Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

  1. Πηγαίνω κάπου, μεταβαίνω. Το τράβηγμα = η μετάβαση. Συνήθως (αλλά όχι πάντα) η χρήση του υπονοεί ότι η μετάβαση αυτή προκαλεί δυσφορία στον μετακινούμενο, ότι είναι γι' αυτόν σκέτη ταλαιπωρία. Επί το κοσμιότερον, αλλά με την ίδια σχεδόν σημασία, χρησιμοποιείται το πολύ ευρύτερα διαδεδομένο «τρέχω» (αν δεχθούμε ότι το «τραβιέμαι» προκαλεί σεξουαλικούς συνειρμούς). Το «τρέχω» και το «τρέξιμο», αν και πιο πολιτικώς ορθά, δηλώνουν κατά κανόνα ένα βαθμό δυσφορίας του υποκειμένου. Αντίθετα, το «τραβιέμαι» παίζει να χρησιμοποιείται και ουδέτερα, ως ένας εξαιρετικά μαγκιόρικος τρόπος να πεις απλώς «πάω» κάπου.

  2. Βρίσκομαι μέσα σε μια ορισμένη κατάσταση, περνάω μια ορισμένη φάση στη ζωή μου με τις ιδιαιτερότητες και τα προβλήματά της. Εν προκειμένω δλδ, το ρήμα δηλώνει περισσότερο την εν χρόνω διάρκεια μιας κατάστασης ενώ στην περίπτωση 1 δηλώνει την κίνηση.

Παραδείγματα: τραβιέμαι με τα ναρκωτικά απ' τα 14, τραβιέμαι πολύ με τη δουλειά αυτό τον καιρό, τραβιέμαι τώρα 3 μήνες μ' ένα γκομενάκι, η Ρούλα τραβιέται με τα ψυχολογικά της τα τελευταία 2 χρόνια κ.ο.κ.

Τράβηγμα = η όλη φάση, το όλο σκηνικό με τα παλούκια του και τις μανούρες του (αλλά ενίοτε και τις καλές του στιγμές). Και εδώ παίζουν εναλλακτικά τα «τρέχω» και «τρέξιμο», αλλά σε λιγότερες περιπτώσεις. Π.χ. μπορείς να πεις «η Ρούλα τρέχει με τα ψυχολογικά της τα τελευταία 2 χρόνια» αλλά χλωμό να ακούσεις «τρέχει με τα ναρκωτικά από μικρός».

  1. Βρίσκομαι σε μπελάδες. Σημασία συναφής με την 2 (της οποίας ενδεχομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί υποκατηγορία). Εδώ τα τραβήγματα είναι απλώς και μόνο μπελάδες, ενώ η όλη φάση μπορεί ανέτως να χαρακτηριστεί ως εξόχως μανουριάρικη. Τα «τρέχω» και «τρέξιμο» χρησιμοποιούνται σε απόλυτη αντιστοιχία, διαφέρουν όμως όσον αφορά την ένταση της μανούρας. Όταν σε έχει χώσει το αφεντικό να δουλεύεις υπερωρίες απλήρωτες, το λες «τρέξιμο», το λες και «τράβηγμα». Όταν όμως σε κυνηγάει κάποιος πιστωτής σου να τον ξοφλήσεις και απειλεί ότι, αν δε το κάνεις, θα σε θάψει, τότε έχεις απλά πολύ χοντρά τραβήγματα.

Γενικά και για τις τρεις περιπτώσεις: το «τραβιέμαι» είναι πιασάρικο διότι γραμματικώς ανήκει στη μέση φωνή, η οποία διατηρεί στενές επαφές τρίτου τύπου με την παθητική φωνή (και κλίνεται όπως αυτή). Τονίζει δλδ τη διάσταση του πάθους, του ακούσιου, του αναγκαστικού. Βλ. και το κλασικό «τραβάτε με κι ας κλαίω». Γιατί όλους μας αρέσει κατά βάθος να μας τραβολογάνε κι ας μη το παραδεχόμαστε. Έχει τη καύλα του ενίοτε να αφήνεσαι, να παρασύρεσαι, να άγεσαι και να φέρεσαι, να είσαι άθυρμα στον άνεμο, να μην προσπαθείς ψυχαναγκαστικά να τα έχεις διαρκώς όλα υπό τον έλεγχό σου, να αφήνεις και λίγο τα πράματα στην τύχη.

Some of them want to be abused, όπως έλεγαν και οι Ευρυθμικοί.

  1. - Μαλάκα ψάχνω να βρω λίγη φούντα για την Κυριακή που θα 'μαστε με τη Γωγώ. Γουστάρω να 'χω κάτι να την κεράσω, μη με πάρει και για μαλάκα... Tραβιόμαστε καμιά Ομόνοια λες;
    - Είσαι άσχετος τελικά. Στην Ομόνοια πας μόνο για ζαπρέ αγόρι μου, δεν πας για μαύρο... Για μαύρο μόνο στους γύφτους.
    - Ε άντε λοιπόν ρε φίλε, θα με πετάξεις με το μηχανάκι να ψωνίσουμε; Θα σου βάλω και βενζίνη...
    - Δε θα 'σαι καλά μου φαίνεται. Δεν τραβιέμαι τέτοια ώρα Ζεφύρι για κανένα λόγο... Αύριο και βλέπουμε...

  2. - Πόσα χρόνια τραβιόσαστε με το φροσάκι βρε μαλάκα; Τρία, τέσσερα; Πώς και την παλεύεις ακόμα;
    - Το κέρατο όμως που της έχω περάσει δεν περιγράφεται.

  3. - Πριν δυο χρόνια που λες, ο Γιαννάκης κι ο Τάσος κάνανε την κέντα και πήρανε το εκείνο το μπαράκι που πουλιότανε στο Μαρούσι. Το δούλεψαν καλά στην αρχή, κονομάγανε, γαμούσαν και τα γκομενάκια που πήγαιναν να ζητήσουν δουλειά... Κομπλέ η φάση, αμέρικαν ντρημ σου λέω κι έτσι...
    - Και μετά τι χάλασε;
    - Μετά ο ένας έμπλεξε με τα κοκορέτσια, τον άλλο τον έβαλε μες το βρακί της μια καριόλα μπαργούμαν που γνώρισε εκεί... Το παράτησαν το μαγαζί, άρχισαν να μπαίνουν μέσα... Χρώσταγαν στην εφορία, στο προσωπικό, στον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Στο τέλος έβαλαν λουκέτο. Και τώρα έχουν όλους αυτούς να τους κυνηγάνε, χώρια τα δικαστήρια για τα ναρκωτικά. - Πω ρε φίλε, αυτά είναι χοντρά τραβήγματα.

αφού κορόιδο πιάνεσαι τί θέλεις και τραβιέσαι; (από joe909, 06/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας υποθέσουμε πως κάποιο μέρος, υπαίθριο, στεγασμένο ή ημιυπαίθριο, κατακλύζεται από κόσμο. Κοσμοσυρροή σα να λέμε. Μαζική προσέλευση. Κοσμοπλημμύρα. Και δημιουργείται το αδιαχώρητο. Γίνεται το έλα να δεις. Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα (όπως έλεγε κι η γιαγιά μου). Σα να μοιράζουν λεφτά ένα πράμα.

Τότε ακριβώς λέμε πως εδώ πέφτει ξύλο.

Προφάνουσλυ, το ξύλο δεν νοείται κατά κυριολεξία: η έκφραση αποδίδει με γλαφυρό τρόπο την αγωνία όλων αυτών των συγκεντρωθέντων να εισέλθουν σε κάποιο Ναό (με την ευρύτερη δυνατή σημασία του όρου), να εξαγνιστούν σε κάποια σύγχρονη Κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Η απλή είσοδος ενίοτε δεν είναι αρκετή, και η μάχη συνεχίζεται προς εξασφάλιση μιας ευνοϊκής θέσης εντός του συγκεκριμένου Ναού.

Η ατμόσφαιρα είναι συνήθως ηλεκτρισμένη, καθώς όλοι αλληλοϋποβλέπονται. Ο Άλλος εκλαμβάνεται ως απειλή, ως αυτός που πρόκειται ενδεχομένως να σου στερήσει ζωτικό χώρο. Η λέξη διαγκωνισμός αποκαθίσταται στις πραγματικές της διαστάσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεδομένης της υψηλής συγκέντρωσης διπόδων ανά τ.μ., το ξύλο παίζει από μεταφορική έκφραση να μετατραπεί σε πραγματικότητα. Διότι στο φινάλε, όλες οι μεταφορές δεν είναι και τόσο μεταφορές, αν το ψαχουλέψεις κάπως το ζήτημα.

Και έρχομαι στα παραδειγματάκια που όλοι περιμένατε.

  • Ξύλο πέφτει σε έναν μεγάλο ποδοσφαιρικό αγώνα.
  • Ξύλο πέφτει σε μια σπουδαία καλοκαιρινή συναυλία.
  • Ξύλο πέφτει σε μια μεγάλη ανοικτή προεκλογική συγκέντρωση.
  • Ξύλο πέφτει εντός και εκτός ενός λίαν γκλαμουριάρικου νυχτερινού διασκεδάδικου.
  • Ξύλο πέφτει (αυτό συμβαίνει συνήθως στο Αμέρικα) όταν, εκτός ελέγχου λοβοτομημένοι καταναλωτές, περιμένουν αξημέρωτα να ανοίξουν οι πόρτες του αγαπημένου τους πολυκαταστήματος σε περίοδο προσφορών. Μια τέτοια επείσακτη αμερικλανιά έχουμε κι εδώ τα τελευταία χρόνια, κάθε φορά που σκάει το καινούριο βιβλίο του μαλακοπίτουρα του Χάρι Πότερ: άλλο ένα ψευδοσυμβάν (Baudrillard) που στήθηκε από τα Μέσα, καταναλώθηκε από τα Μέσα, υπάρχει μόνο για τα Μέσα.

Όπως θα ψυλλιαστήκατε, το πέφτει ξύλο έχει συνδεθεί άρρηκτα με την κατανάλωση. Κατανάλωση ήχων, κατανάλωση προκάτ πολιτικών συνθημάτων, κατανάλωση ψευτογκλαμουριάς και νοθευμένων ξιδιών, κατανάλωση «εκτόνωσης» και «ψυχαγωγίας», κατανάλωση στημένων παιχνιδιών και πουλημένων διαιτησιών, κατανάλωση άχρηστων πολυμίξερ και αποχυμωτών, κατανάλωση της κατανάλωσης σε τελική ανάλυση.

Έπεφτε ξύλο θα ακούσεις να λένε όσοι παρευρίσκονταν σ' αυτόν τον τεχνητό πανζουρλισμό, για να κομπάσουν σε στιλ «ήμουν κι εγώ εκεί, ήτανε γαμάουα, δεν ξέρεις τι έχασες». Θα το πουν επίσης όσοι κονομάνε αμέσως ή εμμέσως απ' αυτά τα σκηνικά, ως ένα είδος αυτοδιαφήμισης: ιδιοκτήτες νυχτερινών μαγαζιών («έπεφτε ξύλο χτες βράδυ, δεν ξέραμε που να τους βάλουμε, αρχίσαμε να διώχνουμε αβέρτα»), διευθυντές και στελέχη εμπορικών πολυκαταστημάτων («Με τις νέες προσφορές μας, βλέπω από Δευτέρα να πέφτει ξύλο, να γίνεται μάχη σώμα με σώμα ποιος θα πρωτοαρπάξει»), διοργανωτές και χορηγοί συναυλιών κ.ο.κ.

Το θλιβερό όμως είναι να το ακούς κι από κείνους που δεν έχουν τίποτα (ή ελάχιστα) να κερδίσουν απ' αυτό το καταναλωτικό όργιο: υπάλληλοι σε διασκεδάδικα / καταστήματα κλπ που από την πλύση εγκεφάλου τείνουν να ταυτιστούν με τον αιμορουφήχτρα τον αφεντικό τους, πειθήνια πρόβατα που αποθεώνουν τον και καλά χαρισματικό πολιτικό ηγέτη, γηπεδικά κοπάδια που αναζητούν στο οπαδιλίκι την δικαίωση για της ζωής τους τα ναυάγια, απελπισμένοι μικροαστοί που νομίζουν πως παίρνουν εκδίκηση για το πενθήμερο εργασιακό γαμήσι.

- Φίλε έπρεπε να ήσουνα στο opening party στο Ακρωτήρι... Έπεφτε ξύλο κανονικά... Όλος ο καλός ο κόσμος μαζεμένος σου λέω, μουνιά επιπέδου Τσάμπιονς Λιγκ, φοβερή μουσικούλα, τα Φεραρικά να σκάνε το 'να μετά το άλλο... Τέτοια σκηνικά δεν είναι για να τα χάνεις.
- Έλα, μη μου πεις... Κάτσε να το πω στ' αρχίδια μου να τοποθετηθούν κι αυτά περί του θέματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«...να 'χεις», δηλαδή «να 'χεις και απόθεμα», όπως στη φράση «δούλεψε να φας και κλέψε να 'χεις». Πιθανό η φράση να προέρχεται από τον τρόπο με τον οποίο οι πλανόδιοι και υπαίθριοι πωλητές διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους.

Κλασσική νεοελληνική φράση που συνοδεύει χειρονομίες χουβαρνταλίδικες. Δεν πρόκειται απαραίτητα για λαρτζεριές, αλλά για πράξεις που ανασκευάζουν έμπρακτα και καθ' υπερβολήν την αμφισβήτηση που έχει δεχθεί ο εκφέρων την φράση, ακριβώς ως προς το αν μπορεί να κάνει μια τέτοια υπέρβαση. Φυσικά, ο νεοελληνικός χαρακτήρ ορίζει ότι σε αυτές τις περιπτώσεις ο χρήστης της φράσης δεν αποσκοπεί απλά στο αποδείξει την αξία του, αλλά να εκμηδενίσει τον Άλλο, να τον συντρίψει, να του βουλώσει το στόμα και να του γαμήσει τη μάνα.

Αυτή η ψυχική οικονομία αναπόδραστα προσέδωσε με τον καιρό στη φράση σχεδόν αμιγείς συνδηλώσεις εκδίκησης, ώστε η πράξη την οποία συνοδεύει η φράση να μπορεί να είναι (ή να θέλει να παρουσιάζεται ότι είναι) και καθαρά ανταγωνιστική, εχθρική, βλαπτική σωματικά ή ηθικά ή συναισθηματικά και άφθονη μόνο ως προς αυτές τις τις ποιότητες (η φράση κατά βάθος απηχεί ένα πάρε-δώσε του ressentiment).

Κάπου στη μέση συναντάται η σημασία της φράσης που αφορά στην άφθονη προσφορά πράγματος ή υπηρεσίας που εκτιμώνται μεν γενικά ως θετικά, όχι όμως και από τον εκφέροντα τη φράση, ενδεχόμενως ακριβώς λόγω της γιουσουρουμικής αφθονίας της πράξης (σ' αυτήν την περίπτωση η φράση είναι κοντά στο δώσε και μένα μπάρμπα).

  1. (στο τραπέζι)
    - Βάλε ρε συ λίγο παραπάνω φετούλα στη σαλάτα... βάλε να φάμε... - ....
    - Ε βάλε ρε συ λίγο φετούλα να φάμ...
    - Ε να, πάρε να 'χεις ρε μαλάκα... φά' την όλη... ήθελα να φτιάξω πίτσα, τώρα το γάμησες... αλλά τέτοιος είσαι... - Πίτσα;
    - Χωργιάτικη... αλλά εσύ εκεί... - Συγνώμη, δεν ήξερα...

  2. (στο μπάσκετ)
    - Αρχίδια...
    - Να ρε μαλάκα, πάρε να 'χεις...

  3. (στο γαμήσι)
    - Πάρε μωρή ννννγκχχχχβνμμμ.... πάρε να 'χεις, που θα με πεις χοντρούλη... ννννγκχχχ... χοντρός είναι ο πούτσος μου... (βλ. και εδώ σχετικό poll).

  4. (στο ιντερνέτ).
    Αρχίδια. Πάρε να’ χεις. Δωρεάν: Ύστερα από το σάλο των τελευταίων εβδομάδων, οι bloggers ετοιμάζονται να περάσουν στην αντεπίθεση του free press. Το νέο εβδομαδιαίο έντυπο θα στελεχώσει η Εθνική του blogging, με την προϋπόθεση ότι κάποιος θα έχει επιβιώσει του μαλλιοτραβήγματος για την ηγεσία - και το editorial.

Εν τούτω Νίγκα (από Hank, 11/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που δεικνύει τη μη συνεννόηση μεταξύ δυο ατόμων και, όταν έχουμε χάσει τη μπάλα (που είναι τώρα;;) και προσπαθούμε να καταλάβουμε τί τρέχει, το λέμε στον εαυτό μας.

Καλά ρε παιδί μου, τι τρέχει εδώ, διορθώνω τον ορισμό μου και τον αποθηκεύω, αλλά το ρόλοι μου λέει 17.10 και η ιστοσελίδα λέει 14.10... Καλά, σε ποια χώρα λειτουργεί η ιστοσελίδα; Πάει, έχω χάσει την μπάλα και είμαι σε λάθος σελίδα, ας το δημοσιεύσω καλύτερα και βλέπουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... αλλά δεν το λέω. Ξέρω πολύ καλά τι θέλω να πω, αλλά συγκρατούμαι, είμαι ανώτερος άνθρωπος, δίνω τόπο στην οργή, το καταπίνω και δεν το λέω και μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου ωσεκτουτού τυχερό.

Σε ό,τι αφορά τις χειρονομίες, ενώ στην περίπτωση της προσωρινής αμνησίας που πραγματεύεται ο jonas ο δείκτης όντως δείχνει προς το στόμα του ομιλούντος και ενίοτε ακουμπά ελαφρά το κάτω χείλος ή και τη γλώσσα, στην περίπτωση του καταπιεσμένου μπινελικίου παίζει αντίχειρας, με το νύχι προς τα μέσα, να ακουμπάει στιγμιαία στην άνω οδοντοστοιχία και να φεύγει προς τα μπρος - έρκος οδόντων κλπ.

Απαντάται συνήθως στον αόριστο - «εδώ το 'χα». Συνήθως επίσης, της φράσεως προηγείται το αχ ή το να.

- Αχ, εδώ το 'χα να της τα πω ένα χεράκι και για την προκομμένη την κόρη της και πόσα παλούκια έχει πηδήξει που θα μου βγάλει εμένα γλώσσα για την ανατροφή που έχουν τα παιδιά μου, αλλά ας έχει χάρη που 'τανε μπροστά κι ο άντρας που 'ναι συνταξιούχος και ποτέ δεν έχει δώσει αφορμή και 'χει και την καρδιά του και τον λυπήθηκα τι χρωστάει αυτός τώρα και είπα μόνο θου κύριε φυλακήν τω στόματί μου και το μόνο που δεν άντεξα και της είπα φεύγοντας κυρα-περμαθούλαμου μεγάλη μπουκιά φάε μεγάλο λόγο μην πεις και κοίτα αυτά που κοροϊδεύουμε μια μέρα να μην τα λουστούμε, αλλά σε λέωΚατίνα μου να, εδώ το 'χα, σ' ό,τι έχω ιερό η Μαρία σου τι κάνει με 'κείνον τον ανεπρόκοπο που τραβιότανε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με πολλές νοηματικές αποχρώσεις της ίδιας κεντρικής ιδέας:

  1. Ηθικώς ανέξοδα, ανεύθυνα.
  2. Αέρας κοπανιστός, αρχίδια - μάντολες.
  3. Μια τρύπα στο νερό.
  4. Χύμα στο κύμα.
  5. Μην την ψάχνεις.
  6. Αεριτζίδικα και, συνεκδ., τζάμπα και βερεσέ, αδικοχαμένα λεφτά.

Ετυμολογία αδιευκρίνιστη στον γράφοντα. Bana στα τουρκικά σημαίνει σε εμένα.

Βλ. και αέρα πατέρα.

  1. Από εδώ: «Είσαι καλός παίκτης και προφανώς συμφωνείς, όταν είσαι ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ ουσιαστικά και αουτσάιντερ, μόνο αν βαρέσεις το φαβορί μπορεί να πάρεις τη θέση του, αλλιώς πάντα αουτσάιντερ θα είσαι. Και το ότι δεν μας έβαλε κανείς στο λέω, γιατί το γνωρίζω από πρώτο χέρι, όχι έτσι αέρα-μπανά.»

  2. Από εδώ: «Πάει εκείνη η εποχή που έπαιρνες ένα οικονομικό ψυγείο-για παράδειγμα-και «κρατούσε». Οι περισσότεροι πουλάνε μούρη κι αέρα μπανά.»

  3. Από εδώ: «Θα σε παρακαλούσα να προσέχεις λίγο τις εκφράσεις σου. Η Βικιπαίδεια δεν είναι χώρος πολιτικών τοποθετήσεων οτι μπαίνη εδώ μπαίνη τεκμηριωμένο και με πηγές όχι αέρα μπανά , γιαυτό καλό είναι όταν λές κάτι να το τεκμηριώνεις κιόλας» (sic)

  4. Από εδώ: «Όλη η κοινωνία αντιδρά ενάντια στην Κυβέρνηση των σκανδάλων και των απατεώνων! Όλη; Ακόμα κι οι τσιγγάνοι που πήραν αέρα-μπανά ένα τριχίλιαρο ευρά; Τι παράπονο έχουν κι αυτοί από την Νου Δου; Χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα» (sic)

  5. Από εδώ (Γεωργίου σπήκινγκ): «Μια μετοχή που πέφτει είναι ο Ολυμπιακός.. Αέρα μπανά και ότι κάτσει...Ψυχική επαφή με τον προπονητή δεν έχει κανένας παίκτης, τον έχουνε πάρει τον Ιταλό στη πλάκα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1α. Παραλλαγή της έκφρασης πουλί μου. Το λέγαν οι παλιοί, αντί για «γλυκιά μου / γλυκέ μου».

1.β. Ειρωνική χρήση του 1α όταν εκνευριζόμαστε στην κουβέντα.

  1. (παλιό) Πρόσταγμα για να αναγκαστείς και καλά να κοιτάς τον φακό της φωτογραφικής μηχανής τη στιγμή που ακούγεται το «κλικ». Χρειαζόταν κάποιο ισχυρό κίνητρο για να καθίσει ένα παιδί μπροστά σε αυτό το ακατανόητο τότε πράμα που λεγόταν φακός. Τώρα τι πουλάκι εννοούσαν ακριβώς, δεν ξέρω...

Αντίστοιχο αγγλικό (για χαμόγελο κολγκέητ): «Cheese!»

  1. Ο γνωστός άγνωστος που τα ξερνάει όλα, το καρφί, ο μαρτυριάρης. Κάτι σαν αυτό που λέει το άσμα «τό 'πε, τό 'πε ο παπαγάλος / πως σε αγκαλιάζει άλλος».

  2. Το πουλί, υποκοριστικό -για τα παιδιά.

1α. - Τι κάνεις πουλάκι μου, είσαι καλά; Η μανούλα σου; Ο μπαμπάκας; σου; Η αδελφούλα σου; Μπράβο το αγόρι μου...

1β. - Βρε πουλάκι μου, γιατί μου σπας τα νεύρα τώρα, θες να τσακωθούμε στην τελική;

  1. - Κοίτα, κοίτα Γιωργάκη το πουλάκι!!!
    («κλικ!») Έτοιμοι!

  2. - Πού το έμαθες;
    - Μου το είπε το πουλάκι...

  3. Γιατρέ, κάτι έβγαλε ο γιος μου στο πουλάκι του, να έρθουμε να το δείτε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσε μας ήσυχους μπούλη, κάνε αυτό που ξέρεις να κάνεις, γιατί είσαι μωρό ακόμα και πρέπει να δυναμώσεις.

Το αυγό τρώγεται και ωμό (τουλάχιστον πριν της πτηνογρίπης, αν πιστεύουμε σε τέτοια) από μια τρυπούλα που ανοίγουμε στο πλάι του με καρφίτσα, καθώς και χτυπητό στο ποτήρι με ζάχαρη ή / και κακάο. Παλιά συνταγή για να δυναμώσουμε. Το κάνουν ακόμα και τώρα τα μπιλντέρια, ε μαυρόγιαννε;

Κλασική σκηνή παιδικών χρόνων με τις μαμάδες να κυνηγούν τα μούλικα στο σχολείο, στο σπίτι, στην παραλία, παντού, με το βραστό αυγουλλλάκι. Κλασική εικόνα των παιδικών μου χρόνων, συμμαθητές (προσοχή: νέβερ συμμαθήτριες...) στο δημοτικό που δεν είχαν καλοπλύνει -ή και καθόλου- τα μούτρα τους και έσκαγαν μύτη στην τάξη ή στο σχολικό με ξεραμένα αυγά στην άκρη των χειλιών... (να, τό 'πα πάλι το αηδιαστικό μου εϊσιτζίδη, εντάξει;)

(Παραδόξως όμως η υποφαινομένη γουστάρει τρελά τα αυγά, όπως.)

- Εγώ πάντως σου λέω πως δεν είναι και πολύ σώφρον να κανονίσετε να πα να τον πλακώσετε στο ξύλο.
- Καλά, εσύ ρούφα τ' αυγό σου τώρα και άσε μας να κάνουμε τη δουλειά μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλάκις αναφερόμεθα εις αλλοδαπούς το όνομά των μας μπερδεύει και δε μπορούμε να το εκφέρουμε σωστά. Πλην όμως πρέπει να συννενοηθούμε ότι αναφερόμαστε στο συγκεκριμένο άτομο. Ούτως, μία κοινή ονομασία αν επρόκειτο δια Ισπανό ή Αργεντίνο ή εν πάσει περιπτώσει ισπανόφωνο είναι Jimenes Gavaces (χυμένες γαβάθες). Προσοχή! Η αντίστοιχη Ισπανίδα δεν είναι η πασίγνωση: Μαρία Ντολόρες Χτύπα Τονμου Ώρες! Ούτο παραπέμπει εις... έτεραι καταστάσεις!

Καυλαγόρας: «Εσυναντήθην εχθες αποσπερίς μετά του... εεε... Χουάν... Αντόνιο... α πλέον! Εκουράσθη με τα ακατάληπτα επίθετα των Ιβήρων και λοιπών λατινόφωνων!»

Φιφακλής: «Μην κουράζεσαι φίλτατε σοφολογιότατε! Πες απλά ότι εσυναντήθεις με τον Χυμένες Γαβάθες και ήμεθα εντός!»

Καυλαγόρας: «Μα δεν εχύθει καμία γαβάθα! Που εντός εννοείς; Όπως λέμε: Βατεύω την μ' εαυτόν ιερόδουλη εντός;»

Φιφακλής: «Ωχχχχ.... βατεύω τε και το μ' εαυτόν κέρατο εντός!»

Δες και το λήμμα phonetics και τα σχετικά σχόλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι πως θα διενοούμην ποτέ να διορθώσω την ΕιρωΝικ, που έχει ήδη φτιάξει το ομώνυμο λήμμα. Αλλά, μιας και σκέφτηκα να ψάξω αν μια φράση που μου 'ρθε στο νου έχει καταχωρηθεί, και δεν τη βρήκα 100% όπως την έψαχνα, είπα να την προσθέσω, εν πάση ταπεινότητι.

Λοιπόν: το απειλητικό «κανόνισε», είτε σκέτο είτε ως «κανόνισε να...», σημαίνει στην πραγματικότητα «κανόνισε να μην» ...κάνεις αυτό που φοβάμαι, γιατί τότε... Π.χ. στη φράση «κανόνισε να της τα πεις όλα» σημαίνει «μην τολμήσεις και της τα πεις όλα».

-Λοιπόν, όπως είπαμε: αύριο έντεκα πλατεία, στο κάτω περίπτερο.
-Ναι.
-Κανόνισε να με στήσεις κάνα σαραντάλεπτο.
-Αφού δεν αργώ ρε μαλάκα ποτέ, κόφ' το τώρα! Μια φορά έτυχε και το 'κανες θέμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified