Μικρή ποσότητα ή δόση πρέζας ή κόκας, αρκετή για να σε σιάξει. Εναλλακτικά ψάκι, ποδανιστί, ξαφίκι.

Εκ του αγγλικανικού fix.

- Σε διαθεσιμότητα για δύο φιξάκια ο Αστυφύλακας ... της Αμέσου Δράσεως, να κατέχει μικροποσότητα ναρκωτικών ουσιών
(εδώ)

- Ναι, η ζωή χρειάζεται αναισθητικά... Ας αποποινικοποιήσουμε και τα φιξάκια της ηρωίνης και τις μυτιές της κοκαΐνης... Τουλάχιστον αυτά δεν είναι επικίνδυνα για την υγεία όσων δε τα χρησιμοποιούν...
(εκεί)

- Από χθες ψάχνονται οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι πως βρέθηκε ένα φιξάκι ηρωίνης πεταμένο στη μέση του διαδρόμου του σωφρονιστικού καταστήματος ...
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυάλινη συνήθως νερόπιπα που χρησιμοποιείται για τη πόση ναρκωτικών ουσιών, π.χ. κανναβινοειδών, κρακ, σάλβια, κρυσταλλικής μεθαμφεταμίνης και ταλιμπάν.

Δανεικό κι αγύριστο από το Ταϊλανδικό baung.

- Είναι ένα είδος ναργιλέ, για να καπνίζουν μαριχουάνα και διάφορα τέτοια. Αναρωτιέμαι αν έχει κάποια ονομασία ή το ονομάζουν «μπονγκ».
- Το έψαξα σε ένα σάιτ για το κάπνισμα. Τα λένε μπονγκ.
(εδώ)

- Με την ίδια ακριβώς λογική, λειτουργεί και η ΝερόΠιπα ή νεροσωλήνας ή Bong... Εδώ το δοχείο, τον αεροθάλαμο και το σωληνάκι ρουφήγματος τα αντικαθιστά μια σωλήνα σχετικά μεγάλης διαμέτρου (περίπου όσο το στόμα). Χρησιμοποιούμε μονάχα ένα σωληνάκι ενωμένο εξωτερικά με ένα δοχείο καύσης. Η νερόπιπα, σε σχέση με τον αργιλέ, παρουσιάζει το πλεονέκτημα της εύκολης μεταφοράς και συντήρησης. Προσοχή θέλει το δοχείο καύσης το οποίο πρέπει πάντα να είναι σε μεγαλύτερο ύψος από την επιφάνεια του νερού για να μην βραχεί το χόρτο..
(εκεί)

- ΜΠΟΝΚ / ΝΑΡΓΙΛΕΔΑΚΙ 15cm, 10.23EUR, Αγορά !! (από εμπορικό σάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νταλαβέρι, το ντιλεριλίκι, εμπόριο ναρκωτικών ουσιών. Ο πληθυντικός παραπέμπει προπαντός στο μικρεμπόριο που κάνει το βαποράκι, προς εξασφάλιση της δόσης και τέρψη των φίλων του. Μεταγενέστερη είναι η εισαγωγή του ντιλ στον ενικό, που υιοθετήθηκε εδώ και καμιά δεκαετία νομίζω, το οποίον αναφέρεται σε νταλαβέρι εκατοντάδων εκατομμυρίων Ευρώ και άνω, υπάγεται στο χώρο του μεγάλου οργανωμένου οικονομικού εγκλήματος, με πολιτικούς, μίζες κλπ. και όχι της μικροπαραβατικότητας.

(Απελπισμένος χαρμάνης προς την τρίτη κατά σειρά άκρη που απευθύνεται:)
- Έλα ρε, τι γίνεται; Χαθήκαμε. - Ε, ναι, καλά όλα, ησυχία. Έχει πέσει πολλή δουλειά, δε βγαίνω πολύ. Τα ’χω κόψει και τα ντίλια.
- (Λυγμ!) Α, μάλιστα, καλά ρε συ, να βρεθούμε καμιά φορά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκιμή sample ναρκωτικών, όπου κάποιος μεσάζων φέρνει κατ' οίκον δείγμα δωρεάν (όπως παλιά με τις επιδείξεις τάπερ), προκειμένου να εξακριβωθεί η ποιότητα και να αγοραστεί μεγαλύτερη ποσότητα.

- Πήρε ο Γιώργος τηλέφωνο και είπε ότι ψώνισε.
- Έχει τίποτα καλό για μας;
-Να του πω να φέρει τίποτα από 'δώ, να κάνουμε ένα test drive; Κι άμα είναι, παίρνουμε κι εμείς από ένα ταληράκι.
- Πάρε Γιώργο!

Σ.τ.Μ. Η συνήθης μονάδα μέτρησης σε δραχμές ήταν 5.000 και άνω (ανά πεντοχίλιαρο), οι δραχμές αντικαταστάθηκαν από τα ευρώ από το 2001 (Ν. 2842/2000), η συναλλαγή στο παράδειγμα υπολογίζεται σε δραχμές, άρα η πράξη τελέστηκε πριν την 01-01-2001 και φέρει πλημμεληματικό χαρακτήρα, οπότε σήμερα έχει υποκύψει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 111 παρ. 3 ΠΚ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To σίσα (shisha) πρόκειται για τον γνωστό (ν)αργιλέ. (συσκευή καπνίσματος ασιατικής προέλευσης).
Λέγεται και χούκα (hookah).

Ψήνεσαι να πάμε να καπνίσουμε κάνα σίσα στον Πειραιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονοκέφαλος και γενικότερα η αδιαθεσία απ' το μεθύσι (της περασμένης βραδιάς): κεφάλι καζάνι, στόμα παπούτσι, στομάχι χάλια, συγκέντρωση μηδέν, και άλλα διάφορα συμπτώματα που μπορούν να ποικίλλουν από ασθενή σε ασθενή –δε α τον κάνουμε και Γκρέιζ Ανάτομι τον ορισμό.

Γράφεται και χαγκόβερ.

Απευθείας δάνειο από τα αγγλικά, όπου hangover σημαίνει γενικότερα «απομεινάρι», «κατάλοιπο», και με την τωρινή σημασία μαρτυρείται από το 1904. Στα ελληνικά, το ακούω προσωπικά τουλάχιστον από δεκαετία Ενενήντα (και λίγο βάζω).

  1. 24 τροφές που νικούν το χανγκόβερ (οδηγίες προς χανγκάιβερ, εδώ)

  2. Το αλκοόλ ξέρω ότι θα το βαρεθείς, το μόνο που θα σου πω είναι πρόσεχε την ποιότητα αυτών που πίνεις γιατί σε κάποιες φάσεις θα νιώθεις ότι χάνεις την όραση σου μετά από τρελά χανγκόβερ. Είναι γιατί ήπιες πετρέλαιο και όχι βότκα κόλα. (εδώ)

  3. Σκεφτόμουν πολύ ώρα μέχρι που με πήρε ο γλυκός ύπνος της μέθης. Κλασικά, ξύπνησα πρισμένος, με ένα κεφάλι λες και το σφίγγαν όλη νύχτα στη μέγγενη και ένα στομάχι σκατά. Έξω είχε ήδη νηχτώσει. Πήγα έπιασα άλλη μια μπύρα κι άναψα τον αργιλέ. Ένιωθα ξες πολύ ροκ σταρ κι όλες αυτές τις γαματοσύνες που νιώθεις στο χανγκόβερ. (εδώ)

  4. Η φράση «η επόμενη μέρα» συνδέεται συνήθως με τη λέξη «χαγκόβερ»- τον πονοκέφαλο που ακολουθεί την οινοποσία. (εδώ)

Και χέντακας. Σε άλλες γλώσσες: hangover (αγγλικά), gueule de bois (γαλλικά), Kater (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ταϊλανδέζικη ηρωίνη, που περιγράφεται γλαφυρά στο λήμμα άσπρη, ή παραλλαγή της με χαμηλή περιεκτικότητα της δραστικής ουσίας.

Πάσα (Δ.Π.): Σφυρίζων.

  1. Η ταϊλανδέζικη πρέζα, η τάϊ, θεωρείται η καλύτερη του κόσμου και η λιγότερο αρρωστιάρα. Πάλλευκη και παντελώς άοσμη, έχει τη μορφή λεπτής κρυσταλλικής πούδρας. Τόσο λεπτής, που σχεδόν εξαφανίζεται με απλή τριβή πάνω στο δέρμα ή ανάμεσα στα δάχτυλα. Είναι δε εξαιρετικά όξινη, ρευστοποιείται πανεύκολα, χωρίς ξινά, λεμονάδες και άλλες διαλυτικές μαλακίες. Σχεδόν ούτε νερό δεν θέλει. (Βλ. άσπρη).

2. Εκτός από το σίσα, στις «πιάτσες» της Αθήνας έχει κάνει την εμφάνισή του ακόμα μία φτηνή ουσία, το τάι, που ωστόσο δεν έχει ταυτοποιηθεί από το Γενικό Χημείο του Κράτους. «Πρόκειται πιθανώς για μια παραλλαγή της ταϋλανδέζικης ηρωίνης, με χαμηλή περιεκτικότητα δραστικής ουσίας, ωστόσο δεν είμαστε σίγουροι τι είναι», εξηγεί ο κ. Παπαναστασάτος.
Το τάι φαίνεται ότι πωλείται στην τιμή των 5-7 ευρώ η δόση, ενώ η χρήση του γίνεται ενδοφλέβια.

3. Στην πιατσα την Ηρωίνη ας πουμε, την λενε οπως πολλοι ξερεται και πρέζα, την λενε ομως και παραμύθα, ρούχλα, ζουζού, ζαμπόν και Τάι (δηλ. η λευκή ηρωίνη, από την Ταϊλάνδη).

4. Στην Ελληνική αγορά ναρκωτικών έκαναν την εμφάνισή τους δύο νέες συνθετικές ουσίες , το Σίσα και το Τάι οι οποίες είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκληρό ναρκωτικό. Συνήθως η ηρωίνη, κοκαίνη η οποιοδήποτε χημικό ναρκωτικό.

Πάλι ζαμπόν είναι ο Πετράν απο τη ντρόγκα που σουτάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified