Κάνω τουμπεκί ή τουμπεκί ψιλοκομμένο ή τουμπέκα = κάνω μόκο, το βουλώνω, σκάω.
(Μάλλον τουρκικής προέλευσης).
- Μπάμπη μου, να πάρουμε και τζατζίκι;
- Σούλα, κάνε τουμπέκα. Θα παραγγείλω εγώ.
Κάνω τουμπεκί ή τουμπεκί ψιλοκομμένο ή τουμπέκα = κάνω μόκο, το βουλώνω, σκάω.
(Μάλλον τουρκικής προέλευσης).
- Μπάμπη μου, να πάρουμε και τζατζίκι;
- Σούλα, κάνε τουμπέκα. Θα παραγγείλω εγώ.
Got a better definition? Add it!
Σταμάτα να μιλάς (πιο ευγενικό από το σκάσε).
Από το σκάσε + σταμάτα.
Σκαμάτα πια! Μας ζάλισες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η φράση προέρχεται από το τουρκικό bırak lakırdıyı που σημαίνει κυριολεκτικά «άσε την κουβέντα», και στα καθ' ημάς πα να πει διάφορα πράματα, από «άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε» μέχρι «κόφτο, δε σε παίρνει».
Είναι πιστεύω μία από τις αργκοτικές εκφράσεις οι οποίες ενώ δεν επιβιώνουν στην καθημερινή ομιλία (τουλάστιχον στην Αθήνα), εν τούτοις εντοπίζονται ζωντανές στο νέτι ή στον γραπτό λόγο. Ίσως, λέγω, θα έπρεπε εδώ μέσα να γίνει μιά σχετική κατηγοριοποίηση, ταξινόμηση ή όπως διάολο το λένε τεσπα...αλλά άμα βαριέστε, δε γαμιέται...
Την έκφραση την χρησιμοποιούσε πολύ, αν ενθυμούμαι καλώς, ο Νίκος Τσιφόρος στα γραπτά του (εκεί στα '50-'60), αλλά δεν έχω κανένα βλιβλίο του πρόχειρο, τι θέτε τώρα, τσαμπουκά;
ΜΠΡΑΚ ΛΑΚΡΙΝΤΙ ΛΟΙΠΟΝ ΛΕΒΕΝΤΙΑ ΜΟΥ ΑΝΑΡΧΟ-ΑΠΛΥΤΗ...!!!
Και μη μας κανετε τον κορηο. [...] Σας ανθιστηκανε. Μπρακ λακριντί.
Αν πάλι τυχαίνει ο σχολιογράφος να μην είναι ασόβαρος άνθρωπος, τότε κάνει τουμπεκί ψιλοκομμένο και μπρακ λακιρντί, μέχρι να βρεθούν επαρκή στοιχεία [...]
[...]και αρχίσουν το μπρακ-λακιρντί και μας φλομώσουν με το άσχετο κουτσομπολιό τους.
(Όλα από το νέτι. Μη με βάζετε να λινκάρω τώρα, μπρακ λακιρντί...)
- Όποιος μου το ξαναπεί, θα τον σκοτώσω! [...]
- Παιδιά, τους λέω, το πράμα σκούρηνε. Ο Παναωτάκης είνε που δεν είνε στα καλά...Η καζούρα μπράκ...
[...]ο επαρχιώτης [...] συμβαίνει [...] να μην ξεχωρίζει αρκετά καλά τα λογιωτατίστικα από τα τούρκικα [...] Ετσι, «Συγχωρέσετέ με, λέει, αν δεν ηξέρω να κάνω κ' εγώ 'σαν την αφεντιά σας ώμορφο λακρεντί». Νομίζοντας το λακρεντί λογιωτατίστικο. Ανδρ. Λασκαράτος, από το «Ιδού ο Ανθρωπος».
Το τουρκόφωνο νέτι βρίθει εκφράσεων όπως:
bırak boş lakırdıyı = άσε τα κούφια λόγια.
bırak lakırdıyı, icraata bak = άσε τα λόγια, κοίτα τα έργα.
bırak lakırdıyı, işine bak = άσε τις κουβέντες και κοίτα τη δουλειά σου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το λέμε σε κάποιον για να σταματήσει να γελάει.
(Το πρωτοείπε ο Λαζόπουλος στο Αλ τσαντίρι στον Alpha.)
Λάκης:
-Εγώ δεν γέλασα, εγώ Κυριάκος!
Got a better definition? Add it!
Κουκουλώνω καταστάσεις, μασάω τα λόγια και τον πούτσο μου, τα κάνω γαργάρα σε υπερθετικό βαθμό. Τι πιο ξεδιάντροπο και αδιάκριτα οφθαλμοφανές άλλωστε από μια ταβανόπροκα;
1.
Γαργάρα με ταβανόπροκες έκαναν όλα τα ΜΜΕ το συγκλονιστικό δημοσίευμα στο περιοδικό UNFOLLOW για τους ντόπιους μεγαλοκαπιταλιστές για το βάρβαρο ταξικό φορολογικό σύστημα που δίνει την δυνατότητα στους πλουτοκράτες να παρουσιάζονται «φτωχαδάκια», «νόμιμα και ηθικά».
2.
Τα κυβερνητικά σαϊνια και μετά την δημοσιότητα που έδωσε στο θέμα ο Λαζόπουλος, από την εκπομπή του, θα εξακολουθούν να το κάνουν γαργάρα με ταβανόπροκες;
3.
Θα κάνουν γαργάρα με ταβανόπροκες οι δημοσιοκάφροι;
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από τη γνωστή λέξη τουμπεκί, προσθέτοντας την πρόθεση για να παρομοιάσουμε τη λέξη με την Ανατολή και τη σιωπή που υπάρχει από το γυναικείο φύλο.
- Έλα μωρέ, ένα γκολ έβαλες και χάρηκες.....
- Εσύ γατάκι, τουμπεκιστάν, και πολλά μη λες!
Got a better definition? Add it!
Τυπολογικό όνομα που σημαίνει αυτόν που στέκεται βουβός, δεν μιλάει, σιωπεί, αλλά ενδέχεται και να είναι ύπουλος και να σιωπεί ενόχως. Το βρίσκω στον Στρατή Τσίρκα (Αριάγνη, 1962), οπότε είναι παλιό, αλλά και σε σύγχρονη φοράδα και στο Φέισμπουκ. Το Αντώνης έφτιαχνε παλιά τυπολογικά ονόματα, πρβλ. τα τρελαντώνης, μαλακαντώνης, τρυπαντωνάκης, ενώ έχουμε και το σύγχρονο λολοπαίγνιο αντώνης.
Και στον πληθυντικό.
Got a better definition? Add it!
Το «βούλωσέ το» εν συντομία.
- Ρε ρεμάλι, αχαΐρευτε, τεμπελχανά που στραβώθηκα και σε παντρεύτηκα, μπλα μπλα μπλα...
- Έλα βούλω το, μη σε πάρει και σε σηκώσει.
Δες και -ω.
Got a better definition? Add it!
Φράση απόλυτα συσχετισμένη με την ταινία «Σιωπή των αμνών» καθότι παραπέμπει στην ανάγκη για αποσιώπηση (μούγκα) μιας αλήθειας που καίει κάποιους που έχουν ισχύ, αφού η φανέρωσή της μπορεί να εγκυμονεί κίνδυνο σε αυτούς που τη φανερώνουν (αμνοί στρούγκας).
Διάλογος υπαλλήλων εταιρείας
- Φίλε δεν πάει άλλο. Θα πάω και θα την πω φόρα φάτσα στον διευθυντή της εταιρείας για το λάθος που έκαναν να απολύσουν τον προϊστάμενό μου. Ηταν πολύτιμο κεφάλαιο για την εταιρεία και φεύγοντας αυτός, θα πάρουμε την κατρακύλα.
- Μούγκα στη στρούγκα αδελφέ. Αν το κάνεις είσαι και εσύ απολυμένος την ίδια στιγμή.
Got a better definition? Add it!
Παρμένο απ' την αλησμόνητη αντιπαράθεση Βούγια-Κούγια.
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος κάνει τον ανήξερο συνήθως όταν έχει κάνει μαλακία και προσπαθεί να αποφύγει τα αντίποινα χωρίς επιτυχία.
- Καλά ρε μαλάκα γιατί δεν έκανες τιποτα ψες με την άλληνα;
- ...ν...αφ...ε...ουφ...ω..
- Δεν μιλάς Βούγια ε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified