- Ο πολύ μανιώδης καπνιστής, που καπνίζει είτε πολύ βαριά τσιγάρα, είτε πολύ άθλια τσιγάρα, είτε όποια μάρκα βρει χωρίς να τον νοιάζει,
- Για μερικούς, ο πολύ χασικλής,
- Γενικά, ο βρωμιάρης ή ο καμένος.
Got a better definition? Add it!
Ο φέρων πλεξίδες ράστα.
Υπάρχουν τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες ραστοφόρων:
Φτηνό λολοπαίγνιο με τον ρασοφόρο.
Got a better definition? Add it!
Ορισμός της αργκό που εννοεί το γνωστό ναρκωτικό, την άσπρη.
Τι έγινε ρε Γιακουμή, έφερες τη χιονάτη;;;
Got a better definition? Add it!
Η τελευταία τζούρα του γάρου, γνωστή και ως καυτή. Ονομάζεται έτσι, καθώς, κατά Χότζα, «επειδή το τσιγάρο έχει φτάσει στη τζιβάνα, μαζεύεται όλο το λάδι της καννάβεως στο τέλος και η ρουφηξιά είναι αναγκαστικά λαδερή, έχει δε οσμή και γεύση ψητού στα κάρβουνα (όταν είναι άλφα ποιότητα), γι' αυτό και η φούντα λέγεται και «ψητό» ή «ψητούρα».
Μόνο μια δυο μπριζολάτες έχουν μείνει...
Ακόμη: καρκινιάρικη.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κουβαλά ναρκωτικά ή άλλα παράνομα είδη.
-Μαλάκα, μπάτσοι! Κόψε δεξιά όπου βρεις!
-Φορτωμένος είσαι;
-Όχι.
-Στ' αρχίδια μας λοιπόν.
Got a better definition? Add it!
Το χασίς καθώς και η ανάλογη φυτεία. Συνθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην Κρήτη για τις χασισοκαλλιέργειες. Η λέξη παίζει και με το πράσινο μίας έτσι κι αλλιώς κατάφυτης περιοχής.
- Ωραίο χωριό το (Χ)...
- Ναι, έχει πολύ πράσινο...
Got a better definition? Add it!
Ως καρκινιάρικες χαρακτηρίζονται οι τελευταίες τζούρες του μπάφου. Και αυτό διότι είναι καυτερές και ιδιαίτερα ανθυγιεινές και καταστροφικές για τον λαιμό και τα πνευμόνια. Δεν τις φοβούνται οι πεπειραμένοι μπαφόβιοι και τα χαρμάνια, οι οποίοι τις παίρνουνε αναλαμβάνουν να τελειώσουν το τσιγαριλίκι μέχρι και την τζιβάνα.
Συζήτηση μπαφοκατάστασης όπου κάποιος τα έχει παίξει:
- Ω ρε πούστη μου όλα γυρίζουν, δεν θέλω άλλο, θα ξεράσω! Σβήσ'το το γαμίδι!
- Καλά, καλά, χαλάρωσε και άσε τις καρκινιάρικες για μένα...
Δες ακόμη: καυτή, μπριζολάτη.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.
Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.
Ρήμα: χαρμανιάζω.
«Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)
Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.
Got a better definition? Add it!