Ο καφές.

Προφανώς το λήμμα έγινε ευρέως γνωστό από τον 2ο δίσκο των ΗΜΙΖ (Ημισκούμπρια), με τα θρυλικά άσματα «Πώς γινόταν ένας γκαϊφές» και «Πώς γίνεται ένας γκαϊφές».

Ωραία μέρα έχει σήμερα ρε παιδιά, μετά τη δουλειά πάμε για κανα γκαϊφέ;

Να πιω τον γκαϊφέ και μετά να μου πεις την μοίρα μου. Λεφτά βλέπεις; (από Galadriel, 25/02/09)(από Khan, 11/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ πικρός (συνήθως για ροφήματα). Ως γνωστόν τα περισσότερα δηλητήρια έχουν πικρή γεύση. Έτσι η Μητέρα Φύση μας προστατεύει από το να τα φάμε ή να τα πιούμε.

Τι καφές είν' αυτός! Δηλητήριο! Δεν έβαλες ζάχαρη;

(από Khan, 22/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλάμε για ειδική κατηγορία σπαζαρχίδη, σπαζαρχίδη όμως, που όλο του το μένος το βγάζει από την ώρα που θα ξυπνήσει μέχρι την ώρα που θα πιει καφέ, όπου με την κυκλοφορία της καφεΐνης στο αίμα, θα μπορέσει να αποκατασταθεί μέσω coffee therapy procedure, η νευρική διαταραχή του. Φυσικά αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να συμβεί και στην περίπτωση που αυτός αργήσει να πιει καφέ.

Άρα μιλάμε για κάποιον που στο θέμα αυτό λειτουργεί ως Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάϊντ.

Αν το διάστημα που μεσολαβεί από την ώρα που θα ξυπνήσει μέχρι να πάει στη δουλειά και να πιει εκεί καφέ είναι μεγάλο και στο μεταξύ κάποιος τον σκουντήξει στη στάση του λεωφορείου, ή του πει κάτι που έτσι σε φάση shut down που είναι αυτός, του φανεί περίεργο, τότε αυτός είναι ικανός να τη δει Κόναν ο βάρβαρος) και να κάνει...τη φασαρία.

Τον βλέπουμε π.χ. να φτάνει στη δουλειά και πριν πιει καφέ να 'χει προκύψει μια επείγουσα κοπιαστική δουλεία, ή κάποιος να γελάει δυνατά. Αυτά τα στοιχεία είναι ικανά να τον κάνουν μαινόμενο ταύρο σε υαλοπωλείο.

Μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση που θα μπορούσε να αναφερθεί σχετίζεται με την περίοδο των διακοπών του. Κάνοντας παρέα με άλλους ανθρώπους, μοιραία αλλάζει το πρόγραμμα του κι έτσι αργεί να πιει καφέ μ' αποτέλεσμα να ναι μέσ' τα νεύρα και στην κατήφεια. Θεωρεί πως οι άλλοι φταίνε για την καθυστέρηση, επειδή δε σέβονται την συνήθεια του. Οι άλλοι παράλληλα τον αποκαλούν εξαρτημένο. Συνεννόηση κλαρίνοπου πολλές φορές φέρνει τον τσακωμό.

Ενδόμυχα και ετσιθελικά θεωρεί πως οι άλλοι, είτε τον ξέρουν, είτε όχι (πιστεύει πως θα 'πρεπε να αναγνωρίσουν την περίπτωση) θα πρέπει να τον κατανοήσουν. Αλλιώς είναι ιδιότροποι και επειδή η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, θα πρέπει να τους σπάσει τα νεύρα (Για να τους δείξει και καλά πόσο κακό είναι να σου σπάνε τα νεύρα) Απ' τη σκοπιά των άλλων βέβαια η οπτική είναι διαφορετική. Αυτοί πιστεύουν πως θα πρέπει να 'χουν γαϊδουρινή υπομονή για να αντέξουν τα νεύρα και τις ιδιοτροπίες του.

Τελικά η κατάσταση χρήζει γιαλομοθεραπείας. Είναι εξαρτημένος;
Οι ειδικοί δέχονται μεν τασυμπτώματα στέρησης(αίσθημα κόπωσης, υπνηλία, πονοκέφαλο, εκνευρισμό) αλλά 12 - 14 ώρες μετά το τελευταίο φλιτζάνι. Ως ένα βαθμό δηλαδή, μπορεί να μιλάμε για εξάρτηση, αλλά από ‘κει και πέρα μπαίνει ο σπαζαρχιδισμός του.

Γι’ αυτό το σπαζαρχιδισμό φταίει και το οικείο περιβάλλον, που δείχνοντας μεγάλη ανοχή σ' αυτή την κατάσταση οδηγεί τον τύπο στο να επικαλείται βιολογικά ρολόγια. Έτσι αυτός, μη δεχόμενος ναξεκολλήσειαπό το μύθο του και χωρίς να είναι διατεθειμένος να δείξει ευελιξία και να εξελιχθεί νικώντας τις ιδιοτροπίες του, υιοθετεί την άποψη «Είμαι έτσι κι όποιος αντέξει» και την άποψη «Σ' όποιον αρέσουμε για τους άλλους δε θα μπορέσουμε». Αν βέβαια, από γκαντεμιά, του συμβεί μια δυσμενής συγκυρία που έχει επίδραση στη ζωή του (π.χ.: αν τσακωθεί με τον προϊστάμενο πριν πιει καφέ), τότε ο τύπος το φυσάει και δεν κρυώνει.

Και για να 'μαστε δίκαιοι θα πρέπει να αναφέρουμε πως στη θεωρία περί βιολογικού ρολογιού, επιδρά κατά κάποιον τρόπο και το σχετικό πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας, στο οποίο ο καφές έχει στάνταρ θέση μέσα στο ελληνικό breakfast. Άρα, εναρμονιζόμενος αυτός σε αυτή την κατάσταση, σταθμίζει αντιστοίχως και το βιολογικό ρολόι του.

-Ρε τον μαλάκα το Μήτσο. Μόλις μπαίνει στη δουλειά, δε μιλάει σε κανένα. Είναι μόνιμα βαρύ πεπόνι και τζόρας του κερατά. Κι όταν αργότερα πιει, γίνεται συνεργάσιμος και έξω καρδιά. Λίγα λεπτά φτάνουν για να γίνει ο άγριος πολιτισμένος. Και μ' αρέσει που μιλάει για παν μέτρον άριστον ο μαλάκας.
-Καφαρχίδης κανονικός…

Τώρα ήπια καφέ (από GATZMAN, 13/02/09)Τζέκιλ-Χαϊντ (από GATZMAN, 13/02/09)Κόναν ο Βάρβαρος (από GATZMAN, 13/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατακάθι του καφέ.

Από την τουρκική λέξη telve.

Του άρεσε τόσο πολύ το καφεδάκι που του 'ψησα, που το ήπιε όλο μέχρι τον ντελβέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποικιλία της Κρήτης είναι το καφενείο, ενώ σε άλλες ποικιλίες είναι το μαγαζί ή το μικρό συνοικιακό παντοπωλείο, < τούρκικό dükkân = μικρό μαγαζί. (Δες).

Σωστά το λέει η παραμιά απού’χει κώλο κλάνει, μα να’ν αυτός κι ο κώλος του και όχι στο ντουκιάνι. (Παλιά σκωπτική μαντινάδα του Εμμανουήλ Λουλάκη από Εθιά).

Got a better definition? Add it!

Published

Η καφετιέρα τύπου Nescafe Dolce Gusto λόγω του ότι μοιάζει με πιγκουίνο.


- Φτιάξε μου έναν καφέ.
- Στο μπρίκι;
- Όχι, με τον πιγκουίνο. Ένα εσπρεσάκι θέλω.
- Α-μέ-σώωωωςς!

Για όσους τους νοιάζει πως φτιάχνεται το πράγμα κι όχι μόνο πως καταναλώνεται.

Η καφετιέρα με την χαρακτηριστική καμπούραΤο συμπαθές και αξιέπαινο πουλί - δρομέας και νυν κολυμβητής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό σέ όλους "κατά Τσοβόλαν" καλαμάκι. Ετυμολογία (για τυχόν αγνοούντες): "Αυτό που ρ'φαν", ήτοι "αυτό με το οποίο ρουφάν". Προτείνεται η καθιέρωση του όρου πανελλαδικώς, διότι ούτω πέως θα επιλυθεί η μεγίστη διχογνωμία Βορρά-Νότου, σχετικώς με το "καλαμάκι" και επί πλέον θα αποφευχθούν παρεξηγήσεις βήτα ή γάμα τύπου.

Έτσι αν τυχόν βρεθείτε σ' εκείνα τα μέρη και ακούσετε:

"Πιάσ'ένα Γιάννη που ροβουλάει μ' εφτά σκουμάρες και πουρφάν!"

θα ξέρετε ότι πρόκειται για "ένα Johnnie Walker με seven up και καλαμάκι".

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλαμάκι, π(ου) ρουφάν(ε) την πορτοκαλάδα ή τον φραπέ.

- Πιάσε ρε ένα άλλο προυφάν, γιατί τσάκισε αυτούνο και δεν τραβάει!

Βλέπε και πουρουφάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καφές στα καλιαρντά. Μάλλον λόγω του ότι εννοείται ο καφές που όλοι ονομάζουν «τουρκικό», ενώ εμείς τον λέμε ελληνικό (βλ. λίνκι για την πιθανή του προέλευση).

Άμα τελείωνε ο αγώνας στο γήπεδο και μετά, μερικοί φίλαθλοι πηγαίνανε για τουρκόσουπα ή πίνανε κάνα ουζάκι και περίμεναν να νυχτώσει. (Αποκατέ).

Diedwste! (από Khan, 02/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκλεκτό έδεσμα της ελληνικής κουζίνας. Ψήνεται μόνο σε μπρίκι και σερβίρεται αναμμένο.

- Πω πω... Πεινάω.
- Να σου ψήσω ένα φλαμπούτσο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified