Further tags

Το ξενυχτάδικο στα καλιαρντά, όπου συχνάζουν αγλαρότεκνα, αγλαροπουροί και αγλαρογκόμενες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

  1. Καλέ Μαρίνα πού είσαι, γαμώ το μπελά σου. Είμαι στη μαρίνα, φοράω εφαρμοστό κοντό μπλουζάκι, έχω τη σκύλα στα χέρια, ανταύγεια στο μαλλί κι αγόρασα κι λίγο νταμί για το δρόμο, άσε που φάγαμε τα μουνιά μας με μία μούτζα από τη Τερψιθέα, αν αργήσεις να κάτσω σε κάνα αγλαρόκεντρο να περιμένω, αλλά φοβάμαι μη μου τη πέσει κάνα βαβαρότεκνο, εδώ στο Πειραιά ο δορκάκης πάει σύννεφο, το λοιπόν, γράφω εδώ στην Αθηνά μπας κι το δεις αυτή την εφταζουρνού κι κανονίσουμε. Κοίτα μη μού 'ρθεις με ισμίρ-πατσούλ, σε θέλω φρέσκια και γεμάτη κλέβα. (Αποκατέ).

  2. Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα πλέον κλασικά -άδικα, πρόκειται για οποιοδήποτε κέντρο-μαγαζί παραμένει ανοικτό μετά τα μεσάνυχτα και τις πρώτες πρωινές ώρες και συχνάζουν σ' αυτό νυχτοπερπατητές.

  1. Σαραντάρισε κι ακόμα γυρίζει σε ξενυχτάδικα και στριπτιτζάδικα.

  2. Στα ξενυχτάδικα της αγκαλιάς σου
    ποτήρια σπάω και μεθώ, λες και βυθίζομαι με τα φιλιά σου
    στη ζάλη τους αν αφεθώ.

Κι απ’ τα ίδια παραγγέλνω
όταν τα φιλιά σου παίρνω
και πληρώνω όσο κι όσο
τον καημό μου να ξεδώσω.

Στα ξενυχτάδικα του έρωτά σου
πληρώνω πάντα μετρητοίς
τα ξαφνικά κοφτά πετάγματά σου
μες στο χορό όταν θα μπεις.

(Άζμα του Στράτου Διονυσίου σε στίχους Χριστόφορου Μπαλαμπανίδη και μουσική Θανάση Πολυκανδριώτη).

(από Khan, 03/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως μπουχτιστικό ορίζεται κάτι που είναι πολύ χορταστικό και χρησιμοποιείται κυρίως για φαγητά αλλά και για μία κουραστίκη κατάσταση.

Εχθές έφαγα ένα πολύ μπουχτιστικό τοστ.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτό το υβριστικό για την Ακαδημία Αθηνών ευώδες λογοπαίγνιο κάποιος το 'χει κάνει αλλά δε θυμάμαι ποιος κιαρατάς ήτουνε. Με πάσα επιφύλαξη, κάνας 'Ρένος Αποστολίδης ίσως; Πάντως, τη θρυλούμενη σχέση του ιδρύματος με το πεπτικό σύστημα την έχει επισημάνει και ο Πετρόπουλος σε κείμενό του ( πάλι δε θυμάμαι πού δγιάολο) στο οποίο μιλάει για την Ακαδημία των κωλόγερων Αθηνών.

Αφού σας φώτισα, τη γκάνω τώρα γιατί το λήμμα πήρε να βρομοσκυλάει.

Αυτό εδώ μάλλον lapsus plectrologii θα πρέπει να θεωρηθεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκαρσονιέρα για πήδημα...

Έχω μια πηδηχτρώνα μεγάλε, δεν την ξέρει κανείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η τουαλέτα, εκ του Αλβανικού hale. Προφέρεται με βαρύ σαλονικιώτικο λ για να είναι πιο χορταστικό. Παρότι η λέξη δεν είναι χυδαία, το άκουσμά της προκαλεί αποτροπιασμό στους «καθωσπρέπει» γύρω μας. Είναι αυτό που λεν οι Άγγλοι «crude expression». Ιδανική η χρήση του όταν θέλουμε να συγχύσουμε καμιά θείτσα.

  2. Το χαμένο κορμί, ο τίποτας, το ρεμάλι, το κατακάθι, ο τελευταίος. Συνήθως άεργος, παράσιτο της κενωνίας, πότης, τζογαδόρος και ό,τι άλλο κουσούρι μπορεί να φανταστεί κανείς. Μία λέξη τα καλύπτει όλα.

  1. Η θεία: - Πού πας αγόρι μου;
    Το οργισμένο νιάτο ανηψιός: - Στο χαλέ πάω ρε θειά! Θες να 'ρθείς;
    Η θεία:- Τσ τσ τσ! Τί εκφράσεις θεέ μου...

  2. - Τα'μαθες; Κόψαν το ρεύμα στο σπίτι του Τάκη.
    - Τελέρε! Έχει δυσκολίες ο Τάκης;
    - Τι δυσκολίες μωρέ; Το ρεμάλι έπαιξε το μισθό του στο στοίχημα.
    - Α καλά μιλάμε για μεγαααααάλο χαλέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πτέρυγα της εντατικής ενός νοσκομείου όπου βρίσκονται οι ασθενείς που δεν έχουν πιθανότητες επιβίωσης, είναι σε κώμα ή έχουν μείνει «φυτά».

Προέρχεται (κυνικά) από το Ακρωτήριο Κανάβεραλ των ΗΠΑ, όπου γίνονταν κάποτε οι εκτοξεύσεις της NASA.

-Βάλαμε τον κ. Παπαρχιδόπουλο στο κανάβεραλ, είναι σε κώμα 1 μήνα τώρα και δεν πρόκειται να επανέλθει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Βερολίνο στα αστειατόρικα, επειδή, ως γνωστόν, οι Γερμανοί έχουν τη φήμη ότι πίνουν πολλές μπίρες.

1. - Δεν αντέχεται αυτή η αβάστακτη ελαφρότητα του γερμανικού ναρκισσισμού από το Μπυρολίνο, την Λουκανικούρτη και το Γδύσεντορφ.
- Ασε το Μπυρολινο, χωρις το Μπυρολινο δεν θα ειχες ουτε μαντηλακι να κλανεις!

2. Εκεί στο Βερολίνο πίνουν τόση μπύρα που θα έπρεπε να το λένε Μπυρολίνο. 3;

Και Beerlin στα αγγλικάνικα. (από Khan, 11/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Άλλο ένα εθνικό αυτοφαυλιστικό, δηλώνει την Ελλάδα ως τον τόπο όπου θάλλουν και αναπτύσσονται κάθε είδους σούργελα, με αποτέλεσμα το όλο εφέ της χώρας να είναι εξαιρετικά σουργελέ. + COYΡΓΕΛΕΗCON +

1. αφού πολλές ελληνικές χρηματιστηριακές σου δίνουν σήμερα τη δυνατότητα να επενδύεις άμεσα στις μεγάλες αγορές του εξωτερικού, ποιος ο λόγος να ασχολείται κάποιος επενδυτής με τη σουργελλάδα και τα λαμόγια της;

2. Δυστυχώς μερικοί μαθητευόμενοι μάγοι έσπειραν ανέμους και τώρα θερίζουμε όλοι μαζί θύελλες στην κατακαμμένη σουργελλάδα.

3. Αντρέα, μείνε εκεί που είσαι, μακριά από τη σουργελλάδα.

(από Khan, 12/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως γράφει κι αλλού, κυριολεκτικά σημαίνει στολίζω κάποιον με την ιαχή άι σιχτίρ: άντε γαμήσου δηλαδή (για τους συμβατικούς ετυμολόγους), ή σε οικτίρω (για τους εσπεριδοειδίζοντες).

Πέον όμως να καταγραφεί και μια διαφορετική νυάνς του το λήμμαν αποκτά στον αόριστο χρόνο: σιχτίρισα σημαίνει απηύδησα, έγκωσα, χτύπησα μπιέλα, έβγαλα φλύκταινες εξαιτίας κάποιας κωλοσιχτιροκατάστασης. Το ότι έφτασα και στο σημείο να αναφωνήσω σιχτίρια δεν είναι παρά δευτερογενές σύμπτωμα.

1.
ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ EΒΔΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ΣΙΧΤΙΡΙΣΑ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

2.
Τη μία είχε κατάθλιψη το ζιγκλέρ και δεν έπαιρνε μπρος, την άλλη δάκρυζε η τσιμούχα, την τρίτη πόρδιζε η φλάντζα, ε, όσο και εάν την αγαπούσα κάποτε κουράστηκα, σιχτίρισα. Η Norton αποστρατεύτηκε με δόξα και τιμή, κι επειδή η τιμή τιμή δεν έχει, δεν την πούλησα ποτέ, την έχω ακόμη και τη βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified