Further tags

Ηλίθιος. Μετεξέλιξη του κουτός σε περιοχές του Θεσσαλικού κάμπου.

- Έμαθες τι έκανε ο Βάιος; Πήγε στα Τρίκαλα με φανέλα Αναγέννηση Καρδίτσας.
- Ουιιί, κτούζας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που παίζει σε τσόντες.

Η Τερέζα Ορλόφσκι δεν είναι μόνο διάσημη τσοντού αλλά και γνωστή παραγωγός πορνοταινιών.

(από Khan, 31/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιγκούνης και κακομοίρης μαζί.

  1. Πώς κάνεις έτσι για 5 ευρώ ρε! Τι καρμίρης που είσαι;

  2. Ο Γιώργος είναι τόσο καρμίρης που έχει να βγει κάνα χρόνο (τσιγκουνιά).

(από Mr. Cadmus, 01/03/12)(από Mr. Cadmus, 01/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται μόνο σαν επιρρηματικό κατηγορούμενο (έφυγε σούμπιτος) ή σαν κατηγορούμενο του αντικειμένου (τον έστειλα σούμπιτο). Σημαίνει γενικά ότι κάποιος φεύγει πολύ γρήγορα, απότομα, ξαφνικά, κατευθείαν. Από το ιταλικό subito = αμέσως.

-Τελέρε μαλάκα! Ο Λέλος είναι νοσοκομείο;
-Άσε, πήγε να περάσει τον δρόμο και τον χτύπησε ένα XT! μοτοσύκ και λετόνι κομπλέντερ κι ο έτσι στο ΚΑΤ!
-Μη μου πεις! Την κλάνω σούμπιτος να τον δω! Έρχεσαι;
-Οκέικ.

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σφαιράδην, τσακ-μπαμ, στο πιτς-φιτίλι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στεκάτος είναι κάποιος που παίζει μπιλιάρδο χρησιμοποιώντας τη δική του στέκα και όχι του μαγαζιού.

Είναι παράλληλα και δηλωτικό ενός παίχτη άνω του μέσου όρου αφού για να έχει κάποιος δική του στέκα, σημαίνει πως το κατέχει το άθλημα (αν και κάτι τέτοιο δε συμβαίνει πάντα).

- Να σου πω, τα παιδιά από το διπλανό τραπέζι θέλουν να μας παίξουν πάγκο.
- Άστο ρε συ, δε βλέπεις ότι είναι στεκάτοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να ειδοποιήσει κανείς κάποιον για την παρουσία μιας όμορφης και εντυπωσιακής κοπέλας, ενίοτε και ξέκωλου.

- Τίγκα τίγκα!
- Πού ρε’συ;
- Εκεί ρε, στο τραπεζάκι στα δεξιά!
– Πωπωπω, τι τούμπανο είναι αυτό! Πού θα βρω μια τέτοια γκόμενα εγώ ρε γαμώτο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντός, μικρόσωμος, μικροκαμωμένος.

-Τον είδες τον μπασμένο, ένα κι ένα μίλκο ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aυτός που, στις πορείες, τα συλλαλητήρια και κάθε είδους συγκέντρωση διαμαρτυρίας τα δίνει όλα, με τόσο πάθος που νομίζει ότι βρίσκεται στο γήπεδο.

- Πάρε τον τύπο στην πρώτη σειρά με τη σημαία που φωνάζει μόνος του: Η αλληλεγγύη το όπλο των λαών. Τι βλάκας!
- Τον έχω δει ώρα. Ο γηπεδικός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν είναι ευχαριστημένος ποτέ και με τίποτα. Δεν χάνει ευκαιρία να γκρινιάξει, να κλαφτεί και να κατηγορήσει την μοίρα του για ό,τι συμβαίνει.

- Θα πάω για καφέ με τον Τάκη θα 'ρθεις; - Με αυτόν τον κλαψομούνη; Θα αρχίσει πάλι πως δεν έχει γκόμενα, λεφτά, όρεξη, πως δεν του αρέσει ο καιρός, η δουλειά του, ο καφές και ο κόσμος στην καφετέρια! Άσε προτιμώ να κάτσω μόνος μου καλύτερα.

(από Khan, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αόριστος χαρακτηρισμός αναφερόμενος σε οποιονδήποτε άνθρωπο ή άλλο ον.

Πάτησα ένα σκύλο σήμερα με το αμάξι. Ο ψηλός πετάχτηκε από το πουθενά.

Σχετικά: αρχηγός, γιατρέ μου, μάστορας, μεγάλε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified