Further tags

Τα Όντρια είναι ένας ορεινός όγκος του όρους Βοΐου που βρίσκεται στο σύνορο των νομών Κοζάνης και Καστοριάς.

Καθώς είναι μέρος δυσπρόσιτο και απομονωμένο, η απόδοση καταγωγής/προέλευσης από τη συγκεκριμένη περιοχή σε ένα πρόσωπο, έχει καταστεί συνώνυμο του ορεσίβιου, άξεστου και ακαλλιέργητου χαρακτήρα που δεν έχει προλάβει ακόμη να εξοικειωθεί με τις συνήθειες του πολιτισμένου κόσμου.

Ασίστ: Δαφνουλίνι

- Καλά, είναι δυνατό να κάνεις σεχ φορώντας κάλτσες; Απ' τα Όντρια κατέβηκες;

(από Khan, 15/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που θυμίζει κουφέτο ως προς τη γεύση ή το χρώμα ή το μέγεθος ή όλα μαζί.

  2. Ο ρομαντικός με την έννοια του παραμυθένιου, του ψεύτικου.

  3. Ο εξαιρετικά καλοντυμένος, λες και πάει σε γάμο ή παντρεύεται ο ίδιος.

  4. Ο επίσημος γενικά.

1.α. Disaronno 28% vol. Δυνατή μύτη φρέσκου πικραμύγδαλου, νότες καφέ και καψίματος. Στο στόμα στρογγυλό, πλούσιο, αρκετά γλυκό, με ξεκάθαρη γεύση αμυγδάλου και μακρά επίγευση με κουφετένιο χαρακτήρα.

  1. β. Η μαμά Halle φαίνεται ότι έχει γούστο αφού έχει ντύσει την μικρή με ένα κουφετένιο ροζ καφτάνι που της πάει πολύ.

1.γ. Στην ακτή με το κουφετένιο βότσαλο (τ΄τιλος ποστ)

2.α. Γιατι εχουν ενα τεραστιο μεινεκτημα αυτοι οι « κουφετενιοι κοσμοι » : εχουν αποκλεισει δρακους , μαγισσες και τερατα , μ' ενα λογο το Κακο , που τοσο ρεαλιστικα αντισταθμιστικα λειτουργει στα παραμυθια . Βιαιη επιβολη του « ροζ » που λειαινει ολες τις «οξειες γωνιες » .Κι αυτη τη φιλοσοφια ζωης τη θεωρω οχι μονο αντι -ρεαλιστικη , αλλα και κραυγαλεα επικινδυνη για τα μικρα κοριτσια . Που θα την « κουβαλησουν » μοιραια στη μετεπειτα ενηλικη ζωη τους με τα γνωστα αρνητικα αποτελεσματα .

2.β. Οι αναρτήσεις πάνε κάπως έτσι: «θα σας μιλήσω λοιπόν για το μεγάλο όνειρο που θέλω να ζήσω με τον θαυμάσιο, μοναδικό, πανέμορφο ευγενικό και ολόδικό μου κουφετένιο πρίγκηπα που θα γνωρίσω

2.γ. Οσο για το χιόνι θα πρειπει να ήταν αρκετά ρομαντικό - κουφετένιο ε;

3.α. είπα να μην εμφανιστώ τόσο κουφετένιος και κρίνοντας εκ των θαμώνων χθες...μάλλον ορθώς έπραξα

3.β. Γιατί όχι καφέ κουστούμι με μαύρη γραβάτα;
Μπουμπούκα μου ναι, αλλά παραείναι «κουφετένιος» συνδυασμός.

  1. Συγχαρητήρια για το στολισμό γλυκός και κουφετένιος όπως πάντα...

από το νέτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα πολλά εις -στάν ουσιαστικά που δηλώνουν την Ελλάδα. Βλ. και Ελλαδιστάν, Γιουνανιστάν, Αυνανιστάν, λαμογιστάν, μπουρδελιστάν,Σταρχιδιστάν και πολλά άλλα.

Εδώ θίγεται περισσότερο ότι ο Καραγκιόζης ως υπόσκυλο αποτελεί το ιδιότυπο του Έλληνα στην underdog culture που έχει συμπήξει. Μιλάμε για τον χαρακτήρα που βλέπει το κράτος ως εχθρό, που περηφανεύεται να ξεγελάει την εξουσία ή και να ψεύδεται, που καυχάται εν ταις ασθενείαις του, και που διατηρεί εντέλει κάποιο είδος ανθρωπιάς ενώ κάνει διάφορα καραγκιοζιλίκια. Η έκφραση, λοιπόν, σημαίνει την Ελλάδα ως μια χώρα που ευνοεί τα παρόμοια καραγκιοζιλίκια.

  1. Και είναι κουμπάρος του Γιωργάκη. Που τον έκανε δυο φορές ΓΓ και υφυπουργό. Και ξέχασα να σας πω ότι είναι μαχητής της αξιοκρατίας. Χα χα χα! Αυτα μονο στο καραγκιοζισταν γίνονται. (Εδώ).

  2. Επρεπε να ξυσουμε πατο για να λειτουργησει λιγο η λογικη του εθνικου συμφεροντος..Ας γραψουμε εκει που δεν πιανει μελανι τις ευρωπαϊκες οδηγιες και ας δωσουμε ωθηση σε τομεις που μπορουμε να ειμαστε ανταγωνιστικοι..Ναυπηγεια, τροφιμα, βωξιτες, τσιμεντα, ιχθυοτροφεια...αντε ρε καντε κατι να ξεκολλησει αυτο το καραγκιοζισταν, γιουσουφακια και γκαρσονια μας εχετε καταντησει...αει στο κορακα... (Εδώ).

  3. Ας κανουμε μια φορα επιτελους, δικη μας εθνικη πολιτικη. Ας κανουμε το καραγκιοζισταν, Ελλαδα.. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Ως εμφάνιση: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που έχει κρέατα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να πουλήσει το απόθεμα σε άλλους. Το -πωλείο εδώ μπορεί να συσχετισθεί και με το -εμπορας, λ.χ. στα κακαδέμπορας, κουραδέμπορας, όπου κάποιος εμφανίζεται να προτείνει προς πώληση αηδιαστικά μέρη του κορμιού του (και μεταφορικώς βεβαίως) ή με το αγγλικό -monger. Στο κρεοπωλείο βέβαια η έμφαση είναι περισσότερο στην περίσσεια των κρεάτων που επαρκούν και για εξαγωγή. Κυρίως λέγεται ως κινητό κρεοπωλείο.

  2. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι περίπου συνώνυμο του μπριζολάδικο, δηλαδή σημαίνει ευαγές ίδρυμα όπου προσφέρεται πλήρες σεχ. Βέβαια πρόκειται περισσότερο για ασθενή μεταφορά παρά για παγιωμένο τεχνικό όρο, όπως το μπριζολάδικο. Μια μεταφορά, η οποία έχει κάπως ηθικολογική χροιά και καυτηριάζει το γεγονός ότι πωλείται πλήρες σεξ, ως μή όφειλε. Λ.χ. θα χαρακτηριστεί λιγότερο ως κρεοπωλείο ένα μπουρδέλο, ενώ περισσότερο ένα στριπτιτζάδικο ή μασατζίδικο ή άλλα μέρη που δεν προσφέρουν επίσημα παρόμοιες υπηρεσίες. Η μεταφορά κρεοπωλείο θίγει εν προκειμένω α) το ότι δεν υποτίθεται ότι προσφέρεται η πλήρης αυτή υπηρεσία στο εν λόγω γαμαζί, β) ότι αυτό παρ΄ όλαφ τα γίνεται με την ενθάρρυνση της διεύθυνσης του γαμαζιού και όχι από πρωτοβουλία μιας επιμέρους κορασίδας. Εφόσον βέβαια πρόκειται για απλές μεταφορές, η χρήση ποικίλλει.

Εξάλλου, ο όρος κρεοπωλείο χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ηθικολογική μεταφορά για να καυτηριαστεί η επίδειξη ή σεξουαλική εργαλειοποίηση ανθρώπινης σάρκας, λ.χ. και σε παραλίες, πλατείες, νυφοπάζαρα και όπου.

- Τον φίλο σου, το κινητό κρεοπωλείο τι τον έφερες; Αφού έχει τον γκομενοδιώκτη.

- Παλιά κάναμε και τον χαβαλέ μας στο γαμαζί, πίναμε το ποτάκι μας, λέγαμε καμιά μαλακιούλα. Τώρα που έχει γίνει κρεοπωλείο και μαζεύεται όλη η καυλοπιτσιρικαρία στην ουρά για να κουρτινιάσει, τι να ευχαριστηθείς;
(Παράπονο πουρέιτζερ για την εκτράχυνση των γαμαζιών).

Στο 0.20 γράφει "το κρεοπωλείο της νέας εποχής". (από Khan, 08/11/11)(από Khan, 09/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, λέγεται έτσι σκωπτικώς το ομόηχο ΠΑ.ΠΕΙ., ήτοι το Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Εξάλλου, έτσι ονομάζεται και το περιοδικό του Πανεπιστημίου.

Είτε παπί, είτε Πιπάντειο, πίπες σπουδές θα κάνουμε, αυτό είναι το μόνο σίγουρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη για το μπάγκαλοου, σε χρήση κυρίως στις δεκαετίες 60-70. Από τα γαλλικά, όπου cabane = καλύβα.

Bungalows - Οι θρυλικές καμπάνες του Αστήρ Παλλάς Βουλιαγμένης.
Κάθε ένα από τα 58 πλήρως ανακαινισμένα Bungalows στο Arion Resort & Spa, Astir Palace είναι πραγματικά εκπληκτικά.
(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

Καταρχήν ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο. Κατ' επέκταση, αποτελεί βρισιά για οποιοδήποτε σπίτι, οικογένεια και δη για το γήπεδο της ομάδας αντίπαλου φιλάθλου. Συχνά ενταγμένο σε βρισιές όπως «γαμώ το πουτανόσπιτό σου», «το πουτανόσπιτό σου μέσα» κ.τ.ό.

  1. Καλά τους τρέντηδες που βγαίνουν για φαί- πιοτό στα δηθενάδικα στο Μετάξι δεν τους ενοχλούν τα πουτανόσπιτα που είναι σειρά το ένα μετά το άλλο;

  2. Κοιταξτε εναν που θελει να ειναι και βαζελος το πουτανοσπιτο του μεσα (Εδώ).

  3. να γκρεμισω το πουτανοσπιτο σου ρε κωλοτρυπιδακι; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάστημα, κυρίως στον χώρο της διασκέδασης / εστίασης / τουρισμού, που πιάνει κώλο, τουτέστιν χρεώνει υπερβολικά τις υπηρεσίες του. Φαρμακείο. Μπορεί ν’ αναφέρεται είτε σε σούπερ κυριλέ μαγαζί, είτε, το συνηθέστερο, σε τυχάρπαστα λαμόγια που, ιδίως κατά τη θερινή σεζόν, επιθυμούν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τον μήνα που θρέφει τους δώδεκα, την περατζάδα ή την καλή θέα του καταστήματος, την άγνοια της τοπικής κουζίνας από τους αλλοδαπούς επισκέπτες που όσο να ’ναι δυσχεραίνει τον άμεσο γευστικό εντοπισμό της φόλας και το γεγονός ότι μέχρι να την καταλάβουν θα έχουν φύγει και θα έχει αφιχθεί η επόμενη φουρνιά θυμάτων.

Ο δε ιδιοκτήτης της επιχειρήσεως κωλοπιάστης.

- Πάμε στο bar restaurant; Έχω ακούσει ότι έχει φοβερή κουζίνα;
- Όχι ρε φίλε, κωλοπιαστράδικο είναι. Πάμε να φάμε καμιά μαρίδα να φχαριστηθούμε, να ’χει και χύμα κρασί να πιούμε όσο θέλουμε!

Δες και -άδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά η πόλη Τρίκαλα, υπονοώντας ότι οι κάτοικοί της είναι τυρόβλαχοι, τύροι, ή τυρόλδοι (βλ. και ντιρόλο). Βέβαια, συνήθως οι παρόμοιες εκφράσεις χαρακτηρίζουν τους Λαρισαίους, πρβλ. τυρί, τυρέμπορας, τυρόγαλο, αλλά πιάνει η μπάλα και τους Τρικαλινούς.

- Πώς το βλέπεις το Μαράκι; Νταξ, είναι από τα Τυρίκαλα, αλλά από όταν πήγε Εράσμους στην Μπαρτσελόνα έχει κάνει στροφή στην πχοιότητα!
- Καλό το Τρίκαλο! Τι λέω; Τι καλό; Τρίκαλο και βάλε.

(από Khan, 05/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (χαμηλή) κορφή, κρητιστί.

Μα σένα η αγάπη σου
μοιάζει των ατσιγγάνω,
που στήνουν τα τσαντίρια τους
εις τα παπούρια απάνω!

Got a better definition? Add it!

Published