Μέσα! Με τρέλα! Απολύτως, εντελώς!
- Λέω να πάρω τα κορίτσια να πάμε για κάνα ποτό, είσαι μέσα;
- Για πλάκα! Το ρώτας;- Τριανταφυλλίδης είπες; Πόντιος είσαι;
- Ναι ρε, για πλάκα!
Μέσα! Με τρέλα! Απολύτως, εντελώς!
- Λέω να πάρω τα κορίτσια να πάμε για κάνα ποτό, είσαι μέσα;
- Για πλάκα! Το ρώτας;
- Τριανταφυλλίδης είπες; Πόντιος είσαι;
- Ναι ρε, για πλάκα!
Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.
Got a better definition? Add it!
Κλασική ατάκα από την ανεπανάληπτη ταινία Αλοίμονο στους νέους με τον Δ. Χορν που έγινε έκφραση. Χρησιμοποιείται από μεσόκοπους ή ώριμους άνδρες όταν αναφέρονται σε σεξουαλικές περιπτύξεις τους με πιπίνι(α).
Στο καφενείο:
- Ρε Θανάση κοίτα αυτό το μικρό που περνάει. Α ρε και να το 'βαζα κάτω.
- Και τι θα του έκανες ρε μάυρε, αφού δε μπορείς να πάρεις τα πόδια σου.
- Μωρε ας μου καθότανε και χράτσα - χρούτσα θα το κανόνιζα.
- Σιγά ρε μη σπάσεις καμιά μασέλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προέρχεται από το γαλλικό ''vis-a-vis = απέναντι, αντίκρυ. Επιρρηματική φράση, μάγκικη.
Στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα με αρχές του εικοστού, ''βιζαβία'' ονομάστηκαν στην Αθήνα οι άμαξες με δύο άλογα και με τέσσερις θέσεις, δύο μπρος και δύο πίσω. Έτσι, οι επιβάτες καθόντουσαν βιζαβί και απεναντίας.
Έλα λενιώ, κάτσε απέναντι, δια να είμαστε βιζαβί και απεναντίας.
από το γαλλικό vis-à-vis
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όχι απλά σίγουρα, αλλά κατευθείαν, αμέσως και ενθουσιωδώς. Σίγουρα προς μία κατεύθυνση και μάλιστα με τεράστια ταχύτητα - με όσα, μαλλιά, χίλια χιλιόμετρα την ώρα που λέει ο λόγος.
Ως προς τη ταχύτητα, συναφές με τα σούμπιτα, αλλά και στο καπάκι, dt, πατ-κιουτ, σφαιράδην, τσακ μπαμ, στο πιτς-φιτίλι.
Ως προς τη βεβαιότητα, αντίστοιχο ανάλογα με την περίσταση με τα αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.
Εδώ ενθουσιώδης βεβαιότητα: «Στην ΑΕΚ με τα χίλια» - Το ενδιαφέρον που φέρεται να έχει εκφράσει η ΑΕΚ για τον Θανάση Κανούλα έχει ενθουσιάσει τον νεαρό μέσο.
Εδώ ταχύτητα: Καλπάζει με... τα χίλια το AIDS στη χώρα μας
Εδώ βεβαιότητα και ταχύτητα και τα πάντα όλα: Λίλα με τα χίλια (μήδι 1).
Got a better definition? Add it!
Ως επίθετο, με την έννοια: όσο πρέπει, αρκούδως.
Εκνευριστική ψιλοτρεντουριά.
- Χόρτασες;
- Τόσο όσο!
- Είναι υγρό το μουνί της Μάρως;
- Τόσο όσο!
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος αντιμετωπίζει τα προβλήματα, τις καταστάσεις και τα γεγονότα με αυταπάρνηση, δυναμικά, τίμια, αντρίκια με βαρβατίλα και δεν κωλώνει. Αντιμετωπίζει το πρόβλημα όπως είναι, σαν το θεούλη Απόστολο Γκλέτσο.
Όλα ήταν εναντίον μας, οι πιθανότητες να τελειώσουμε μηδαμινές αλλά γκλέτσικα τα καταφέραμε.
Καράβι το φεγγάρι...
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία του Ιονίου σημαίνει μα την αλήθεια, τω όντι.
Βεραμέντε τη σκαπουλάραμε.
Got a better definition? Add it!
Αρχαιοπρεπές επίρρημα που απλώς σημαίνει πολύ.
(Σημειωτέον πως δεν είναι σωστοί οι τύποι ταμάλα, όπως λανθασμένα το γράφουν πολλοί, ούτε βεβαίως τα μάλλα! Πρόκειται για ένα ακόμα επίρρημα του στυλ τα μείζω, τα κρείττω, τα χείρω, κλπ.)
Οι νεότερες γενιές το ανακάλυψαν και το κατέστησαν σλανγκ της καθομιλουμένης, χάρη στον πασίγνωστο τηλεοπτικό καθηγητή Κωνσταντίνο Καντακουζηνό, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία για να διατρανώσει το διανοουμενιλίκι του μέσα από απαρχαιωμένο πλέον λεξιλόγιο που μοιάζει ακατάληπτο στους φυσιολογικούς ανθρώπους του περίγυρού του.
Αυτόματα λοιπόν η έκφραση τα μάλα παίρνει μια ειρωνική χροιά, όταν χρησιμοποιείται από μη διανοούμενο, στον καθημερινό λόγο. Μια τέτοια διάθεση ειρωνείας φανερώνει το αιώνιο χάσμα μεταξύ της λόγιας και καθομιλουμένης ελληνικής που ακόμα και σήμερα είναι ένα θέμα.
Η Ελένη Μενεγάκη«συμβάλει τα μάλα στην αποβλάκωση της ελληνίδας νοικοκυράς».
- Γκαρσόνα με εκνευρίζεις τα μάλα!
- Κι εσύ τα μαλάκα!
Ομάδα στο Facebook: Με εκνευρίζεις ΤΑΜΑΛΑ!
Got a better definition? Add it!
Το κοινό τροπικό επίρρημα έτσι και το μάλλον κοινό πήλινο σκεύος γιουβέτσι -και το νοστιμότατο φαγητό που παρασκευάζεται μέσα σ' αυτό- δεν έχουν καμία σχέση, πέραν της ομοιοκαταληξίας. Αλλά, η ομοιοκαταληξία αυτή ήταν αρκετή για να φέρει τις λεξούλες κοντά και να τις κάνει τη σύγχρονη εκδοχή του «ήξεις - αφήξεις».
Το έτσι και το γιουβέτσι συνδυάζονται σε τρεις κυρίως εκφράσεις που έχουν μεταξύ τους λεπτές νοηματικές διαφορές.
Η έκφραση «μια έτσι, μια γιουβέτσι» σημαίνει «μια ζεστό, μια κρύο» -κάτι σαν σκοτσέζικο ντους- και χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις και άτομα ευμετάβλητα και απρόβλεπτα.
Η έκφραση και έτσι και γιουβέτσι δηλώνει, συνήθως, κάποιον που θέλει να τα 'χει καλά και με τη μια μεριά και με την άλλη, λέει πράγματα που νομίζει ότι θα ικανοποιήσουν αμφοτέρους και, φυσικά, αντιφάσκει.
Σπανιότερα λέγεται και το ούτε έτσι ούτε γιουβέτσι για να περιγράψει κάτι μεσοβέζικο που προσπαθεί να τα κάνει όλα και καταλήγει να μην κάνει τίποτα καλά.
Όπως ξέρουν οι “τακτικοί αναγνώστες” (χα, χα, χα… μ’ άρεσε αυτή η έκφραση “κονσέρβα”), ετούτο το blog είναι, “μία έτσι, μία γκιουβέτσι”. Πάνω που πας να πεις, “σοβαρός άνθρωπος αυτός ο Παραμυθάς”, σου ανάβει κάτι τύπου, “τρία πουλάκια κάθονται” και αλλάζεις γνώμη. (Από blog)
- Δεν μπορείς να βασιστείς σ' αυτά που λέει. Μια έτσι, μια γιουβέτσι.
- Ναι, ρε γαμώτο, το ξέρω. Και δεν μπορώ με τίποτα τους ανθρώπους είπα-ξείπα, ήξεις-αφήξεις, έτσι-γιουβέτσι.
Υποσχέθηκε «σκληρή αντιπολίτευση προς τον κ. Ψωμιάδη», τον οποίο επέκρινε για την τακτική με την οποία πολιτεύεται, τακτική «κι έτσι και γκιουβέτσι», όπως είπε. (Δηλώσεις Β. Πατουλίδου, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 22/12/06)
Στα τεχνικά χαρακτηριστικά του πάντως, το Accupower αναφέρει ότι δίνει τροποποιημένη ημιτονοειδή κυματομορφή, από ότι ξέρω είναι μια νέα ενδιάμεση μπάσταρδη κατάσταση, ούτε έτσι ούτε γιουβέτσι, ούτε καθαρά τετράγωνη μορφή αλλά ούτε και καθαρά ημιτονοειδή μορφή. (Από το avsite.gr)
Βλ. και: ...κι έτσι., έτσι, έτσι!, ετς
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ασυζητητί, εγγυημένα, κάτι παραπάνω από σίγουρα (με τη μορφή επιρρήματος ή επίθετου).
Παλαιός ορισμός της χαρτοπαικτικής διαλέκτου που χρησιμοποιείτο αντί του ελληνικού « αβλεπί », προερχόμενο δε απ' το Γαλλικό «sans voir» (=χωρίς να δω).
Στην ορίτζιναλ εκδοχή του, αφορά το πρώτο ποντάρισμα στα παιχνίδια της πόκας, πριν δουν τα φύλλα τους οι παίκτες, αλλά και σαν ψαρωτικό αντίδοτο σε υψηλό ποντάρισμα ενός παίκτη, πριν ανοίξει ο ντίλερ το τελευταίο φύλλο στο ντεκ. Ήταν πιο συνηθισμένο, σαν έκφραση, στα κυριλέ τραπέζια της υψηλής κοινωνίας (και καλά), με την απαιτούμενη αξάν, σιρμάν (sûrement = βεβαίως). Απευθείας εισαγωγή απ' τα καζινό του Μονακό στο δικό μας Mont Parnasse (σε λίγο θα εμφανιστεί κι ο Κωσταντάρας με την Κοντού, καρφώθηκα!).
Αργότερα μεταπήδησε στο χρηματιστήριο για «προοπτικές» και πάρε - δώσε μετοχών. Είναι συνηθέστερο δε σαν απάντηση διαβεβαίωσης, για περιπτώσεις που απαιτείται μια (στοιχειώδης έστω) πρόβλεψη-πρόγνωση.
Συνώνυμα: αβλεπί, γκαραντί, στάνταρ.
- Τέτοια παιχτούρα και να χαραμίζεται στο πρωτάθλημα της ψωρογιώργαινας;
- Από του χρόνου τον βλέπω σε καμιά πριμέρα και βάλε.
- Σάνβουαρ!
- Μάστορα, μου τσιμπάει λαδάκια, βγάζει μπλε καπνό απ' την εξάτμιση κι ανεβάζει θερμοκρασίες.. Πάμε για φλάντζα;
- Σάνβουαρ! Μη σου πω και ρεκτιφιέ...
Got a better definition? Add it!