Χορηγός συνήθως λέγεται ο τύπος που μπορεί να έχει γυναικεία συντροφιά μόνο αν της τα ακουμπάει χοντρά.
Κοίτα τι γκόμενα κυκλοφορεί ο χαλιαμούτρας. Μάλλον για χορηγό τον κόβω.
Χορηγός συνήθως λέγεται ο τύπος που μπορεί να έχει γυναικεία συντροφιά μόνο αν της τα ακουμπάει χοντρά.
Κοίτα τι γκόμενα κυκλοφορεί ο χαλιαμούτρας. Μάλλον για χορηγό τον κόβω.
Πρβλ. και χορηγία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εφυολόγημα που σημαίνει ακριβώς το αντίθετο: ο άντρας που δεν είναι καθόλου ομοφυλόφιλος και κυνηγάει συνέχεια από πίσω τη φούστα. Το 24/7 καμάκι.
Επαινετικός λόγος: «Είσαι και μεγάλος φούστης ρε μάγκα.»
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται ειρωνικά για άτομα που περιαυτολογούν για την σεξουαλική τους ζωή.
Από τον ομώνυμο Έλληνα πορνοστάρ.
- Καλά, πήδηξα μία εχθές...
- Σιγά ρε Τέλη Σταλόνε...
Got a better definition? Add it!
Σύνθετον εκ του πουρός (=γέρων) + τουρίστας.
Σημαίνει τον τσαχπίνη κι αμοράλ νεαρόν που περιδιαβαίνει τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι προκειμένου να ψαρέψει γυναίκες προκεχωρημένης ηλικίας (συνήθως αλλοδαπές), στις οποίες στη συνέχεια κάνει τα γούστα, έναντι αντιτίμου όχι απαραιτήτως χρηματικού (π.χ. ένα ακριβό δώρον, μια γνωριμία σε κύκλους εξουσίας κτλ).
Δηλαδή ζιγκόλα του θέρους.
Τα παλιά χρόνια, στου Ζωναρά και στην πλατεία Κολωνακίου, τα κομψότατα ζιγκολάκια κάθονταν και πίνανε μακαρίως τον καφέ τους, έως ότου κάποια μανδάμ σήκωνε όρθιο τον ακριβό αναπτήρα της να στηθεί στο τραπέζι, που σήμαινε: «Ψάχνομαι». Όλο και κάποιος ευγενής νεαρός θ' άναβε το τσιγάρο της βάβως...
(Βλ. σχετικά «Ο ζεστός μήνας Αύγουστος» με το νεαρό Φέρτη, «Ερωτικές ιστορίες» με το ζεν πρεμιέ Κούρκουλο κ.α.).
Σημειωτέον, ο Τζέι-Τζέι Ρουσσώ, ήτανε προστατευόμενος μια μεγαλοκυράς που τονε σπούδαξε γράμματα (και όχι μόνο).
- Είδες τον Μάκη κουρσάρα;
- Ε, καλά! Χρόνια πουρίστας ο Μάκης. Έχει λέει μια θεία στη Ρώμη και πάει κάθε τόσο και της τα μασάει...
Got a better definition? Add it!
Το εκπαιδευμένο σκυλί, κυνηγόσκυλο, που τρέχει και φέρνει τα πουλιά για το αφεντικό του. Το καλό πουλόσκυλο ανιχνεύει, ξετρυπώνει και κουβαλάει τα θηράματα.
Το πουλόσκυλό του έχει εξαιρετική όσφρηση. Την βρίσκει πάντα την μπεκάτσα.
Τον Γιάννη έτσι ασχημομούρης που είναι τον έχει απλά για πουλόσκυλο. Βρίσκει και ψήνει τα γκομενάκια και στο τέλος έρχεται αυτός ως μορφονιός στη στημένη φάση.
Got a better definition? Add it!
Τα τσιφτετέλια, τα γύφτικα και γενικά χορευτικά τραγούδια χαμηλής ποιότητας που ανεβάζουν όμως το κέφι.
Ο χορός σε αντίστοιχα τραγούδια, όπου τα χέρια αυτού που χορεύει παίρνουν τη μορφή πιστολιού και κουνιούνται ρυθμικά.
Οι ωραίες γκόμενες που συχνάζουν σε μέρη με τέτοια μουσική.
Η έκφραση ρίχνω πιστόλια είναι το κλασσικό καμάκι-χώσιμο που γίνεται συχνά σε τέτοια μέρη από επίδοξους «πιστολέρο».
- Πάμε σ' αυτό το μαγαζί φίλε, παίζει πιστόλια!
- Πω ρε φίλε τι πιστόλια ειν' αυτά, τρελαίνομαι ρε!
- Έλα ρε μαλάκα, πάμε να πιούμε, να ρίξουμε τα πιστόλια μας να πούμε, να περάσουμε καλά!
Got a better definition? Add it!
Άνδρας, ενήλικος, εξοικειωμένος με την θηλυκή ερωτική συντροφιά και τα ερωτικά τυχερά παίγνια. Προσεγγίζει γυναίκες με σκοπό την ερωτική πράξη και φροντίζει να ακολουθεί τον πιο άμεσο και γρήγορο αλλά όχι απαραίτητα τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για να πετύχει τον σκοπό του. Έχει χαμηλό ποσοστό επιτυχίας, αλλά αποκομίζει συνήθως διάλογους ανεκτίμητης λαογραφικής -αλλά και λογοτεχνικής- αξίας, καθώς επίσης και καταστάσεις κινηματογραφικής τελειότητας, αλλά και υποκριτικής αθλιότητας. Οι καλλιτεχνικές αποκομιδές του επί το πλείστον υπερσκιάζουν τις σπάνιες και σύντομες ερωτικές του επιτυχίες.
- Θέλεις να πάμε να σου δείξω το ενυδρείο μου;
- Ποιο ενυδρείο και πράσινα άλογα καλέ, εμένα μου έχουνε πει πως είσαι μεγάλος πεφτοπηδίκουλας και το μόνο που θέλεις είναι να με γαμήσεις.
- Τέτα, αυτός μου είπε να πάμε βόλτα στην παραλία.
- Αααα... μακριά αγάπη μου, αυτός είναι πεφτοπηδίκουλας περιωπής, θα σου την πέσει απευθείας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ετυμολογία: πεσιματ- (αλλόμορφο του θέματος πεσιμ- < πέσιμο) + -ίας. Προέρχεται από τη λέξη πέσιμο με την αντίστοιχη σημασία.
Αυτός που φλερτάρει έντονα, την πέφτει δηλαδή συνεχώς σε γυναίκες, όντας όμως πιο συστηματικός, πιο μεθοδικός, με θεωρητικό και άλλον οπλισμό, ικανό να «υποστηρίζει» τις ενέργειές του και να τους δίνει τις απαραίτητες ιδεολογικές προεκτάσεις. Οι προσπάθειές του στέφονται σχεδόν πάντοτε με επιτυχία.
- πεφτάκιας (= σε αντίθεση με τον πεσιματία είναι πιο άμεσος, πιο πρακτικός και λιγότερο «συγκροτημένος». Δίχως ιδιαίτερες απαιτήσεις ή προτιμήσεις, γενικώς «την πέφτει» σε οποιοδήποτε θηλυκό δει. Συνήθως είναι πρώην πεσιματίας που με τα χρόνια άλλαξε κατηγορία).
- πέφτουλας (μπορεί να ήταν κάποτε πεφτάκιας και να ξέπεσε - σημασιολογικώς πιο κοντά στη λέξη λιγούρης).
- πεφτρόνι (= αυτός που μάλλον κινείται στον αστερισμό του «ό,τι αρπάξουμε» και «ό,τι κάτσει», είτε λόγω του νεαρού της ηλικίας του είτε και λόγω περιορισμένων προσόντων και δυνατοτήτων).
Μπορούμε να υποθέσουμε μια άτυπη ιεραρχική σειρά μεταξύ των τεσσάρων αυτών όρων, με τον εργατικό, φιλομαθή και γεμάτο κύρος πεσιματία να βρίσκεται στην κορυφή. Ακολουθούν ο «μη συγκροτημένος» πεφτάκιας, ο έκφυλος και ξεπεσμένος πέφτουλας και τέλος το αδιάφορο, σεμνό και ταπεινό πεφτρόνι.
Οι όροι αυτοί είναι μεν συνώνυμοι, αλλά όχι ταυτόσημοι: ο καθένας έχει την ιδιαίτερη σημασιολογική του απόχρωση. Αυτό όμως δε σημαίνει πως οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των παραπάνω σημασιών και επιμέρους κατηγοριών (όσων αφορά την άτυπη σημασιολογική τους ιεράρχηση) είναι απόλυτες και ανελαστικές. Μπορεί λ.χ. κάποιος να χρησιμοποιεί και τις τέσσερις λέξεις δηλώνοντας την ίδια σημασία (και μάλιστα οποιαδήποτε από τις παραπάνω τέσσερις) κ.ο.κ.
[Οι παραπάνω ορισμοί και παρατηρήσεις προέρχονται από το άρθρο Πέφτοντας, της στήλης Ιντερμέδιο του Ανδρέα Παππά, εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 16/03/2007].
Ρε συ πολύ πεσιματίας αυτός ο Γιάννης. Όποιο γκομενάκι του γυαλίσει το ρίχνει αμέσως!
Got a better definition? Add it!
(1) Στις παλιότερες γενεές, την εποχή του «Ζεν πρεμιέ»του ελληνικού κινηματογράφου, δήλωνε τον πολύ ωραίο άντρα.
(2) Στις μέρες μας, μετά το επεισόδιο με το ψυχιατρείο, η έννοια άλλαξε στο «τρελός».
(1) κορίτσια..... ο Μπάρκουλης!!! (κλασική ατάκα)
(2) Τι είναι αυτά που λες ρε;; Καλά, Μπάρκουλης είσαι;
Got a better definition? Add it!
Ελληνική απόδοση του modelizer, του τυπικά μεσήλικα άνδρα ο οποίος συναναστρέφεται αποκλειστικά με μοντέλα τα οποία και εναλλάσσει/ανταλλάσσει με έτερους μοντελοπνίχτες.
Κάποιος γίνεται μοντελοπνίχτης αφενός επειδή μπορεί δεδομένης της οικονομικής του επιφάνειας και αφεδύο, όπως ισχυρίζονται οι γιαλόμες, επειδή είναι ανασφαλές και κομπλεξικό χαμαντράκι που πασχίζει να υποκαταστήσει το ελλειμματικό του ύψος και μάκρος.
Ο νεολογισμός εισήχθη στην καθομιλουμένη από τον διακεκριμένο ποινικολόγο Αλέξη Κούγια ο οποίος πρόσφατα αναδείχτηκε με την ψήφο σας ο Μεγαλύτερος Έλληνας Μαλάκας όλων των εποχών.
Τελευταία χρησιμοποιείται και μεταφορικά, με την έννοια του ρηξικέλευθου πρωτοπόρου που προσπερνά τα πεπατημένα πρότυπα/μοντέλα σε πεδία όπως την πολιτική και τον αθλητισμό.
Εκ του μοντέλα και του κουνελοπνίχτη.
«Επειδή ξέρω πως είσαι μοντελοπνίχτης, εγώ θέλω οικογένεια. Κανόνισε την πορεία σου» (Βατίδου προς Κούγια, βλ. μύδι)
Στο τέλος, οι μοντέλες γίνονται το Βατερλό του μοντελοπνίχτη. Του τρώνε την περιουσία και τον ρεζιλεύουν σε όλη την κοινωνία. Η μοντέλα πνίγει το μοντελοπνίχτη και γίνεται μοντελοπνιχτοπνίχτρα. (Πιτσιρίκος)
Στα αναπάντητα από τους πολιτικούς μας ερωτήματα (...) άρχισε να απαντά η ελληνική κοινωνία. Η αντίδραση της κοινής γνώμης (...) στρέφεται, πλέον, εναντίον εκείνων που δημιούργησαν, υποθάλπουν ή ανέχονται αυτά τα «μοντέλα» πολιτικής συμπεριφοράς και εκλογικής επικρατήσεως. Κάπως έτσι ανέκυψε η πρόβλεψη ή –αν προτιμάτε– η ελπίδα του υπογράφοντος, πως ωρίμασαν οι συνθήκες για την εμφάνιση ενός πολιτικού «μοντελοπνίχτη» στη δημόσια και κοινωνική ζωή του τόπου… (Καθημερινή)
Got a better definition? Add it!