Further tags

Κρητική λέξη, προερχόμενη -προφ- από το χαλικούτης, χαλικουτίζω, η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μέρος που είναι τρομερά ακατάστατο ή/ και βρώμικο, και συνήθως κατοικείται από πολλούς. Προφέρεται με υποτιμητική διάθεση.

-Θα 'ρθείς στου Σήφη το βράδυ;
-Είντα λες μπρε, κουζουλός 'σαι; Εκειά μέσα είν' χαλικουταριό! Ούτε να μπεις δε χωρείς!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα χαλικουταριού (από mafie, 20/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μουνοπηγή, με τη διαφορά ότι η μουνοφωλιά αφορά μόνο το μέρος όπου συχνάζουν θεόμουνα.

Έκανα γενέθλια στο Circus στα Εξάρχεια κι άνοιξα μπουκάλι. Το μαγαζί είναι σκέτη μουνοφωλιά ρε μαλάκα. Σκέψου ότι είχαμε 10 γυναίκες γύρω μας και φύγαμε με 3 τηλέφωνα!

(από HardcoreGR, 20/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει πως κάτι είναι από κάθε άποψη εξαιρετικό και αξίζει και με το παραπάνω, ή ακόμη πως το κάτι αυτό είναι το βασικό στοιχείο ή χαρακτηριστικό που υπερτερεί έναντι όλων των υπολοίπων. Είναι συνώνυμη στο λόγο και στη χρήση με την φράση όλα τα λεφτά.

Αρκετά παλιά έκφραση που χρησιμοποιεί την συμπαραδήλωση χαρτί = λεφτά, η οποία χρονολογείται από τις ημέρες που δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα κι η Γλυκερία αναρωτιόταν στις πίστες γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια. Ωστόσο, αν και παλιά, η έκφραση λέγεται (και γράφεται) ακόμη, και είναι υφολογικά αρκετά μαγκιόρικη έτσι ώστε να γλιτώνει την κατάταξη στους μπαμπαδισμούς.

  1. Eίναι παραγωγής, αλλά σε πολύ λίγα κομμάτια. Το πλαίσιο είναι όλο το χαρτί, ο κινητήρας είναι TZR250 και η μοτοσυκλέτα εχει στήσιμο GP250. Είχα υποσχεθεί φωτό, την εχω σε βιβλίο στο γκαράζ, αλλά σήμερα με ξελόγιασε πάλι η bimota και το ξέχασα τελείως. (Από εδώ)

  2. Το διπλό πλάνο της Όλγας Τρέμη με τον πατατοπαραγωγό Ξανθόπουλο είναι όλο το χαρτί και αποτυπώνει άψογα την εικόνα της σημερινής Ελλάδας της κρίσης! (Από εδώ)

  3. Ο πορωτικότατος ήχος που ακούγεται από την σκάστρα είναι όλο το χαρτί! Πρόκειται για μία διπλοέμβολη της HKS που κάνει το Subaru στο πέρασμά του να ανασταίνει και νεκρούς! (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουστάρω, και γαμώ, ούμπερ, τέλειο, καταπληκτικό, και λοιπά καλολογικά. Επιρρηματική έκφραση των ογδόνταζ.

Προφ επειδή όταν είναι κάτι τόσο καλό το αγοράζουμε (ψωνίζουμε).

Πάσα: μπουρέκι στο μου 'χεις ξύσει τ' άντερα

- Καλό το μαγαζί; - Ψώνιο φάση μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει το λεκανοπέδιο της Αττικής, ήτοι την πόλη των Αθηνών, ως ένα πανελλήνιο καθίκι που σχηματίζεται από τα όρη Υμηττό, Πεντέλη, Πάρνηθα και Αιγάλεω ως τοιχώματα του καθικιού. Το Γραικοκάθικο λειτουργεί ως χωνευτήρι όλων των Ελλήνων που καταφτάνουν ένεκα η αστυφιλία και, αφού χωνευτούν, συσσωρεύονται ως κόπρανα. Ο όρος μπορεί να θίξει και το πολεοδομικό μπάχαλο της άναρχης δόμησης, αλλά και αξιολογικώς το ότι στο Κλίνεξ άστυ μαζεύονται εκμεταλλευτές-καθιζήματα που απομυζούν την υπόλοιπη Ελλάδα.

Η λέξη υπάρχει στα Καλιαρντά (1971) του Ηλία Πετρόπουλου. Σημαντική χρήση της γίνεται από τον Χάρρυ Κλυνν στο νούμερο «Ένας πούστης να μιλήσει», όπου αποτυπώνεται και η χαρακτηριστική κριτική του Χάρρυ Κλυνν για τους χαμουτζήδες και για την αθηνεζοποίηση των λοιπών Ελλήνων.

Σας αβέλω λατσαβαλέ, αβρακιάζομαι η γκουργκουτσελού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερτερομπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο.

Σας χαιρετώ!
Γίνομαι έξω φρενών η πουτανιάρα, γιατί βλέπω όλους τους αγριόπουστες (λουμπίνες της ζούγκλας), τις λούγκρες, τους μεγάλους εθνικούς ευεργέτες και τους θεόχοντρους που θρονιασμένοι γκουρτσαλιάζουν (;) εδώ παραδίπλα στην Αθήνα.

(από Khan, 05/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού normal που σημαίνει «φυσιολογικός». Αφορά οποιοδήποτε φυσιολογικό άτομο, αντικείμενο, μέρος ή ακόμα και συμπεριφορά κάποιου, σε βαθμό που να χαρακτηρίζεται αξιόπιστος απ' την πλειοψηφία του κόσμου.

  1. (άτομο)
    - Μου είπε ο Σάκης να βγούμε αύριο. Δεν τον ξέρω καλά, τι να του πω;
    - Ξεκόλλα ρε, είναι νορμάλ παιδί. Κάνε κάτι μαζί του.

  2. (αντικείμενο/μέρος)
    - Να πάρω την τούρτα απ' το ζαχαροπλαστείο απέναντι απ' το σπίτι σου; Φτιάχνει νορμάλ γλυκά ο τύπος; Αξίζουνε;

  3. (συμπεριφορά)
    - Γιατί χώρισες πάλι ρε;
    - Άσε με τώρα με την κάθε μαλακισμένη. Δεν μπορώ να βρω μία νορμάλ γκόμενα να συννενοηθώ ρε φίλε. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο στόκος ήτανε. Κάθε εβδομάδα ρόμπα με έκανε στα παιδιά.

(από HardcoreGR, 07/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται κυρίως στο ντίσκουρς Ελλήνων με πατριωτικές ανησυχίες, τις οποίες μπορούν πλέον να εκφράζουν και με τη σύγχρονη τεχνολογική μέθοδο του Διαδικτύου.

Ο ελληνέζος είναι ο αλλοτριωμένος Έλληνας, που δεν έχει ρίζες στην ελληνική παράδοση και ιστορία και είναι ανερμάτιστος. Ωσεκτουτού, δεν του αξίζει το όνομα Έλληνας.

Παρόμοιο σκληρό μπινελίκι είναι το ελληνόφωνος, που σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να έτυχε να έχει ως μητρική του γλώσσα τα ελληνικά, αλλά αυτό δεν τον καθιστά αυτομάτως και άξιο για τον τίτλο του Έλληνα. Μερικά κλικ χειρότερος από τον ελληνόφωνο είναι πάντως ο ανελλήνιστος, που ούτε καν χρησιμοποιεί καλά την γλώσσα.

Το β' συστατικό -έζος χρησιμοποιείται με παρόμοιο τρόπο και στα νεοελληνέζος και Αθηνέζος. Εικάζω ερμηνευτικώς ότι τα επίθετα έθνους και καταγωγής σε -εζος είναι πιο πρόσφατα από άλλα παλαιότερα όχι σε -έζος, λ.χ. Άγγλος- Εγγλέζος, Ιάπωνας- Γιαπωνέζος. Τα σε -έζος συνήθως δεν χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν λαούς με τους οποίους είχαμε από πολύ παλιά γνωριμία. Αντιθέτως, χρησιμοποιούνται κυρίως είτε για απομακρυσμένους λαούς, είτε για κατοίκους πόλεων, είτε ως πιο ανεπίσημη εναλλακτική ονομασία ενός λαού που είναι γνωστός και με άλλο όνομα, (λ.χ. Σουηδός- Σουηδέζος). Από εκεί μάλλον περνάμε στην μειωτική χρήση του -έζος για κάποιον που είναι χωρίς ρίζες, ή για έναν Έλληνα που είναι ξένος στον τόπο του.

Το ελληνέζος, τέλος, θίγει και φαινόμενα κακογουστιάς και γυφτοκυριλοσύνης, καθώς και άλλες παθολογίες του κλασικού του μαλάκα του Έλληνα, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί με αυτή τη σημασία από ομιλητές ποικίλων ιδεολογικών προελεύσεων. Ωστόσο, η βασική του σημασία έγκειται στην κριτική της απώλειας των εθνικών ριζών, οπότε χρησιμοποιείται συνήθως από όσους έχουν ψηλά τον Ελληνισμό στην ιεράρχηση των αξιών τους.

  1. η γουνα δειχνει λίγο γυφτικια (και ρωσικια ) και ο κάθε ελληνέζος με το «πέτσινο» με έχει κάνει να το βλέπω εντελως υπάνθρωπο ως ενδυμα. (Εδώ).

  2. Χαρακτηριστικός ο διάλογος μεταξύ του Αλεξ.Ρήγα (που υποδύεται τον συμπαθή ομοφυλόφιλο-τί πρωτότυπο..) και ενός Αμερικανού πεζοναύτη που αφού..συνουσιάστηκαν (δις) μέσα στο αμερικάνικο τζίπ τον ρωτά ο Ρήγας στα αμερικάνικα:
    - «πού θα πας τώρα»;
    - «στην Μακεδονία»
    -«μα εδώ είναι η Μακεδονία» απαντά ο Ρήγας
    - «όχι, τα Σκόπια είναι Μακεδονία» ανταπαντά ο Αμερικάνος
    -«κάλά, ότι πεις. Έτσι είναι..» παραδέχεται ο πηδηγμένος Ελληνέζος. (Εδώ).

3.…είπε ο ελληνέζος πρωθυπουργός που αναγνώρισε μονομερώς ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο!!!! (Εδώ).

  1. κρίμα πάντως που δεν τον σάπισαν στο ξύλο
    απο συμπάθεια και μόνο τα ποσοστά του Συριζα θα αυξανόταν -γιατί ο ελληνέζος είναι και πονόψυχας αμα λάχει να ουμε (Εδώ).

  2. Ὑπ᾿ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ὁ νεοέλλην (Ἑλληνέζος, κατὰ τὸν ἐκδότη τοῦ θρακιώτικου «Ἀντιφωνητοῦ» Κώστα Καραΐσκο) ἔχει ἐγκαταλείψει κάθε γνήσια, ἑλληνικὴ πολιτιστικὴ δημιουργία. Ὑπάρχουν μόνον Κρυφὰ Σχολειά. Ἑλληνοκεντρικοὶ σύλλογοι καὶ ὁμάδες πρωτοβουλίας. Σκῆτες στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ στὰ μοναστήρια. Μοναχικοὶ καλλιτέχνες, δημιουργοί, ἄγνωστοι Ἕλληνες ποὺ νιώθουν ἀκόμη στὶς φλέβες τους τὴν βοὴ τοῦ πανάρχαιου ρυακιοῦ τοῦ Γένους. (Εδώ πολυτονιστής αναφέρει μια πιθανή πατρότητα του όρου).

Alitiz, Αυτός ο Έλληνας! (Αντώνυμο του ελληνέζου) (από Khan, 14/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό του Ελλάδα, πιο σπάνιο και εναλλακτικό του Ελλαδίτσα, το οποίο παραπέμπει και στην λέξη δούλα, και ωσεκτουτού δηλώνει την Ελλάδα ως μία βασικά υποτελή ή ατιμασμένη χώρα. Ορισμένοι το γράφουν και με ενωτικό μεταξύ των υποτιθέμενων συστατικών, δηλ. Ελλα-δούλα, για να γίνει πιο σέντσια το λογοπαίγνιο, ή κάνουν μπανεύκολες ρίμες τ. χέρια- μαχαίρια. Ωστόσο, υπάρχουν και φορές που χρησιμοποιείται χωρίς τον συνειρμό με το δούλα, ως ένα απλό γουτσιστικό υποκοριστικό (βλ. λ.χ. παράδειγμα 4).

  1. Ένα κράτος που κινήσανε πολιτικάντηδες να το κάνουν Ελλάδα και το καταντήσανε Ελλαδούλα, μια ελληνική κοινωνία που την κάνανε δούλα του ξένου παρά και παραδουλεύτρα ανθελλήνων και ένα δόγμα γραικύλων οκνηρών πως πρέπει να δώσουμε προίκα στον ίδιο τον κατακτητή λευτεριά και γη. (Ο διαχρονικά μειοδοτικός ρόλος της αστικής δημοκρατίας).

  2. Eλλα-δουλα.
    Ποιος το ειχε φανταστει οτι η Ελλαδα του 2004,η Ελλαδα της αναπτυξης,της συγκλισης,των ηγετων με οραμα θα γινοταν στις μερες μας η Ελλαδα δουλα των επιθυμιων του κεφαλαιου,υπηρετρια των ισχυρων της Ευρωπης,ανικανη να σταθει στα ποδια της τα οποια της εκοψαν ποιοι;
    Ξεχαστε οτι πιστευατε,μπηκαμε σε μια εντελως νεα εποχη,την εποχη των παγετωνων,την εποχη που οσα ξεραμε ξεπεραστηκαν απο τις νεες ιδεες και τα νεα οραματα,οραματα για ξεπουλημα και πλειστηριασμο καθε αξιας,οραματα φρικης και απαισιοδοξιας. (Εδώ).

  3. ΣΤΗΝ ΔΙΑΚΟΡΕΥΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΟΥΛΑ.
    ΚΑΙ ΣΥ ΜΙΚΡΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥ, ΕΣΕΝΑ ΠΟΙΟΣ ΣΕ ΠΗΡΕ
    ΠΟΙΟΣ ΣΕ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΕ ΚΙ ΕΧΑΣΕΣ ΤΗΝ ΤΙΜΗΣΟΥ;
    Μην α σε πήραν οι πολιτικοί κι όλοι οι αφεντάδες
    της εκκλησιάς οι μπέηδες και οι πραματευτάδες;. (Εδώ).

  4. Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου (άσμα Σοφίας Βέμπο, 1946).

Ποιος το περίμενε στ' αλήθεια,
να βγουν ψευτιές και παραμύθια
και να ξεχάσουν τώρα πια τα λόγια εκείνα τους,
που μας τα 'λέγαν κάθε βράδι απ' τα Λονδίνα τους.

Μα δεν πειράζει, δεν πειράζει,
δεν θα το βάλουμε μαράζι
και δεν θα κλάψουμε που πάλι μας ξεχάσατε,
γιατί δεν είν' πρώτη φορά που μας τη σκάσατε
και στην υγειά σας μια οκαδούλα εμείς θα πιούμε
και στη μικρή την Ελλαδούλα μας θα πούμε: [...]

Μα ξεχαστήκαν όλα εκείνα,
η Πίνδος και η Τρεμπεσίνα,
ίσως μια μέρα εμάς που τόσο αίμα εχύσαμε,
να μας καθίσουν στο σκαμνί, γιατί νικήσαμε. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η Πελοπόννησος, επειδή το σχήμα της μοιάζει, με λίγη φαντασία, με ανοιχτή παλάμη, όπου τα τρία ποδαράκια είναι τα μεσαία δάχτυλα (με την Μάνη στην πιο στρατηγική τοποθεσία), η χερσόνησος της Αργολίδας-Τροιζηνίας ο αντίχειρας, και ίσως μπορούμε να θεωρήσουμε και την μικρή μυτούλα της Ηλείας ως πέμπτο δάχτυλο. Στα καλιαρντά λέγεται Τερόμουτζα.

Επίσης, μπορεί ενίοτε να χρησιμοποιηθεί αντί για τον αριθμό πέντε.

Για την ορίτζιναλ μούντζα δες ορισμό Pirate Jenny.

  1. γεννήθηκε σε ένα χωριό της Πελοποννήσου (το νησί-μούτζα όπως αλλιώς λέγεται η Πελοπόννησος) (εδώ, βλέπε και εδώ).

  2. Έλα γιατρέ μου, είμαστε μια μούτζα άνθρωποι εδώ και σε περιμένουμε.

(από Khan, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πλάγια γραμμή του γηπέδου. Την αναφέρει έτσι απλά για συντομία ο Γιώργος Γεωργίου, ακριβώς επειδή είναι άσπρη. Φυσικά όλες οι γραμμές του γηπέδου δε σχεδιάζονται με ασβέστη, αλλά με ειδική ανεξίτηλη μπογιά.

Ακροατής: - Ο Σαλπιγγίδης δεν τραβάει σέντερ-φορ ρε Γιώργο.
Γεωργίου: - Φίλε, πάρε κατσαβίδι και βίδωσε καλά στο μυαλό σου αυτό που θα σου πω. Ο Σαλπιγγίδης δεν είναι για περιοχή. Πάρ' τονα και βάλτονα στον ασβέστη. Εκείιι, να τρέχει μωρέ αδερφάκι μου.

(από HardcoreGR, 06/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified