Fucked
Up
Beyond
All
Recognition

Ακρωνύμιο το οποίο εικάζεται ότι εφευρέθη πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο από μηχανικούς/επισκευαστές τηλεφωνικών θαλάμων, οι οποίοι φτάνοντας στον θάλαμο προς επισκευή έπρεπε να αναφέρουν την κατάσταση στα κεντρικά, συχνά μέσω πολύ κακής γραμμής άρα έπρεπε να χρησιμοποιούν σύντομες φράσεις για να ακουστούν. Η φράση σημαίνει ότι μια κατάσταση/αντικείμενο είναι εντελώς χάλια.

Η πρώτη καταγεγραμμένη περίπτωση χρήσης αναφέρεται στο περιοδικό Yank του Αμερικάνικου στρατού τον Ιανουάριο του 1944.

Παρόμοιο ακρωνύμιο είναι το SNAFU: Situation Normal - All Fucked Up με πρώτη καταγραφή το περιοδικό «Notes and Queries» τον Σεπτέμβριο του 1941.

Όπως είναι λογικό (για τη δεκαετία του '40) και οι δύο αναφερθείσες καταγραφές, δεν ανέφεραν τη λέξη fucked αλλά fouled.

- Μεγάλε άκουσα ότι έσκασες με 100 σε κολώνα χθες το βράδυ. Το αυτοκίνητο πώς είναι;
- Άσ' τα αδερφέ, FUBAR...

Το ομώνυμο κόμικ αμερικανικής στρατιωτικής Ιστορίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με ζόμπι (από Khan, 27/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέσο, μονέδα και μουνί, οι αναγκαίες και ικανές συνθήκες για κάθε επαγγελματική επιτυχία και προσωπική επαξίωση στην Ελλάδα.

Εάν δέν έχεις τα 3Μ σε αυτό τον τόπο, βράσε ρύζι!

(από Vrastaman, 06/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της έκφρασης «πίτσα, μπύρα, μπάλα», της αδιαίρετης και ομοουσίου Αγίας Τριάδας που κατέρχεται ως επιφοίτηση στις αντροπαρέες (κυρίως) τις Τριτοτετάρτες τη χειμερινή σεζόν (βλ Champions League), αλλά συχνά και το καλοκαίρι, σε περιόδους Euro & Mundial. Ορκισμένοι εχθροί του «π.μπ.μπ.» είναι οι γκόμενες (πιασμένες και αδέσμευτες) και οι διανομείς πίτσας.

- Πω, πω, ζέστη αδερφάκι μου, πάμε καμιά παραλία για ποτάκι…
- Ρε μάγκα, είσαι τρελός, έχουμε κανονίσει π.μπ.μπ. με τους άλλους, έχει ματσάρα Ακτή Ελεφαντοστού – Σαουδική Αραβία…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημόσια Επιχείρηση Ξαπλωμένης Αρίδας. Χρησιμοποιείται κυρίως για/από τους τεμπέληδες για να δείξουν ότι δεν κάνουν απολύτως τίποτα.

  1. (Ο1)- Ρε συ ο Κώστας που δουλεύει;
    (Ο2)- O Kώστας; Στέλεχος στη Δ.Ε.Ξ.Α.!

  2. (Ο1)- Πού είπαμε ότι δουλεύεις ρε Τάκη;
    (Ο2)- Στη Δ.Ε.Ξ.Α. ρε. Άσε ,βαράω κάτι υπερωρίες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το στρατόπεδο όπου λαμβάνει χώρα η βασική εκπαίδευση των Νεοσύλλεκτων της Αεροπορίας.

Μεταξύ των φαντάρων ακούγεται και το 124 Πρόβατα Βόσκουν Ελεύθερα
λόγω του χυμείου της κατάστασης στην Αεροπορία γενικότερα...

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή σε πολλούς Σπατάλη Π**ατρικού **Εισοδήματος. Παρατηρείται σε όλες τις ηλικίες καθώς τα χρήματα που δεν βγαίνουν από την τσέπη μας ξοδεύονται πάντα καλύτερα...!

  1. - Τι δουλειά κάνεις;
    - ΣΠΕ, την καλύτερη δουλειά.
    (σε περίπτωση τεμπελχανά)

  2. - Εργάζεσαι;
    - Μπα... πού χρόνος για δουλειά, προς το παρόν ΣΠΕ... (για τους φοιτητές που κουράζονται... λέμε τώρα)

βλ. και Σ.ΚΑ.ΠΑ.Π., Σπα.Πα.Πε., Εκ.Πα.Πε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολλοί ηλικιωμένοι μαζεμένοι. Από τα «ΚΑΠΗ» (Κέντρα Αποκατάστασης Ηλικιωμένων) και την κατάληξη -αριό, όπως παπαδαριό, φοιτηταριό, αληταριό, πουταναριό κ.ο.κ.

Κάποτε ήταν ωραία σ' αυτήν την παραλία, αλλά τώρα έχει μαζευτεί πολύ καπηδαριό! Με πούλμαν τους φέρνουνε ρε πστ μου!

ΚΑΠΗταλιστής (από Khan, 26/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό αρκτικόλεξο SOS και την εμφατική κατάληξη -αρα, η σοσάρα είναι το πάρα πολύ σημαντικό. Συνήθως λέγεται για θέματα, που είναι πιθανό να πέσουν σε εξετάσεις.

Υπερθετικός: σούπερ-σοσάρα, καρασοσάρα.

-Από την ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ περιμένεις ρε καημένε να σου πουν τις σοσάρες των εξετάσεων; Αφού το έχουν μυριστεί οι καθηγητές τι παίζει και βάζουν τα αντίθετα από τις σοσάρες που υποδεικνύουν οι παρατάξεις.
-Ναι, αλλά μερικές φορές βαριούνται και βάζουν κάθε χρόνο τα ίδια.

βλ. και αντισός, σος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τράβα καμιά μαλακία, όταν κάποιος σε πρήζει χωρίς λόγο. Συνώνυμο του χασίματος χρόνου.
Επίσης χρησιμοποιείται κυριολεκτικά, για κάποιον που φαίνεται αγχωμένος και χρειάζεται εκτόνωση.

Πω, πω, η κατάσταση στο στρατό είναι τελείως τκμ.

Πάμε Ματσου Πίτσου (mrkr είσαι σπίτι ; Γιατί σε παίρνω και μιλας...). (από Vrastaman, 03/03/09)Ποποκατεπέτλ - ηφαίστειο καταπέλτης al dente!!! (από Vrastaman, 03/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified