Further tags

Αυτός που δεν αφήνει ούτε ένα ταλιράκι να πάει χαμένο. Φιλάργυρος, σπαγγοραμμένος, τσιγκούνης.

Η λέξη ακούγεται συχνά σε αθλητικά ραδιόφωνα της Θεσσαλονίκης.

Α ρε Ιβάν, δες ποιος σε έπιασε κότσο... ο ταλιροπαγίδας που διαβάζει Γαύρο και Πρωταθλητή.

Η ΑΜΚ είναι ανοικτή για αυτούς που έχουν από 20 χιλιάρικα και πάνω. Εσύ που είσαι ταλιροπαγίδας προφανώς δεν μπορείς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μαζεύει και σωρεύει λεφτά και είναι και τσιγκούνης, ο ταλιροφονιάς, ο φραγκοφονιάς.

Πάσα (Δ.Π.): tsimpatone

1. Ο πάγκος του.... βολεμένου νεοέλληνα
Η Ελλάδα χώρα των ερωτευμένων, των ευνοουμένων, διαπλεκομένων και διαμαρτυρομένων, των ευνουχισμένων
Δημόσιο: Κομματική κυριαρχία, συνδικαλισμός, αδιαφορία ,
ρεμούλα. Χαρά στους έχοντες και κλέβοντας κατέχοντες.
Ευσυνείδητοι υπάλληλοι: εργασία μέχρι θανάτου. Μη σηκώνεις κεφάλι ρε! και μη μιλάς! Δ Ε Κ Ο: Τα ίδια και χειρότερα. Στάση τη στάσης! Ολική μαζική κλοπή!
Ένοπλες δυνάμεις : Προμήθειες και αναξιοκρατία, ναρκωτικά.
Δήμοι: Εύκολη σπατάλη, με οικολογική… ευαισθησία!
Αγρότες: Θύματα επιδοτήσεων….. τα φυτοφάρμακα εις υγείαν των παιδιών τους που σπουδάζουν... Το αγγούρι το κατάλαβες! Η φάρδυνες επικίνδυνα;
Τουρισμός : Δάνεια με κομπίνες μεγάλες ,επιχορηγήσεις κρατικές, 100ΕΥΡΩ το δίκλινο:50 το κράτος (δηλαδή εσύ) και 50 πάλι εσύ κύριε μαλαμα!!!!! Πάρε και τη σκούπα με το φαράσι, και σκάσε! Πες κι ευχαριστώ για τη φιλοξενία.
Ασφαλιστικά Ταμεία : Εδώ το λέμε :
Χαίρε βάθος αμέτρητο, και κλοπή της κλοπής …του αιώνα, Χαίρε στον εγκέφαλο που γέννησε τον μέγα απατεώνα!
Φάρμακα: Όλοι πρέπει να αποθάνουμε για να μην έχει συνωστισμό ο πλανήτης.
Νοσοκομεία και υγεία: Μη συνωστίζεσαι! Μην παραπονιέσαι! Θα το πάρεις το πιστοποιητικό θανάτου! Παροχή μηδενική .
Κανάλια, τύπος ( Μ.Μ.Ε.) : Τσιράκια, καλοπληρωμένοι προδότες, Κατασκευάζουν την εξουσία. Οικογενειοκρατία και συμφέροντα , πραγματικοί σκατοσφούγγηδες πλουσίων.
Τράπεζες: Το σφουγάρι, η ρουφήχτρα, η ταλιρομαζώχτρα!
Δικαιοσύνη: Αποτελεσματικότατη, πάντα υπέρ πλουσίων ομοίων κτλ, που και που να και μια εξαίρεση. Πέντε έτη για αφαίρεση ζωής, ο κουζινοκατασκευαστής! Κλείνω το μάτι, έχω εμπιστοσύνη, απαλλάσομαι!!!!
Παιδεία: Παραπαιδεία, κομματικά εκκολαπτήρια .
Εκκλησία: 50% στους Ιουδαίους ιδρυτές! Το πιο τέλειο κλεμμένο και καλοστημένο παραμύθι από ανθρώπου γέννησης.
Καλή νεκρανάσταση Πατριώτες!

2. Ti na keraseis tromaras sou;;;;; Fragofonia....taliromazoxtra....kavouromana.... Akoma kai ton kafe sou na mou doseis...ego pino metrio esi gliko...den thelo.... :P

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιφούτης, ο σπαγκοραμμένος, σκοτώνει τις ψείρες που έχει πιάσει πάνω του διότι ζει υπό άθλιες συνθήκες, και αυτό γιατί δε χαλάει σεντς ούτε για σαπούνι, μαζεύει χρήμα συνέχεια, από μισθούς και ενοίκια θέλοντας να αυξήσει τα μύρια του, για να έχει για τα γεράματα, και για να νοιώθει ασφαλής.

- Καλά αυτός δεν έχει όλο το οικοδομικό τετράγωνο; (που λέει ο λόγος)
Δεν ξέρει τι έχει ρε, και τον είδα στους κάδους να παίρνει κάτι παλιατζούρες που είχανε αφήσει απέξω, κοίτα να δεις τι γίνεται στο κόσμο μας ρε φίλε!
- Χαχα ναι ρε, είναι ο ψειροσκοτώνης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, αυτός που δεν αφήνει τα λεφτά να φεύγουν από πουθενά... (ιδιότητα της τσιμούχας σαν αντικείμενο είναι να εμποδίζει τις διαρροές, εξ ου και ο όρος τσιμούχα /τσιμούχας).

  1. - Πάμε για κάνα καφέ ρε μλκ;
    - Μπα ρε συ, δεν έχω λεφτά...
    - Μια ζωή αυτό λες... Είσαι πολύ τσιμούχας τελικά!

  2. - Με έκανε παζάρια για 1 ευρώ, το πιστεύεις;!;!
    - Καλά, δεν ξέρεις τι τσιμούχα είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι και πολύ τσιγκούνης όμως!

Φράγκα+φόνος.

Κανονικά θα σήμαινε ότι κάποιος είναι πολύ σπάταλος και «σκοτώνει», δλδ ξοδεύει τα φράγκα, αλλά έχω δύο εξηγήσεις:

Α: Το λέμε ειρωνικά
Β: Σκοτώνει τον σκοπό των χρημάτων, δλδ να τα ξοδεύσουμε.

(βλ. και φραγκοκίλερ, φραγκοκτόνος, ταλιροφονιάς)

Το λήμμα ήταν μια προσφορά στο δημόσιο πρόχειρο.

Καλά μιλάμε ο Γιάννης πολύ φραγκοφονιάς! Στα γενέθλιά του μας κέρασε γκαζόζες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος έχει πολλά λεφτά, τα κάνει μασούρια:

α) για μεγαλύτερη ασφάλεια και τσιγκουνιά (τα κουβαλάει μαζί του)
β) για εξοικονόμηση χώρου (ώστε να χωρέσουν και οι αυριανές εισπράξεις).

  1. Καλά ρε, δανεικά σου ζήτησα, αν θέλεις μη δίνεις... κάν' τα μασούρια.

  2. Πω πω, αυτός βγάζει τόσο χρήμα, που το βράδυ κάνει μασούρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Στη μαγειρική, πάστωμα είναι η συντήρηση τροφών μέσα σε ξύδι ή άλμη, όπως συμβαίνει κυρίως με τα παχιά ψάρια ή τις ρέγγες» (βλ. παστώνω το κοπίδι). Επίσης γίνεται και με αλάτι, χονδρό κατά προτίμηση.

Μια άλλη σημασία του Παστώματος του Σλανγκικού είναι η αποταμίευση χρημάτων και η διατήρησή τους επ' αόριστον. Χρησιμοποιείται ειρωνικά σε γνωστούς τσιγκουίνους για καζούρα!

Αλλιώς λέγεται και «Βάζω τα χαρτιά μούτρο με μούτρο».

- Κοίτα ο τσίπης σακκακιά! Το βαφτιστικό του είναι;
- Αφού ρε δε χαλάει φράγκο, μόνο για αλάτι δίνει!
(Λοξό βλέμμα και γκριματσα):
- Για να τα παστώνει ντε!

(από perkins, 24/05/10)(από perkins, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης. Το λήμμα παραπέμπει και σε πιγκουίνο.

Λέγεται έτσι για να γίνει εμφατικό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Βέβαια, το κεχαριτωμένο πτηνό δεν έχει αποδειχθεί, από ηθολογικές μελέτες, ότι αποθηκεύει τρόφιμα (αν και θα έπρεπε, με τις συνθήκες που ζει). Συνεπώς η συσχέτιση έγινε μόνον εξαιτίας ομοήχων στοιχείων των σημαινόντων. (Τσίγκου-Πίγκου).

— Θα πληρώσεις;
Μισό, να βρω το πορτοφόλι μου... πού το έχω βάλει;
— Άσε ρε τσιγκουίνο, πληρώνω εγώ πάλι.

(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)O Pingu - τόνος στη λήγουσα (από poniroskylo, 29/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για άτομο που είναι μεγάλος τσιγκούνης, που η τσιγκουνιά του μπορεί να σκοτώσει και άνθρωπο, που δεν δίνει ούτε cent ακόμα και σε άτομα που πραγματικά χρειάζονται βοήθεια και κοιτάει πώς θα γεμίσει το πορτοφόλι του με όσο το δυνατόν περισσότερα.

Συνώνυμα: φιλάργυρος, σπαγγόραμα / σπαγγοραμένος.

- Ρε τον ματζιρόπουστα τον Άκη, του ζήτησα να μου δανείσει 1 ευρώ να πάρω τσιγάρα, και έκανε σαν υστερικός.
- Έτσι είναι φίλε, δεν είναι όλοι ανοιχτοχέρηδες σαν εμάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι κορόιδευαν οι Συμιακοί μετανάστες τους γνωστούς για την τσιγκουνιά τους κατοίκους της πόλης της Ρόδου.

Μόνος σου μπογιατίζεις το σπίτι σου; Είσαι εσύ ένα ροδίτικο φελάκι... Δώσε, ρε συ, κάτι σε έναν άνθρωπο να σ' το βάψει αφού δεν είναι δουλειά σου... Τσιγκούναρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified