Στα καλιαρντά σημαίνει αυνανίζομαι και εκσπερματίζω συνεπεία μοναχικού αυνανισμού, εκ του ιταλικού solo (= μόνος) και του φλόκια.
Βαβέλιασα βαθιά λατινικά και ετρούσκα για να γροικάει η τζασλή να κάμει σολοφλόκιασμα. (Μπουντουσουμού).
Στα καλιαρντά σημαίνει αυνανίζομαι και εκσπερματίζω συνεπεία μοναχικού αυνανισμού, εκ του ιταλικού solo (= μόνος) και του φλόκια.
Βαβέλιασα βαθιά λατινικά και ετρούσκα για να γροικάει η τζασλή να κάμει σολοφλόκιασμα. (Μπουντουσουμού).
Got a better definition? Add it!
Αντί του 'ζεις, ζούμε, ζείτε', του συνηρημένου ρήματος ζήω, ζω.
Το ρήμα ζω έχει απώτερη μορφή το ρ. ζάω και από 'κει θα μπορούσαν να προέρχονται τα 'ζας, ζάμε, ζάτε', αφού η γλώσσα ακολουθεί -μεσ' τη σλανγκιά της ή παρ' όλη τη σλανγκιά της ή εξ αιτίας της- χορταριασμένα μεν αλλά υπαρκτά μονοπάτια.
Το επιτακτικό μόριο «ζα» είναι πολύ γνωστό και το χρησιμοποιούμε σε πολλές λέξεις και έχει ως στόχο να ενισχύει το δεύτερο συνθετικό της λέξης. Για παράδειγμα ζά(μ)πλουτος ή ζάπλουτος σημαίνει ο πολύ πλούσιος, ο πάμπλουτος, ο βαθύπλουτος, ζαφελής ο πανύ αφελής, ο πανβλαξ (ο ζα- αφελής), ζατρεφής ο ευτραφής (ο ζα- τρεφής) και (Λεξικό Σούδα) τα εξής: Ζαχρειής ο άγαν χρειώδης, Ζατρεφής ο ευτραφής κ.λπ.
[...] από το ζα- και ζη- βγαίνει και η λέξη ζάω (ζάω ή ζήω = ζω) = είμαι στην ζωή, ζω, είμαι ζωντανός || ακμάζω, είμαι ακμαίος. Με αυτήν την λογική Ζατρίκιον σημαίνει ακόμη και «ζω για να κινώ» ή διαβιώνω νικηφόρα». Θα μπορούσε δηλαδή να είναι Ζατρίκιον και Ζητρίκιον.
Μα τι είπε ο έντεχνος; Χωράφια και αξίνες; Που ζας ρε; Η επανάσταση, τώρα πια, γίνεται στα σόσιαλ μίντια; #thivaios (εδώ)
Πλοκ ρε αιδιόπανο που θα μου κάνει κ ρτ ο κανέκος! Για ένα κούτελο ζάμε γαμώ τη γκενωνία (εδώ)
- θέλω να μου φύγει η καϊλα. να κυβερνήσουν όλοι οι αριστεροί να δούμε τι θα γίνει
- αχαχαχαχα ρε αμα κυβερνησουνε ολοι δε θα ζάμε για να δουμε τι θα γινει!!! (εδώ)
Σε τι χωρα ζάμε ρε φιλε
ζάμε μεγάλες στιγμές(εδώ)
@pasok ακόμα ζάτε εσείς; (εδώ)
Ρεεεε! Ζατε εκεί στην Ελλάδα; Τι παίζει; (εδώ)
ΠΟΙΟΣ ΝΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙ? Ο ΒΟΛΕΜΕΝΟΣ ΦΡΑΠΕΔΑΡΑΣ ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ? ΠΟΥ ΖΑΤΕ ΡΕ! ΕΔΩ ΕΧΟΥΜΕ ΜΟΥΝΤΙΑΛ κ ΚΑΛΛΙΣΤΕΙΑ ΡΕ (εδώ)
Σημείωση 1.
Υποψιάζομαι οτι λέγεται και το 'ζαν' (=γ' πληθ.), αλλά στο δίχτυ βρίσκω μόνο χαριτωμενιές τ.:
Ο τύπος θυμίζει ανέκδοτο Ψαραντώνη
-Ποιός χτυπά τέτοια ώρα;
-Ζαν-Πoλ-Μπελμοντό.
-Αν κατεβώ κάτω θα σας πηδήξω και τους τρεις! #spaliaras (εδώ)
Σημείωση 2.
Στα τσακώνικα ζάμε, ζάτε σημαίνουν πάμε, πάτε.
Επέτσε να βάλει ένα σφαχτέ να φάμε ... Ταν πορεία πη θα κεινάσωμε, ας φάμε. Εμ’ έχουdε τσαι ύ’ω. Να ζάτε απ’ οπά από τα Πραματευτά να μάθετε τα Τσακώνικα. Να ζάτε απ’ οπά, ταν άβα πορεία. Λοιπόν, θα ζάμε να νι οράμε τσαι από ’τσει τσ’ ύστιρα ....
Είπε να βάλει ένα σφαχτό να φάμε ... Στο δρόμο που θα πεινάσουμε, ας φάμε. Έχουμε και νερό. Να πάτε από εκεί, από την Πραματευτή [χωριό], για να μάθετε τα Τσακώνικα. Να πάτε από εκεί, [από] τον άλλο δρόμο. Λοιπόν, θα πάμε να το δούμε και από εκεί και ύστερα ...
Got a better definition? Add it!
Έδειξα την κλάση μου. Αποφάνθηκα - τελεία com, έβγαλα απόφαση αφού. Τέρμα οι κουβέντες, αλεβουζάν!
Μόνο στον αόριστο (άντε και στον υπερσυντέλικο).
Συνώνυμο: είπα.εδώ
Σημείωση
Παίζει και η φράση "μίλησα και είπα", που είναι συνήθως πλεονασμός χωρίς περαιτέρω έμφαση (π.χ. το παιδί μίλησε και είπε"μπαμπά") και βοηθάει να μάθουμε, στην ίδια πρόταση, τί είπε αυτός που περιμέναμε να μιλήσει. (Δες και 7ο παράδειγμα).
-Ο ΛΑΟΣ ΜΙΛΗΣΕ!!!
-Και τι είπε?
-νιάου (εδώ)
Ο άντρας, ο μόρτης, ο μάγκας, ο ασίκης, ο καραμπουζουκλής, η καυλοπαγίδα, ο μπούγκα-μπούγκα μίλησε, αφού πρώτα συνομίλησε με τον “Νέστωρα” της Βουλής Απόστολο Κακλαμάνη (εδώ)
Οι Λιθουανοί ξέρανε το παιχνίδι και μαζί με το άγχος, δεν κάναμε καλό παιχνίδι μέχρι το 30′. Μετά μίλησε η κλάση των παικτών". (εδώ)
Με Δία και Αφροδίτη στο Λέοντα, το ζώδιο του #Tsipras, δε μπορεί παρά να κλείσει η συμφωνία...τα άστρα μίλησαν (εδώ)
Εντάξει παιδιά μίλησε η Λίτσα Πατέρα και είπε ότι οι πλανήτες είχαν μιλήσει. (εδώ)
καλά η ΔΗΜΑΡ υπάρχει ακόμη? σαν τι? αμοιβαδα? έλα Χριστέ και Παναγιά ο Κουβελης μίλησε και είπε ΠΡΟΠΟ (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Έπαθα μόρφωση, παραμορφώθηκα, οπότε ... "κουλτούρα να φύγουμε".
Κι όλους τους ξέμπαρκους θα τρώει το σαράκι μα όσοι ταξίδεψαν ζηλεύουν την Ιθάκη. έπαθα κουλτούρα. (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Ερωτεύομαι, αφού.
Συνώνυμα: Δαγκώνω την λαμαρίνα, είμαι καψουροκαμένος.
Πώς λέμε μου ζάλισες τον έρωτα; = Αντώνυμο
Σε αναλογία με το παθαίνω μόρφωση.
♪♫ Εσύ για μένα θα πάθεις έρωτα
κι εγώ για σένα θα κινδυνέψω.
Με τα βρεμένα και τ' ασιδέρωτα
της αλητείας θα βγαίνουμε έξω. ♪♫
'Να πάθω έρωτα αντί να παθαίνω ξενέρωτα' -expectations_2015 (εδώ)
Παθαίνω έρωτα, καύλα, αναστάτωση βλέποντάς σε να μου χαμογελάς. Συνέχισε, μη σταματάς. (εδώ)
Εγω επαθα ερωτα και εσυ επαθες σταρχιδιασου
-Ωχ
-Τι έπαθες;
-Έρωτα μαζί σου!
(δεν γαμάτε και θα γελάει με τις φίλες της για κανένα χρόνο)
φημες λενε οτι αν χαμογελας σα χαζος πανω απ το κινητο στη 1 το βραδυ επαθες ερωτα και περαστικα σου!
Got a better definition? Add it!
Εκτός απ' το να *παθαίνεις το όνομα*, όπως λέει ο πρώτος ορισμός, μπορείς να πάθεις και το ... ρήμα!
Όταν με λέτε γκαύλα...Παθαίνω το ρήμα! (εδώ)
Ακριβώς αυτό! Το αξιοσημείωτο λοιπόν γεγονός είναι οτι το "παθαίνω", τα τελευταία χρόνια συντάσσεται και με ουσιαστικά που σημαίνουν ακριβώς το ίδιο με υπάρχοντα -ομόρριζα με τα ουσιαστικά-, ισχυρότατα (και όλα τα λεφτά) ρήματα. Δηλαδή, αντί για ερωτεύτηκα ή μορφώθηκα, κουλτουριάστηκα, εντυπωσιάστηκα, λες: έπαθα έρωτα, έπαθα μόρφωση, έπαθα κουλτούρα, έπαθα ποιότητα, εντύπωση, ευτυχία, θλίψη, ευεξία και άλλα τέτοια πολλά και κουλά.
Σημείωση (γιατί όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας): Συμβαίνει, για λόγους απλοποίησης ή γιατί δεν σού'ρχεται η λέξη να λες π.χ. έπαθα σοκ, έπαθα πανικό, αντί για σοκαρίστηκα ή πανικοβλήθηκα.
Το ρ. παθαίνω χρησιμοποιείται και με δύο ακόμη τρόπους:
Κανονική σύνταξη με νορμάλ (!) ουσιαστικά, π.χ. παθαίνω εγκεφαλικό, αφυδάτωση, ιλαρά, αγκύλωση, ντεζαβού κ.ά., όπου, όταν υπάρχει αργκό αυτή χαρακτηρίζει μόνο το ουσιαστικό, γιατί το παθαίνω παίζει εδώ βοηθητικό, διακριτικό ρόλο (δεν 'παθαίνεις εντύπωση' μαζί του).
Σύνταξη με ευφάνταστα, πειραγμένα ουσιαστικά όπως τα καρασλανγκισθέντα:
παθαίνω μιλφόπλακα,
σεντόνι,
πλάκα,
κάζο,
ντουβρουτζά,
κωλομπέρδεμα,
λαλά,
μπακακάο,
κολούμπρα,
κοκομπλόκο,
τραμπάκουλο,
μουνόπλακα,
τη μούνα μου.
Μπορούν να προστεθούν και τα παθαίνω ζημιά και παθαίνω τσιμπουκόφσκι. (Δες παράδειγμα 5).
Σλανγκασίστ: Galadriel, εδώ.
Παθαίνω έρωτα, καύλα, αναστάτωση βλέποντάς σε να μου χαμογελάς. Συνέχισε, μη σταματάς. (εδώ)
Πάθαμε ευτυχία για τρια δευτερόλεπτα στο κεντρο. τοσο χιονισε (εδώ)
Είμαι στη φάση που χαίρομαι που έφυγα από το γραφείο στο 9ωρο αντί για 10- ή 11ωρο, μη μου μιλάτε για τις διακοπές σας, παθαίνω θλίψη. (εδώ)
Έχετε μπερδέψει τον έρωτα με πάρτυ. Σε πάρτυ κάνουμε εντύπωση. Στον έρωτα παθαίνουμε εντύπωση (εδώ)
Έπαθα τσιμπουκόφσκι. (εδώ)
Έπαθα αξιοπρέπεια. (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Έτερος όρος του Τουίτερ -ρήμα αυτή τη φορά- από το αγγλικό mention (= αναφέρω κάποιον). Σημαίνει κάνω αναφορά (μένσιο) σε κάποιον ή σε κάτι.
Όταν ο τουιτεράκιας, ο τουιτεράς, τουιτάρει και δεν μενσιώνει, πάει στο αμένσιοτο (Khan).
Απ' το ... τουίτερ
Ο άλλος μενσιωνει τον εαυτό του και κάνει ερώτηση. Ξεκολλάτε ανάψτε κλιματιστικό και πέστε για ύπνο να χαλαρώσετε θα γίνετε τζημεροι
Αυτο που βρίζετε εδω μεσα χωρις να μενσιωνετε, δεν σας κανει έξυπνους, αρχιδια σας κανει.
μου προκαλείτε το ενδιαφερον που μου προκαλεί μια κατσαρίδα. Μη βαυκαλίζεστε, δεν θα σας μενσιωνα ποτε
Got a better definition? Add it!
Ο παρατατικός του ρ. "είμαι", όπως λεγόταν παλιότερα στην περιοχή της ανατολικής μακεδονίας και στα δυτικά παραθεσσαλονίκια (αναφορά vikar στο νάμαν) και όπως χρησιμοποιείται ακόμη σήμερα στο διαδίκτυο, (επιβεβαιώνεται η βόρεια χρήση) εν είδη πλάκας, μαγκιάς (μοιάζει δηλ. αρκετά με την χρήση του μαρή).
Συγκεκριμμένα
Σημειώσεις:
1. Από το εν λόγω σημαντικό σχόλιο του vikar στο νάμαν, δεν μπόρεσα να βρω παραδείγματα για τα α' και β' πρόσωπα πληθυντικού ημάστε, ησάστε.
2. Στο 6ο παράδειγμα φαίνεται οτι πιθανόν οι τύποι αυτοί ήταν ή είναι ακόμη σε χρήση και στη θεσσαλία.
3. Σλανγκασίστ --> η πάσα που έδωσε ο vikar στον HODJA και μετά από 4 χρόνια την έπιασε η αφεντιά μου.
Got a better definition? Add it!
Α. Μου γυάλισε κάτι και το σταμπάρισα με σκοπό να το αποκτήσω, είτε βάσει σχεδίου ή όταν με ευνοήσει η συγκυρία.
έβαλα στο μάτι τη φουρνάρισα, 35αρα ψηλοκώλα, θα το ρισκάρω, έτσι κάνουν οι άντρες, ή ταν η τον πετάς, θα την κουτουπώσω την χωριάτα (εδώ)
Ο Σουλτάνος, δεν είχε παρά να κοιτάξει έντονα μία κοπέλα, ή να της κάνει σχόλιο θαυμασμού και κέρδιζε το προσωνύμιο «guzdheh» που σήμαινε ότι ο σουλτάνος την έχει «βάλει στο μάτι». (Τι πραγματικά συνέβαινε στα χαρέμια των Σουλτάνων)
Β. Επιβουλεύομαι κάποιον, θέλω το κακό του. Μ' αυτό το νόημα αναφέρεται κι από την Galadriel στο 'μπαίνω στο μάτι', δηλ. στην παθητική φωνή του ρήματος.
Το τσίπουρο στο 23% κ οι εφημερίδες παραμένουν στο 6%. Άμα έχεις βάλει στο μάτι τη διαπλοκή κ τα συστημικά ΜΜΕ φαίνεται! #gelanetatsimenta (εδώ)
Κοντοπούτανε επιτηρητή που με έχεις βάλει στο μάτι άμα σε πετύχω εκτός σχολής τη γάμησες. (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον μετά από διεργασίες που περιλαμβάνουν υποχωρήσεις και άλλα μυστήρια. Συχνά έχει προηγηθεί κρίση, καβγάς ή ρήξη, οπότε, χάσαμε αυτά που μας ένωναν και τώρα τα βρίσκουμε πάλι.
Αντώνυμο: τα σπάω
- Γιατι ειναι σπασμένα τα πιάτα?
- Μαλωσαμε
- Και ο καναπές?
- Τα βρήκαμε (εδώ)
30χρονη σε φίλη της: Τώρα ζω τον τέλειο γάμο φιλενάδα, από τότε που τα βρήκα με τον Γιώργο (γκόμενος), δεν με νοιάζουν οι μαλακίες του αντρα μου (εδώ)
-τι ζώδιο εισαι?
- δίδυμοι
- και τα βρίσκεις με τον εαυτό σου?
- με ποιον απ τους δυο? (εδώ)
Got a better definition? Add it!