Selected tags

Further tags

Η λέξη αστρέχα είναι βασικά τεχνικός όρος. Αντιστοιχεί στο κομμάτι μιας στέγης - κεραμοσκεπής συνήθως - το οποίο εξέχει από τον κυρίως όγκο του σπιτιού για λόγους προστασίας από το νερό της βροχής.

Πλην όμως, χρησιμοποιείται συνήθως ως επίρρημα - κάποιος πάει αστρέχα - για να περιγράψει κάποιον που περπατάει κολλητά με τον τοίχο, μπας και φάει καμιά σταγόνα βροχής λιγότερη, και σπανιότερα και ως ρήμα - κάποιοι αστραχούν.

Η προέλευσή της είναι από την θεσσαλική ύπαιθρο, συναντάται όμως και σε άλλα μέρη της ελληνικής υπαίθρου.

  1. Μα, να μην πάρω μια ομπρέλα μαζί μου, πήγαινα μια ώρα αστρέχα!

  2. - Πήγες να δεις τις κότες;
    - Ναι, έβρεχε και αστραχούσαν (δηλαδή ήταν έξω, αλλά κολλητά με το κοτέτσι για να προφυλαχθούν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χτίζει αυθαίρετα σε μη επιτρεπόμενους τόπους.

  1. Συντριπτικά κατάγµατα σε χέρι και πόδι για τον Φλώριο Ασηµοµύτη. Αγνωστοι του επιτέθηκαν µε λοστό προκαλώντας του σοβαρότατους τραυµατισµούς, αρπάζοντας και 12.000 ευρώ από τα ταµεία της επιχείρησής του. Ο µεσίτης και επιχειρηµατίας εκείνη την εποχή δεν µάσησε τα λόγια του, φωτογραφίζοντας ευθαρσώς τους υπεύθυνους της επίθεσης που δέχτηκε: «...είναι οι αυθαιρετάκηδες του νησιού», τόνιζε µε οργή τότε στα Μέσα. (Παραπολιτικά).
  2. Ε ΟΧΙ ΚΑΙ ΝΑ ΛΕΝΕ ΤΗ ΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΛΟΥΤΕΜΗ ΓΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΣΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΩΝΕ ΛΑΘΡΟΚΑΤΟΙΚΩΝ. ΙΣΑ ΚΙ ΟΜΟΙΑ ΟΙ ΑΥΘΑΙΡΕΤΑΚΗΔΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΜΩΡΕ; ΕΚΕΙ ΦΤΑΣΑΜΕ; ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΘΕΤΕ; ΜΗΠΩΣ ΘΕΤΕ ΚΑΙ ΚΟΙΝΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΓΙΑ ΔΕΞΙΟΥΣ ΚΙ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥΣ; ΑΥΤΑ ΚΑΝΕΙ Η ΔΕΞΙΑ ΚΑΙ ΔΙΧΑΖΕΙ ΤΟ ΛΑΟ. (Χ).
  3. Οι αγροτικές φυλακές Κασσαβέτειας είναι αυστηρές, όπως αρμόζει σε serial killer: παντού πράσινο, αγροί, δέντρα, γελάδια. Α, και με διαχρονικές καταγγελίες για αποδράσεις λόγω ελλιπών μέτρων φύλαξης. ΠΕΘΑΝΑΝ 100 ΑΥΘΑΙΡΕΤΑΚΗΔΕΣ αλλά τουλάχιστον σώσαμε τον Κουφοντίνα! ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΗΘΟΣ. (Ι-efimerida).
  4. Ας επιστρέψουμε στο 2020, όταν γνωστός μεσίτης της Μυκόνου δέχτηκε μαφιόζικη επίθεση έξω από το σπίτι του. Ενας άντρας τού είχε στήσει καρτέρι κρατώντας σιδερολοστό. Οταν εμφανίστηκε ο μεσίτης, άρχισε να τον χτυπά σε χέρια και πόδια με αποτέλεσμα να του προκαλέσει σοβαρά κατάγματα. Ο μεσίτης μίλησε δημόσια για όσα είχαν συμβεί. Ως ηθικούς αυτουργούς της δολοφονικής επίθεσης σε βάρος του κατέδειξε «τους αυθαιρετάκηδες του νησιού» όπως τους αποκάλεσε. Σύμφωνα με δημοσιεύματα επρόκειτο για πάνω από 100 περιπτώσεις αυθαιρεσιών σε βίλες, ξενοδοχεία και καταστήματα στα οποία φέρονται να εμπλέκονταν βαρυσήμαντα ονόματα του νησιού. Ο μεσίτης είχε προβεί σε έγγραφες καταγγελίες τόσο προς τις αρμόδιες αρχές όσο και στα social media. (Documento).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην αργό των οικοδόμων είναι το ειδικού τύπου φορτηγό, όπου είναι κατάλληλα κατασκευασμένο για τη μεταφορά μπετό από το εργοστάσιο παρασκευής έτοιμου μπετό μέχρι και την οικοδομή ή το εργοτάξιο. Ετυμολογείτε από το ιταλικό: barella.

- Μαστρό-Τρύφωνα τι ώρα θα 'ρθει η βαρέλα; Έχουμε και σπίτια!

βαρέλες

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς η Βωβούπολη, δηλαδή το τμήμα του Αμαρουσίου κοντά στην λεωφόρο Κηφισίας που είναι γεμάτο με κτήρια που κατασκεύασε ο Μπάμπης Βωβός, ή άλλη περιοχή με κτήρια του ίδιου κατασκευαστή, λ.χ. ο Βοτανικός (που δεν έχει όμως ολοκληρωθεί), η γενικά η Αθήνα ως ένας τριτοκοσμικός τόπος, όπου οι εκσυγχρονιστικές λύσεις τ. Ελλαδέξ θεωρείται ότι δεν έχουν και την καλύτερη πχοιότητα. Εξ ου και το β΄ συστατικό -στάν, που παραπέμπει σε υπανάπτυκτο κράτος που μάταια προσπαθεί να ακολουθήσει δυτικά πρότυπα, συχνά με τραγελαφικά αποτελέσματα.

Περισσότερα για το Βωβοκιστάν-Βωβούπολη στον ορισμό του Πάτση.

  1. επιμενω αστροπελεκι, τι δουλεια κανεις; αν θες βεβαια μου λες την αληθεια, διαφορετικά μπορείς να γραψεις: «αστροναυτης σε τροχια γυρω από το Βωβοκισταν» (Εδώ).

  2. Ο εμπνευστής και δημιουργός της «Βωβούπολης» ή «Βωβοκιστάν», του «μαρουσιώτικου Μανχάταν» με τους ενεργειοβόρους γυάλινους πύργους και τις εκνευριστικές, θηριώδεις, προκλητικές επιγραφές με το όνομα του: babis vovos. Ένας επαρχιώτης από τα Φιλιατρά, οπλισμένος μόνο με ένα πτυχίο πολιτικού μηχανικού, θράσος και οράματα από ταξίδια στο Μανχάταν. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκυλί ειδικά εκπαιδευμένο για τη φύλαξη ανολοκλήρωτων οικοδομών (κοινώς «γιαπιά»). Τείνουν να στέκονται στην άκρη και να προστατεύουν το γιαπί όχι μόνο από ανθρώπους αλλά και άλλους σκύλους. Ένας σκύλος είναι η μεγαλύτερη απειλή για έναν άλλο σκύλο καθώς μπορεί να απειλήσει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία την οποία προστατεύει.

Αρχική δημοσίευση: γιαπόσκυλο.

Ρε συ Κοσμά αρχιμπετατζή, λες να συμβεί τίποτε που αφήνω την οικοδομή αφύλαχτη με όλα τα υλικά χύμα χωρίς να έχω ούτε καν ένα γιαπόσκυλο;

(από anandam, 29/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκιοσές (τουρκικής προέλευσης λέξη) είναι το κλειστό μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, σε ένα δίπατο σπίτι. Συνήθως ξεπετάγεται μες τον δρόμο, αφού το πλατύσκαλο του σπιτιού είναι το όριο του δρόμου. Οι ορίτζιναλ γκιοσέδες ήταν ξύλινοι και είναι καθαρά δείγμα αρχιτεκτονικής της περιοχής των παραλίων, καθώς και των νησιών, σε αστικές συνοικίες. Από τον γκιοσέ ελέγχεις όλη την κίνηση του δρόμου, αφού στην ουσία στέκεσαι πάνω από τον δρόμο.

Σπίτια με γκιοσέδες υπάρχουν στα παράλια και στα νησιά κοντά στα παράλια. Έχουν μείνει ακόμα κάποια σπίτια με γκιοσέδες, αλλά οι πιο πολλοί γκρεμίστηκαν με την έλευση των λεωφορείων και των φορτηγών.

Δείτε τα μήδια.

(από electron, 18/12/09)πάρτε τρεις γκιοσέδες στη σειρά (από electron, 19/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι αρχιτεκτονικές προεξοχές σαν κλειστά μπαλκόνια/εξώστες σε μία πολυκατοικία ή τουλάχιστον σε διπλοκατοικία που προεξέχουν από το επίπεδο της όψης και σου δίνουν την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε μπαλκόνι. Ετυμολογείται από το γερμανικό erker. Δεν είναι ακριβώς αργκοτικό μα πιο πολύ παλιακό λήμμα.

Οι προεξοχές αυτές προεξείχαν (!) έως και 1,40 μέτρα βάσει ρύθμισης του 1923 τη στιγμή που τα κανονικά μπαλκόνια το όριο αυτό όμως -δυστυχώς- μειώθηκε βάση νόμου του 1937 του καθεστώς του φασίστα δικτάτορα Μεταξά στα 40 εκατοστά (κανονικό κουτσούρεμα). -Τα φασιστικά καθεστώτα όπως φαίνεται εκτός από την ελευθερία του λόγου τα βάζουν και με την αρχιτεκτονική- Τα έντονα έρκερ λοιπόν είναι συνηθέστερα σε κτίρια του μεσοπολέμου και ιδιαίτερα τη δεκαετία του 30'. Μοιάζουν κάπως με τα ξύλινα οθωμανικά σαχνισιά των Βαλκανίων και της Τουρκίας.

Πολυκατοικίες με μεγάλα έρκερ ήταν προνομιούχες κατοικίες, προορίζονταν για την εύπορη αστική τάξη, δηλαδή για αρχόντους, είχαν άνετα, φωτεινά και πολυτελή διαμερίσματα (συχνά με μαρμάρινα μπάνια, κουζίνες με πεντελικό μάρμαρο, δωμάτιο για την υπηρέτρια, διπλές πεντάφυλλες ντουλάπες, δρύινα πατώματα, διπλά ασανσέρ, καλά μωσαϊκά, κτλ). Βάση του μεταξικού νόμου που είναι σε ισχύ μέχρι και σήμερα (2017), τα έρκερ όταν υπάρχουν σε μία πολυκατοικία χτισμένη μετά το 1937 (υπάρχουν και σε νεόδμητες πολυκατοικίες δηλαδή) λόγω του μικρού τους πλάτους είναι σχεδόν δυσδιάκριτα και περνάνε μάλλον απαρατήρητα, το πλάτος βλέπεται μετράει.

Κυψελάρα, Εξάθλια, Κολωνάκι, Πατησίων βρίσκεις πρώην αστικές πολυκατοικίες με έρκερ, αλλά και στα στενά της Ομόνοιας και της Βάθης μπορείς να βρεις.

Αθηναϊκές (πολυ)κατοικίες με έρκερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των οικοδόμων έτσι λέγεται ο διακόπτης με δύο ή τρία κουμπιά που το κάθε από αυτά ανοίγει μία διαφορετική σειρά από φώτα στον ίδιο χώρο ή διπλανούς χώρους. Ετυμολογείται από το γαλλικό commutateur που σημαίνει το διακόπτη γενικότερα.

-Αλλάξαμε τα κομιτατέρ κάτω γιατί δεν ανάβανε όλες οι λάμπες στα πατάρια.

κομιτατέρ με τρία κουμπιάκομιτατέρ με τρία κουμπιά κομιτατέρ με δύο κουμπιά σε vintage στυλκομιτατέρ με δύο κουμπιά σε vintage στυλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξύλινο καδρόνι/δοκάρι τετράγωνης διατομής που χρησιμοποιείται σε οικοδομικές εργασίες, συχνά στο καλούπωμα για αντιστήριξη του ξυλότυπου.

Το Βικιλεξικό προτείνει δύο ετυμολογίες, από τα γαλλικά και τα ιταλικά:

  1. λατάκι < γαλλική latte (σανίδα) < αρχαία γαλλικά latte < αρχαία φραγκικά *latta < πρωτογερμανικά *lattō(n) / *laþþō(n) / *laþēn < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) (s)lat- (δοκάρι, κούτσουρο)
  2. λατάκι < ιταλική latta (τενεκεδάκι, κονσέρβα)

εδώ

Σε ελληνικούς εξειδικευμένους με την ξυλεία ιστοτόπους υποννοείται (και εδώ υποστηρίζεται ρητά) η προέλευση από το «έλατο», καθώς πρόκειται για ξυλεία ελάτου ή πεύκου: λατάκι<ελατάκι<έλατο.

Εδώ (στο σχόλιο 29) υποστηρίζεται το εξής: «Πληροφοριακά, λατάκι οι οικοδόμοι λένε ένα σανίδι που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα < τουρκ. lata:πηχάκι». Πρέπει όμως να σημειωθεί πως η τουρκική λέξη lata φαίνεται ότι σημαίνει σανίδα και όχι καδρόνι ή δοκάρι. Με αυτήν μάλιστα τη σημασία (σανίδα) θυμίζει πολύ την γαλλική λέξη latte, πιο πάνω.

Τολμώ να πω ότι δεν μου είναι απόλυτα πειστική κάποια από τις προαναφερθείσες θέσεις για την ετυμολογία της λέξης.

  1. Από εδώ, ως προσθήκη στον ορισμό:

Λατάκι

1) Κομμάτι ξύλου τετραγωνικής διατομής 7,5 Χ 7,5 εκ. (αλλά υπάρχουν και 8Χ8εκ) που χρησιμοποιείται στο καλούπωμα. Δεν έρχεται σε επαφή με το μπετόν γιατί η χρήση του είναι για ενίσχυση του πετσώματος (ξυλότυπου). Κατά τη διάρκεια της ζωής του θα κοπεί αρκετές φορές κι όταν το μήκος του πέσει κάτω από 1μ, θα λέγεται μπαγάς.

2) Ξύλο ορθογωνικής διατομής που χρησιμοποιείται για αντιστήριξη (κόντρα) του ξυλότυπου στο καλούπωμα.

  1. Από εδώ:

Ναι, ενιαία σκυροδέτηση κορμού-πέλματος και το εκπληκτικό είναι ότι δεν έχει ούτε ένα λατάκι μέσα στην πεδιλοδοκό.

(από patsis, 23/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρυμοτομία πόλης, με εντελώς ομοιόμορφα σχεδιασμένους παραλλήλους και καθέτους δρόμους και χωρίς καμπυλώσεις του εδάφους (φλάτ που λέμε).

Αντίθετο: Δρόμοι της Κούλουρης.

Κλασσικά παραδείγματα τέτοιου είδους μπακλαβαδωτού σχεδιασμού στην Ελλάδα, είναι οι δρόμοι του ιστορικού κέντρου των Πατρών (Κάτω πόλη), που σχεδιάσθηκαν έτσι απο τον αξιωματικό του Γαλλικού Μηχανικού Ιωάννη Βούλγαρη το 1829, κατ’ εντολή του Καποδίστρια, της Θεσσαλονίκης (μετά την πυργκαγιά του 1917), του Βόλου (μετά τους σεισμούς του 1955) και του Μεσολογγίου, όπου τα σχεδόν πανομοιότυπα τετραγωνάκια μοιάζουν με κομμάτια μπακλαβά.

Το σχέδιο αυτό, είναι εξαιρετικά χρηστικό για τους κατοίκους και κυρίως για τους επισκέπτες, διότι ευχερώς μπορεί να λειτουργήσει τροχιόδρομος (π.χ. τραμ-τρόλεϊ), υπάρχει απόσταση μεταξύ των κτηρίων με αποτέλεσμα τα οικήματα να έχουν περισσότερο φυσικό φώς και αέρα και κυρίως πάντοτε είναι δυνατός ο προσανατολισμός (αλλά μπορεί να αποβεί και βαρετό ή κουραστικό μοτίβο για τον ίδιο λόγο).

Αντιθέτως, η καμπυλωτή γεωμορφολογία (βλ. Αθήνα), η τσαπατσούλικη οθωμανική δόμηση (βλ. Ηράκλειο) ή η αμυντική αρχιτεκτονική των νησιών (βλ. Κυκλάδες), φαίνεται να είναι πιο συναρπαστική εμπειρία, αφού συμμετέχει κι ο διαβάτης στο σχέδιο: Χάνεται, ταλαιπωρείται, βλαστημάει, αλλά και εκπλήσσεται, ανακαλύπτει, σκαρφαλώνει, κοιτάζει τη θέα απο ψηλά κλπ. Έπειτα, η ιδέα με τις πεζοδρομήσεις είναι ευκολότερα εφαρμόσιμη σε τέτοιες ρυμοτομίες π.χ. κάποιο απόμερο σοκάκι, που παρεμβάλλεται βουστροφηδόν μεταξύ δυο αρτηριών, γίνεται ένα όμορφο στέκι, τα δαιδαλώδη στενά ενός λόφου συνδέονται με γραφικά σκαλοπάτια κλπ.

Διαλέγετε και παίρνετε!

(Ο οδηγός):
- Πού μας είπε αυτός να στρίψουμε;
(Η συνοδηγός):
- Ξέρω ’γώ; Σε σένα μίλαγε...
(Ο οδηγός):
- Ωχ, αδιέξοδο! Πάλι κύκλο θα κάνω ρε πούστη μου!
(Η συνοδηγός):
- Κατάφερες να χαθείς εδώ βρε ζωντόβολο; Μπακλαβάς είν’ οι δρόμοι...

Στην αγαπημένη Βαρκελώνη, έχει και μπακλαβά έχει και σοκολάτα με τσούρος. Ναι, οκ, ό,τι θυμάμαι χαίρομαι. (από Galadriel, 16/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified