26) - Ναι αλλά θυμάσαι αυτόν τον Γκας που είχε φέρει την άλλη φορά; Γαμώ τα παιδιά! Για φέρε κι από δω...
(21:32) - Χαχα, ναι γαμώ τα παλληκάρια. Βαριέμαι να τρέχω μέχρι εκεί όμως... δεν πάμε στου Μάκη που είναι και δίπλα;
(21:41) - Δεν καθόμαστε εδώ λέω 'γω, μια χαρούλα είμαστε... πρόσεχε την καύτρα...
(21:47) - Ναι μωρέ, ας κάτσουμε δω... χαχα
(21:55) - Χαχα
(22:06) - Χαχαχαχαχα
(22:17) - Χαχαχχαχαχα
(22:25) - Χαχαχαχαχαχαχ
(22:32) - Χαχαχαχα
(22:44) - Χαχαχαχαχαχχα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χώρος που είναι γεμάτος καπνό, συνήθως λόγω των πολλών καπνιστών.

Ντουμάνι έγινε χθες το αμφιθέατρο της σχολής, την ώρα της συνέλευσης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χαρακτηρίζει ανθρώπους, καταστάσεις, μέρη, ουσίες.

Για κάποιον μάλλον άγνωστο λόγο η λέξη έχει καταλήξει να σημαίνει το τελείως αντίθετό της. Έχω την εντύπωση (και με διορθώνετε αν κάνω λάθος) ότι, κανονικά, ξενέρωτος είναι αυτός που δεν περιέχει νερό, δεν έχει δηλαδή αραιωθεί, διατηρεί όλη του την ουσία και τη νοστιμιά, ο ανέρωτος (βλ. το ούζο του άντρα του Πολλά Βαρύ που μην του μιλάτε το πρωί), ο άκρατος, ο αμιγής, ο ως ωσεκτουτού δυνατός, ο σκληρός (άντρας, τσιγάρο), ο καπάτσος και λοιπά και λοιπά.

Όμως τελικά (ή και αρχικά;) ξενέρωτος σημαίνει βαρετός, ανούσιος, άγευστος, μη ενδιαφέρων.

Ή μήπως λέω Άλαν Ντάλον;

Τι ξενέρωτα πράγματα ρε πούστη... Είναι δυνατόν τώρα να τρώμε έτσι ωραία όλοι μαζί και αυτός να σηκώνεται να πάει, λέει, να πλύνει τα δόντια του για να μην φάει άλλο; Αν είναι δυναμό!

Δες και ξενέρωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βελόνα, αρχικά, της σύριγγας της ινσουλίνης η οποία χρησιμοποιείται για τη χρήση ηρωίνης, μετέπειτα η ίδια η σύριγγα, κι αυτό γιατί:
1: η βελόνα της είναι τόσο λεπτή σχεδόν όσο μία πευκοβελόνα
2: ακόμα πριν η Ομόνοια γίνει τόσο ...πολυσύχναστη, η πλειοψηφία των χρηστών έκανε χρήση σε πάρκα, τα οποία ως γνωστόν, ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ να μην έχουν πεύκα, καθώς το πεύκο είναι ανθεκτικό δέντρο στην ξηρασία και στον αέρα, ό,τι πρέπει για το ελληνικό κλίμα. Οι πευκοβελόνες (των πεύκων) ήταν συνήθως εκείνες που κάλυπταν σχεδόν όλο το πάρκο, το όποιο πάρκο, διότι πέφτουν και είναι ...πολλές. Το καλυμμένο από πευκοβελόνες πάρκο ήταν το αγαπημένο των παιδιών και των μαμάδων (μιλάμε για πολύυ παλιά) καθώς οι πευκοβελόνες προσφέρουν ένα απαλό κάθισμα στα παιδιά και προστατεύουν από την υγρασία και το χώμα. Οι πευκοβελόνες επίσης είναι οι αγαπημένες των αστέγων, για τον ίδιο λόγο. Όταν τα πάρκα γέμισαν με χρήστες, οι πεσμένες σύριγγες πολλαπλασιάστηκαν, και καθώς βρίσκονται πάνω και ανάμεσα στις κανονικές πευκοβελόνες, οι ίδιες οι σύριγγες είναι πια εκείνες που προστατεύουν τους αστέγους από την υγρασία τα βράδια (τα παιδιά; ποια παιδιά;). Και η γαμημένη η βελόνα είναι τόσο λεπτή... Όσο μια πευκοβελόνα...

«περνούν εικόνες βροχή πάνω απ' τα μάτια μου, πάνω στα χείλη μου πέφτουν σταγόνες, χημείες, πάνε χειμώνες, παγωμένοι χειμώνες, που με βρήκανε τη νύχτα κάτω απ' τις πευκοβελόνες»
εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified