Further tags

Στην γλώσσα των αλογομούρηδων, το αουτσάιντερ άλογο, το αργό, με τις λιγότερες πιθανότητες να κερδίσει.

-Καλά πόνταρες το νούμερο 6;
-Ναι έχει καλή απόδοση.
-Επειδή είναι γαϊδούρι γι΄αυτό!

Βλ. και μουλάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη βρισιά, η κατάρα που ξεστομίζουν άτομα πολύ αθυρόστομα, νευρικά και μειωμένης υπομονής και νοημοσύνης. Συνήθως τους φταίει ο Θεός, η Παναγία και ο Χριστός γι' αυτό και τα «ακούνε» πρώτα Αυτοί.

Μα καλά που τον βρήκαν τέτοιο διεθυντή; Έχεις ακούσει πώς μιλάει στους υφιστάμενους του; Ένα λάθος να κάνουν και τους αρχίζει πρωί - πρωί στα καντήλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας χαρακτηρισμός για τα ζάρια. Θα συναντήσουμε αυτόν τον όρο σε καφενειακούς χώρους και στα υπόγεια κρατητήρια της ΓΑΔΑ

Πήγα στο καζίνο κι έχασα 50.000 ευρώ στα κόκαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατακάθι του καφέ.

Από την τουρκική λέξη telve.

Του άρεσε τόσο πολύ το καφεδάκι που του 'ψησα, που το ήπιε όλο μέχρι τον ντελβέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κωλοφεράτζα. Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.

- Τι έγινε ρε μπήχτη; Πλακώθηκες με το Μίμη στο Σύνταγμα;
- Ναι τον πούστη! Αλλά τον πήγα κωλοφεράντζα μέχρι το Μοναστηράκι για να στανιάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται κυρίως από θαμώνες νυχτερινών μαγαζιών και αναφέρεται στα άνθη που εκτοξεύονται προς το μέρος του καλλιτέχνη σε στιγμές έκστασης των ιδίων κατά τη διάρκεια γνωστών λαικών ασμάτων. Συσκευάζονται σε μικρά χάρτινα πιατάκια που κατά τη λαϊκή διάλεκτο καλούνται πανεράκια. Τα τελευταία συνήθως εκτοξεύονται ολόκληρα σε κατάσταση παραληρήματος των θαμώνων.

- Δώσε ρε Νότη...
- Άντε Νίκο, πάρε κανά λελουδικό ακόμα. Θα καεί το πελεκούδι.
- Φέρε εδώ να ρίξω κανά πανεράκι στο θεό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται αλλιώς και «άκρη»: η γνωριμία με κάποιο υψηλό πρόσωπο όπου θα κάνει κάτι ευνοϊκό (ρουσφέτι) για εσένα.

- Είχε βύσμα στον στρατό αυτός και τον έκαναν μετάθεση στην Αθήνα.

Αρκάς, Δουλειά δεν είχε ο διάβολος (από patsis, 20/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που οι κάτοικοι της Νότιας Ελλάδας εννοούν το σουβλάκι σε ξυλάκι (μιας και τα ξυλάκια ονομάζονται ΚΑΙ καλαμάκια). Οι δε κάτοικοι της Βορείου Ελλάδας και κυρίως της Θεσσαλονίκης επιμένουν κατηγορηματικά οτι καλαμάκι λέγεται μόνο αυτό του frappe, γι' αυτό προτείνεται η αποφυγή της χρήσης αυτής της λέξης όταν βρίσκεστε σε σουβλατζίδικο στην Βόρεια Ελλάδα ή αν ο ιδιοκτήτης του κατάγεται απο εκεί.

-Ναι... θα μου βάλετε σας παρακαλώ 4 καλαμάκια με πατάτες παρακαλώ; ....όχι, οχι του frappe, σουβλάκια εννοω....
...Ναι.. σουβλάκια αλλά χωρίς την πίττα...... ουφ.. ναι σκέτα ξυλακια. Οχι, να έχουν και κρέας επάνω τα ξυλάκια..... Καλά άστο, βάλε μια μερίδα γύρο καλύτερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέσον, ο γνωστός ή ο γνωστός του γνωστού που συνήθως κάνει τα πράγματα να κυλήσουν στην Ελλάδα για να γίνει η δουλειά σου ή για να ωφεληθείς σε μια κατάσταση.

-Άστα ρε φίλε, πήρα μετάθεση στον Έβρο. -Καλά, δεν έχεις κανένα δόντι να σε φέρει Αθήνα να είσαι μες στο σπίτι σου;

Αν του κάτσεις, μετά τον έχεις δόντι. Δώσε βάση στο νοήμα. (από Galadriel, 07/03/09)

Βλ. και άκρη, βύσμα, κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: ρουσφέτι, bluetooth

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι αστυνομικοί, κοροϊδευτικά. Κυρίως τα μέλη της ΟΠΚΕ (Ομάδα Πρόληψης και Καταστολής Εγκλήματος) και οι τροχαίοι, λόγω της εμφάνισής τους που είναι με μπλέ στολές και άσπρα κράνη και μοιάζουν με τα (πολύ συμπαθή παρά την ομοιότητα αυτή) στρουμφάκια.

Μπλε στολές και άσπρα καπελάκια, αυτοί δεν είναι μπάτσοι, είναι τα στρουμφάκια (παλαιό σύνθημα).

μεγάλη νίλα τα στρουφάκια (από xalikoutis, 18/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified