Συναντάται και χωρίς το λίγο. Επίσης και ως θέλω να δω κάτι. Η προτροπή είναι πάντα άσεμνη και προσβλητική σε όποιον απευθύνεται. Χαρακτηριστικά, συνηθέστερη μορφή είναι το ψόφα λίγο να δω κάτι, καθώς και το αυτοκτόνα λίγο να δω κάτι.

Η φράση αποτελεί ένδειξη, αν όχι απόδειξη, κουλαρχοντιάς. Χρησιμοποιείται από υπεργαμάτους τύπους, οι οποίοι φιλερεύνως προτάσσουν την εμπειρική επιστήμη ως αφορμή, αν όχι αιτία, για την ευγενή έκφραση αποτροπιασμού για ανεπιθύμητα υποκείμενα. Είθισται, μάλιστα, η προτροπή να γίνεται σε τόνο μειλίχιο και συγκαταβατικό, ούτως ώστε να διαφαίνεται η αγνή πρόθεση στοχεύουσα στη γαλήνια αποβολή του πρηξοπούτσειου ατόμου.

- Γεια χαρά παιδιά! Με λένε Νταλάρα και θα σας πω ένα τραγούδι!

- Μάλιστα. Για ψόφα λίγο να δω κάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άξεστος, ο βλάκας που δε σκέφτεται.

Βγαίνει από τα επιφωνήματα «ουγκ!, αούγκα!, ου!» που είναι και καλά η φωνή του γορίλλα ή γλώσσα επικοινωνίας ενός ιθαγενή.

- Ναι ρε! Μας αδίκησε η διαιτησία! Το πέναλτι μούφα! Μπλα μπλα κόκκινη ήταν κανονικά! Mπλα μπλα ΔΟΞΑ ΚΩΛΟΠΕΤΕΙΝΙΤΣΑΣ ΡΕ!!!
- Σκάσε πια ρε αούγκανε, μας τα έχεις πρήξει με τις πίπες σου πρωινιάτικα! Άσταδιάλα!
- Εσύ τι είσαι;! Τσουτσέκι Πανβυζαϊκός;!!
- Ρε α πάαινε απο 'δω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αισχρολόγος, αγενής, βάρβαρος, κακότροπος.
Αρσίζα, η
Αρσίζικο, το

Την έσπασε στο ξύλο τη γυναίκα του ο αρσίζης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρχοντική υψηλού κοινωνικού επιπέδου λεσβία. Σύγκρινε με αρχοντομούνα, αρχοντόπουστα.

  1. Οι αρχοντολεσβίες ακούγαν ελληνικά της Πρωτοψάλτη. Εγώ δεν είχα ακούσε ποτέ ελληνικά μέχρι εκείνη τη στιγμή. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 118).
  2. Ελληνίδα χοντρή με τατουάζ, βυζάρες, κωλάρα, κυτταρίτιδα με ξυρισμένο το μαλλί στο πλαι (το κάνουν έτσι οι αρχοντολεσβίες). (Από το Μπου).
  3. αρχοντολεσβια πρεπει να ειναι αυτη. ηταν και στο τραξιον του μεγκα ολο με μηχανες και αυτοκινητα ασχολιοταν. (Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο απολίτιστος, ο αγροίκος στους τρόπους, ο χυδαίος, ο χωριάτης, ο αγενής.

Κρητική διάλεκτος.

Ο βιλλάνος είναι πρώτα απ' όλα Αγενής. Η αγένεια νομίζω έχει βαθύτερες ρίζες και ένας άνθρωπος φύσει αγενής ακόμα κι' αν μιλάει στον πληθυντικό πιθανώς να προσβάλλει τον συνομιλητή του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χωριάτης, ο επαρχιώτης. Μεταφορικά εννοεί τον άξεστο, τον αγενή, ή αυτόν που μιλάει με το νjι και με το λjι.

  1. Κοίτα ρε τον βλάχο, που κατέβηκε απο τη Λάρ'σα και θέλει να κλαμπάρει όπως κάνουμε στην Αθήνα για να χτυπήσει γκόμενα!

  2. Του είπα ότι δεν μπορώ να έρθω και μου το έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να πει κουβέντα, ο βλάχος!

  3. Ο συγκάτοικός μου είναι πολύ βλάχος. Μόλις μπει στο δωμάτιο αφήνει τις αρβύλες του στη μέση, γδύνεται, και τα πετάει όλα χάμω. Άσε που όταν πίνει μπύρα ρεύεται και τον ακούνε στο δίπλα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άκομψη σε εμφάνιση και τρόπους γυναίκα, η άτσαλη, η άγαρμπη, η αδιάκριτη, η αγενής αλλά και (ή σε συνδυασμό με) παχύσαρκη, χοντρή, τόφαλος.

Από το θηλυκό του αγελαίου ζώου της Αφρικής βούβαλος, που συχνά εμφανίζεται σε σχετικά ντοκιμαντέρ.

Μεταξύ γυναικών για τη... φίλη τους:
- Α τη βουβάλα, δεν φτάνει που 'γινε τόφαλος, μας έρχεται κι άπλυτη, καθυστερημένη και μας το παίζει και γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ουγκ ουγκ: ο πρωτόγονος, ο άξεστος, ο αγενής.

- Δες τον γκαούγκαλο πως τρώει με τα χέρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ακραίος γύφτουλας, δηλαδή (κατά την γνωστή ρατσιστική αντίληψη) ο αγενής, άξεστος, χωρίς τρόπους, που συμπεριφέρεται κατά το καυλούν χωρίς να έχει εσωτερικεύσει κανένα κανόνα.

Στο Δ.Π. υπό gizaha

  1. se ena tragoudi pou aresei se esena na doume tha s'aresei na erxete o kathe giftarmas kai na vrizei olous tous allous apo katw; (Εδώ).

  2. Τόσο σότο ούτε γυφταρμάς που πουλάει κλεμμένο κινητό ή Rayban γυαλικό στην Πατησίων. (Εδώ).

  3. Στο θεό σου όταν σου 'ρθει δεν την αμολάς
    Ανθρώπινο δεν είναι μου λέει «Ε, είσαι γυφταρμάς»
    Ρεύομαι καυγάς «Μωρή, ξεκόλλα
    Στην Κίνα αν δε ρευτείς το θεωρούν προσβόλα.
    (Από το άζμα Αντρικές Γουρουνιές των Ημισκουμπρίων)

Στο 1.35. (από Khan, 08/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξτρήμ γύφτος, με δυο έννοιες:

  • Ρατσιστική: προσβλητικός χαρακτηρισμός κατά των τσιγγάνων, στο ίδιο πνεύμα με τα καράγυφτος, γιούφτος, κ.α.,
  • Συμπεριφορική: o αγενής, άξεστος, μικροπρεπής και ατομιστής ξεφτίλας. Ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, φύλου, κοινωνικής τάξης και χρώματος.

Εκ του γύφτος ( < αρχ. Aἰγύπτιος).

  1. - Ο σωστός Γύφτουλας κυκλοφορεί πάντα με έναν ολόκληρο στρατό μικρών νομισμάτων (όταν λέμε «μικρά», εννοούμε το πολύ 5λεπτα…). Έτσι, όταν φτάνει η σειρά του να πάρει εισιτήριο, αρχίζει να μετράει: «1 λεπτό, 2 λεπτά, 4 λεπτά, 6 λεπτά…», αναγκάζοντας τους υπόλοιπους δύσμοιρους που περιμένουν εισιτήριο να χάσουν τουλάχιστον κανά-δυο δρομολόγια…
    (από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτουλα», εδώ)

  2. - « … Εις μνήμην (του τάδε) και αντί στεφάνου, ο κ. και η κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μάς απέστειλαν 200 ευρώ υπέρ της ACTION AID» (Εφημ. «Εστία»)
    (Και) πού στέλνει την δωρεά του (…) ο βρικόλακας Μητσοτάκης: Στην μη Κυβερνητική Οργάνωση «ACTION AID» της κορούλας του, Αλεξάνδρας! Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει, δηλαδή ... Τόσο γύφτουλας είναι ο Μητσοτάκουλας: Ακόμη και τις δωρεές του εις μνήμην των φίλων του, τις στέλνει στην κορούλα του!
    (από βλόγιο μάλλον γύφτουλα, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified