Ξεθερμάω, ξεθερμίζω: Κάνω λάντζα, πλένω πιάτα. Έκφραση από νησιά.
Ενίοτε λέγεται καί σκέτο ξεθερμίζω, αλλά μπορούμε να προσθέσουμε τα πιάτα, αν και είναι πλεονασμός γιατί εννοείται.
Έχω να ξεθερμίσω τα πιάτα και μετά θα αράξω.
Ξεθερμάω, ξεθερμίζω: Κάνω λάντζα, πλένω πιάτα. Έκφραση από νησιά.
Ενίοτε λέγεται καί σκέτο ξεθερμίζω, αλλά μπορούμε να προσθέσουμε τα πιάτα, αν και είναι πλεονασμός γιατί εννοείται.
Έχω να ξεθερμίσω τα πιάτα και μετά θα αράξω.
Βλ. και αξεθέρμιστα
Got a better definition? Add it!
Από το αγαπώ + -ίζω: όταν η αγάπη ανάμεσα σε 2 άτομα είναι πολύ δυνατή.
(Γαλατική έκφραση: βλ. Γαλάτης μόδιστρος, κοπτοραπτού).
- Έχει πήξει η αγάπη τους ε;
- Ναι, αγαπίζονται τρελά!
Got a better definition? Add it!
Ρήμα ποικίλου και εποχικού περιεχομένου.
Μέχρι προ 6 μήνών σήμαινε κουρεύω την κόμη μου τύπου ημί αφανέ, ημί μακριά κατά τα πρότυπα της ευήθους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.
Πλεόν χαρακτηρίζει την έχουσα κόμη τύπου κοτσίδας τελευταίας Ρωσίδας στριπτιτζούς, συνοδευόμενη από ατάλαντο γκόμενο με κακή άρθρωση του σίγμα κατά τα πρότυπα της ευθήους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.
- Άχου το βρε το Ριτσάκι πως μεγάλωσε, δεν φαντάζεσαι.. Ψήλωσε... Ομόρφυνε... Τάμτεψε...
- Ά το χρυσό μου... Έκανε το μαλλί του σγουρό κοντό;
- Όχι, κυκλοφορεί σα Ρωσίδα και τά 'μπλεξε με τον πέμπτο ξάδερφο του Νίκου Μίχα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ρήμα που αποδίδει έκφραση του προσώπου, έναν συνδυασμό απογοήτευσης και ειρωνείας, εμπνευσμένη από χαρακτηριστική φωτογραφία του γνωστού βατράχου κέρμιτ από το Muppet Show, την οποία παίρνει κάποιος όταν ακούει κάτι εντελώς άσχετο, χαζό ή ενοχλητικά απροσδόκητο. Χρησιμοποείται κυρίως από άνδρες σε περιπτώσεις χιλόπιτας ενώ όλα δείχναν θετικά.
Χθες το βράδυ γνώρισα μια κοπέλα και μιλάγαμε δύο ώρες, όλα πήγαιναν μια χαρά και την έβλεπα ότι γούσταρε κι αυτή, αλλά όταν της είπα να μου δώσει το τηλέφωνο της μου είπε «έχω αγόρι» και κερμίτιασα άσχημα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ζεσταίνομαι πάρα πολύ, λιώνω.
Σερβίρω ποτό.
(για τις γυναίκες)
Είμαι πολύ καβλωμένη, στάζω ποτάμια (οξύμωρο)
Καλά, σήμερα με τόση ζέστη βρήκες να κάνεις δουλειές στον κήπο; 'Αει παράτατα και πήγαινε πλύσου, στάζεις ολόκληρος. Σε λίγο έρχονται οι γείτονες για καφέ και συ θα είσαι σε τέτοιο χάλι;
- Έλα ρε συ Παναγιώτη, στάξε μου ένα τελευταίο και μετά πάω σπίτι...
... και που λες, έσκασε μύτη στο πάρτυ με περίεργο ύφος ... και κει που πήγαινα να φύγω μου πιάνει το χέρι και το βάζει κάτω από την φούστα της και, μαλάκα, όχι μόνο δεν φορούσε τίποτα αλλά έσταζε ... τα είδα όλα, σου λέω ...
- και;...
- ε τι και, δεν μπορούσε να γίνει τίποτα, δεν προλάβαινα, την πήγα και την άφησα σπίτι της.
- ΤΙΛΕΡΕΜΑΛΑΚΑ! τί μαλάκας καληνυχτάκιας είσαι συ ρε πούστη μου! Με δουλεύεις! ΟΧΙ ρε πούστη! Όχι, τον μαλάκα! Ρε τον-μαλάκα-τον-μαλάκα! (κλπκλπκλπ)
Got a better definition? Add it!
Περνάω έγγραφα και δικαιολογητικά από τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών για σφραγίδες, επικυρώσεις και άλλα άχρηστα γραφειοκρατικά. Βλ. ΚΕΠαρισμένο έγγραφο.
Πριν καταθέσω τα δικαιολογητικά πρέπει να τα KEΠάρω πρώτα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ρήμα. Δηλώνει μια παραισθητική κατάσταση η οποία επέρχεται από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, η λεγόμενη μαστούρα. Επίσης ο μαστούρης.
Πω πω μαλάκα έστριψα προχτές ένα τρίφυλλο έκανα και γαμώ τις μαστούρες.
Got a better definition? Add it!
Κάνω ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών. Κυρίως ηρωίνης.
Πάμε να βαρέσουμε;
Δες και βαράω ακόντιο.
Got a better definition? Add it!
Ε οκ, φυσιολογική ελληνική λέξη, αλλά το ενδιαφέρον είναι στον τρόπο που χρησιμοποιείται στα μήντια, και ειδικά στα μεσημεράδικα.
Η νέα σύνταξη, θέλει το αντικείμενο του ρήματος «αγαπάμε» χωρίς άρθρο. Έτσι το εφφέ γίνεται πολύ τρέντυ.
Θεωρίες συνωμοσίας αναφέρουν ότι ενδεχομένως δηλώνει συμπάθειες και κλίκες (γλειψ-γλειψ)
Παρουσιάστρια: Και μετά από αυτό το θέμα ας περάσουμε στο επόμενο βίντεο για το πάρτυ που έκανε ο Ρέμος στη Θεσσαλονίκη...
Γλοιώδης πανελίστας/Τσουτσού: ...ναι! Γιατί αγαπάμε Ρέμο και αγαπάμε Θεσσαλονίκη!!
Got a better definition? Add it!
Κάνω βόλτες στο Mall, συνήθως κοιτώντας μόνο τις βιτρίνες χωρίς να ψωνίζω.
- Βαριέμαι ελεεινά ρε συ...
- Παμε να μολάρουμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified