Further tags

Η κότα στα καλιαρντά, ρομανί προέλευσης (khajni = κότα, προφέρεται κχαϊνί).

  1. Αβέλω χαρχάλω (Με έπιασε πείνα) βουέλω να χάλω (Και θέλω να φάω) κακνά της κακνής δικελτά (Αυγά μάτια τηγανητά) Αβέλω μπαλόμπα (Έχω γίνει χοντρή) Και νάκα η μπόμπα (Και δεν κάνω πίπες) Μονάχα τα μπουτ πιασμαντά (Μονάχα βάζω συνέχεια χέρι) (Από το άσμα Καλιαρντοσύνες)

  2. Της κακνής τα κακνά αβελέ τα δικελτά ... γελιο που χουν τα καλιαρντα.τι τα μιλατε ομως εσεις οι ξεφωνημενες αφου τωρα εχουμε και καλα δημοκρατια. (Από μπουρδελοσάιτ).

(από Khan, 12/11/14)Καλιαρντός πλην καλιαρντοφοβικός Γεωργίου. (από Khan, 12/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει νηστεύω στα καλιαρντά εκ των γκόντης= Θεός (<αγγλικό God) και του στερητικού α- και του χάλω= τρώω (<hal που έχει την ίδια σημασία στη ρομανί).

Ενώ ο λαός γκονταχαλώνει και αβέλει διακόνα στο μπερντέ και στο γυροδιακονιάρισμα. (Με τον τρόπο του Χάρρυ Κλυνν).

Σαρακοστιανός χίπστερ. (από Khan, 03/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των λατσός = όμορφος (< lačho = όμορφος, καλός στη ρομανί) και του ιταλικού fortuna = τύχη. Ό,τι πρέπει για καλιαρντοευχές.

Εχει ο γκούρμπαντος γενέθλια; Πολύχρονος να 'σαι, πολύχρονος και λατσοφουρτούνας!!!!!! Α κι εγώ να σε χαίρομαι όχι μόνο η αρτίστα του βωβού! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκόμενoς, η γκόμενα.

Πιθανώς γύφτικης προελεύσεως.

Ήρθε η κατέ μου και σπάμε για έξυπνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν ξέρει να κάνει τη δουλειά του και το παίζει ειδικός. Κάνει αλχημείες, μπαλώματα, πασαλείμματα, βλέπε και ξυλοσχίστης. Ρεμπέτικη έκφραση σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες. Την έλεγαν για όποιον έκανε φάλτσα σε κάποιο μουσικό όργανο.

Μου το γάμησες το τραγούδι στα λάθη. Φύγε απο δω ρε καλαμπόρτσο, θα μου το κλείσεις το γκρουπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλέβω κάτι, χρησιμοποιείται μόνο για αντικείμενα μικρής αξίας.

Έλεος... μου τσούρνεψαν εκείνο το μαύρο το στυλό...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγγάνος. Αργκό της φυλακής, κυρίως.

Τσαβό ή chavo είναι στα Ρομανί, τη γλώσσα των τσιγγάνων, το αγόρι, ο γιός.

Η λέξη, με τη μορφή chav, είναι του συρμού στην τρέχουσα Αγγλική αργκό - είναι όρος απαξιωτικός για λαϊκά παιδιά, σπανίως Ρομά, που φοράνε πολύ μπλινγκ και Burberrys. Στο urban dictionary το λήμμα έχει 260 ορισμούς.

  1. - Καμμένο το τσαβό ... δέκα πακέτο πήρε για τα βέρια.

  2. - Να νε λατσό τσαβό... (Δεν είναι καλό παιδί ...).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά την διάλεκτο των Ρόμα, είναι ο άσχετος, αυτός που δεν σχετίζεται με αυτό που κάνει.

  1. Δες τον καλαμπόρτζο πώς οδηγεί!

  2. Βρε τον καλαμπόρτζο, το αυτοκίνητο του είναι αερόψυκτο και επέμενε στον βενζινά να του βάλει αέρα στη μηχανή.

στο 0.38 (από Khan, 13/02/11)

Πρβλ. και άκυρος.

Κακοτεχνίτες: καλαμπόρτζης, κομπογιαννίτης, μπασματζής, ξυλοσχίστης, σκιτζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρακλό σημαίνει: «Το Ελληνάκι» στα γύφτικα (τσιγγάνικα για ευγένεια). Χρησιμοποιείται για να τονίσουν την ελληνική καταγωγή κάποιου, αν και τις περισσότερες φορές υποτιμητικά.

-Τι ντικές το ρακλό; Περνά ζωή και κότα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζαλισμένος στα καλιαρντά, εκ των δικέλω (=βλέπω < dikhel της ρομανί με την ίδια σημασία) και σβούρα, δηλαδή είναι αυτός που έχει πάθει ίλιγγο ή ζάλη και τα βλέπει όλα σβουρισμένα ένα πράμα.

Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές, δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη γκοντάχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ κι έχει πέσει στην αχαλού και στο γυρωδιακονιάρισμα.

Ένας πούστης να μιλήσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified