Ομοφοβικός μειωτικός χαρακτηρισμός για ανοικτά ομοφυλόφυλους υπερήρωες. Είναι ο εναλλακτικός Μπάτμαν που έχει ιδιαίτερες διαδράσεις με τον Ρόμπιν.
Τι Μπάτμαν της Αριστεράς δήλωσε ότι είναι στους Πρωκταγωνιστές; Να έλεγε buttman να το καταλάβω.(ΦΒ)
Ομοφοβικός μειωτικός χαρακτηρισμός για ανοικτά ομοφυλόφυλους υπερήρωες. Είναι ο εναλλακτικός Μπάτμαν που έχει ιδιαίτερες διαδράσεις με τον Ρόμπιν.
Τι Μπάτμαν της Αριστεράς δήλωσε ότι είναι στους Πρωκταγωνιστές; Να έλεγε buttman να το καταλάβω.(ΦΒ)
Got a better definition? Add it!
Ο υπερασπιστής του να είναι ανοικτές οι σχολές και να μη γίνονται καταλήψεις.
Got a better definition? Add it!
Ποδοσφαιροσλάνγκ για τον αργό ποδοσφαιριστή.
Γεμίσαμε αργοκαρούτες αδελφάκι μου. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Τυπολογικό όνομα που δηλώνει τον βιαστικό άνθρωπο, που βιάζεται να κρίνει, είναι ανυπόμονος, τσαπατσούλης και δεν αφοσιώνεται σε αυτό που κάνει. Σλανγκική Θεοδώρα είναι και η παστρικοθοδώρα.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι μειωτικός χαρακτηρισμός για έναν επαρχιώτη που είναι χοντρός, οπότε κατά το συναμφότερον βλαχαδερού και ευχοντρίας δίνει την εικόνα ενός πολύ άξεστου ανθρώπου. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) δίνει και το αρχοντοχωριάτης ως επεξήγηση, ενώ το ετυμολογεί από το ιταλικό carne (=κρέας) που χρησιμοποιείται συχνά στα καλιαρντά. Είναι δηλαδή ο βλάχος (με την ευρεία σημασία του χωριάτη, του επαρχιώτη) που έχει πολλά περιττά κιλά/ κρέατα πάνω του.
Σκέφτομαι να στήσω χρυσελεφάντινο ανδριάντα στο με σικ γιάνκη. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να μου ήταν συμπαθής. Έσιαξε το μπερντέ του εις την αλλοδαπή και διακατέχεται από μια προτεσταντική ηθική, σε αντίθεση με τους βλαχοκαρνιώτες μικρομέγαλους ιθαγενείς μετόχους και τις δημοσιογραφικές βουβουζέλες τους που μου προκαλούν μια α πριόρι αποστροφή. (Πολιτικό καλιάρντεμα αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.
Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.
Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:
Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)
Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.
Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).
Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.
Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).
Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:
Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.
Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).
Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.
Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)
Got a better definition? Add it!
Πολιτικός ηγέτης που τύποις έχει εκλεγει δημοκρατικά, αλλά συμπεριφέρεται ως δικτάτορας λ.χ. με το να εξοντώνει κυριολεκτικά ή πολιτικά τους πολιτικούς του αντιπάλους και να επανεκλέγεται διαρκώς ελλείψει αντιπολίτευσης.
Ο ένας δημοκράτορας είπε ότι θα είναι η τελευταία του θητεία ο άλλος βγήκε με κοντά 90%.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για την Ευρώπη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση ή ειδικότερα την Ευρωζώνη.
Κατ' αρχήν, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μεταφορά στα ελληνικά του Euroland (δες), το οποίο δηλώνει βασικά την Ευρωζώνη, δηλαδή τη ζώνη των χωρών που χρησιμοποιούν το Ευρώ.
Πράγματι, πολλές φορές χρησιμοποιείται με αυτήν την ειδική σημασία. Ωστόσο, επειδή το δοκιμότερο είναι ο όρος Ευρωζώνη, ορισμένες φορές το Ευρωλάνδη λειτουργεί ως ένας ήπιος μειωτικός χαρακτηρισμός. Μπορούμε εξάλλου να το βρούμε να χαρακτηρίζει γενικότερα την Ευρώπη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι σε αντίθεση με τον ελληνοπρεπή όρο Ευρώπη, το Ευρωλάνδη, του οποίου το δεύτερο συστατικό ανάγεται σε παλαιογερμανική λέξη, που έχει όμως επιβιώσει και στα αγγλικά και στα γαλλικά, εκφράζει περισσότερο μία Ευρώπη κυριαρχούμενη από Γερμανούς ή γερμανικά φύλα με την ευρύτερη έννοια, όπως λ.χ. τη φραγκική Ευρώπη του Καρλομάγνου που συμπίπτει με τον σκληρό πυρήνα της αρχικής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλοτε πάλι, το Ευρωλάνδη μπορεί να υπονοεί ότι είναι σαν όλη η Ευρώπη να έχει γίνει μια ενιαία χώρα, ισοπεδώνοντας με την ομοιομορφία της τις πολιτισμικές διαφορές και ιδιοπροσωπίες των επιμέρους λαών. Με κάποια κλικ καχυποψίας παραπάνω θα μπορούσαμε ίσως να θεωρήσουμε ότι παραπέμπει και σε τριτοκοσμικές χώρες, πρώην αποικίες, όπου έχει κοτσαριστεί α πουστεριόρι το -λάνδη και έχει επικρατήσει μέσω της αποικιοκρατίας, παραπέμποντας έτσι σε μία Ευρώπη όπου λαμβάνει χώρα μια εσωτερική αποικιοκρατία, αν και αυτή η ερμηνεία είναι πιο τραβηγμένη. Σε κάθε περίπτωση, η χρήση του όρου είναι ρευστή, απλώς ήθελα να θίξω έναν ήπιο και ελαφρό μειωτικό χαρακτήρα που έχει ο όρος, καθώς στα ελληνικά χρησιμοποιείται ενίοτε με μια δόση ευρωσκεπτικισμού, χωρίς ωστόσο να αποτελεί ένα καθαυτό εθνοφαυλιστικό.
Got a better definition? Add it!
Πολιτικό φαυλιστικό, μειωτικός χαρακτηρισμός, που δηλώνει αυτόν που θεωρεί ότι το να μείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη και/ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να είναι απόλυτη προτεραιότητα, για την οποία αξίζει να γίνουν θυσίες, και μάλιστα (προσφάτως) διαδηλώνει δυναμικά για να υποστηρίξει αυτήν του τη θεώρηση. Συνώνυμο: μενουμευρώπης. Πρόκειται για μια λολοπαιγνιώδη λεξιπλασία από το Euromaidan (< περσικό meydân που σημαίνει πλατεία < ινδοευρωπαϊκή ρίζα médʰyos όθεν και τα μέσον, medium κ.τ.ό.) και το μαϊντανός, ή και άλλες σημασίες της ίδιας λέξης, όπως λ.χ. μαϊντανός, μαϊντανός και μαϊντανός.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να χαρακτηρίσει τους συμμετέχοντες στο Euromaidan στην Ουκρανία, του οποίου η ερμηνεία είναι ανοικτή. Πολλοί (συνήθως φιλελέδες, δεξιοί και ευρωπαϊστές) το θεωρούν ως μια φιλελεύθερη ευρωκεντρική κινητοποίηση που ανέτρεψε έναν διεφθαρμένο φιλορώσο ολιγάρχη, τον Viktor Yanukovych, ενώ άλλοι (συνήθως αριστεροί ή πουτινιάρηδες, και σε μια πιο ακραία περίπτωση αντι-νεοτάξ) το θεωρούν ως ένα πραξικόπημα, όπου βασικά τη βρώμικη δουλειά την έκαναν νεοναζί συμμορίες για να ρίξουν έναν δημοκρατικά εκλεγμένο ηγέτη (βασικά μπορεί να ισχύουν και τα δύο). Επειδή μας ενδιαφέρει κυρίως η γλώσσα, δεν θα πάρουμε θέση ως προς το τι είναι το Ευρωμέινταν, αλλά θα παρατηρήσουμε ότι οι χρησιμοποιούντες τον μειωτικό χαρακτηριστικό ευρωμαϊντανοί είναι συνήθως αριστεροί που κάνουν χρήση της λεξιπλασίας για να μειώσουν και να σατιρίσουν το φαινόμενο. Κατά την οπτική τους οποιαδήποτε επανάσταση είναι χρωματιστή, τ.πορτοκαλί επανάσταση στην Ουκρανία, ή πράσινη αλλού ή μωβ, βασικά είναι ντεκαφεϊνέ επανάσταση, ενώ μοναδική αυθεντική επανάσταση μπορεί να είναι μόνο μια κόκκινη επανάσταση, άντε να αποδώσουμε κάποια σοβαρότητα και σε μια μαύρη εξέγερση από μηδένια. Επιπλέον η έκφραση αποδίδει και μία πιο συνωμοσιολογική διάσταση, ότι μπορεί να είχαν αναμειχθεί στα αιματηρά γεγονότα του Κιέβου μαϊντανοί φυτευτοί απ' έξω, κάποιοι δηλαδή που συνηθίζουν να οργανώνουν πραξικοπήματα και αποσταθεροποιήσεις. Εντέλει, ο εμφύλιος στην Ουκρανία έχει όντως και από τις δύο πλευρές μαζέψει πολλούς απ' έξω, όπως λ.χ. μισθοφόρους, πράκτορες κ.ο.κ. Οι χρησιμοποιούντες βέβαια την έκφραση θίγουν κυρίως τους απ' έξω μαϊντανούς που ωθούν προς μια ευρωκεντρική προσέγγιση την Ουκρανία μέσα από τον εμφύλιο. Βλ. τα παραδείγματα:
Πάμε τώρα στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει περισσότερο. Ο όρος χρησιμοποιείται πλέον ως πολιτικό φαυλιστικό από αριστερούς, συριζανέλ, αλλά και άλλους αριστερούς και ευρωσκεπτικιστές για να μειώσει, βασικά για να κράξει, τους μενουμευρώπηδες, δηλαδή αυτούς που διαδηλώνουν στο Σύνταγμα και άλλες πλατείες της Ελλάδας την ανάγκη να μείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη/Ε.Ε. "πάση θυσία" (ή "πάση ανθρωποθυσία", όπως σατιρίζουν οι αριστεροί, "με κάθε εύλογη θυσία", λένε οι μενουμευρώπηδες). Το λολοπαίγνιο έχει πολλά σημεία αναφοράς.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που σε συνθήκες πόλωσης δεν τάσσεται με τη μία από τις δύο πλευρές, αλλά επιμένει να έχει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να μείνει ουδέτερος ή με διάφορες αλχημείες και ναιμεναλλιές να προσπαθεί να μην πάρει σαφή θέση αλλά να παίζει τον κουλ τύπο, που είναι και καλά υπεράνω, είναι νηφάλιος, αντικειμενικός κ.τ.λ. Όπως είναι αναμενόμενο, και όπως του αξίζει άλλωστε, κατά κανόνα τα ακούει τελικά και από τις δύο πλευρές, ιδίως στη θερμόαιμη Ελλάδα μας. Κυκλοφορεί και ως ισαποστασάκιας, αλλά τις τελευταίες μέρες (Ιούνιος 2015) με την πόλωση μεταξύ μενουμευρώπηδων και συριζανέλ το βλέπω να κάνει μια καριέρα και ως ισαποστασίτης. Ορισμένες φορές οι ισαποστασίτες κατηγορούνται ότι δεν είναι απλά γενικά ισαποστασίτες, αλλά ότι είναι ισαποστασίτες για τακτικούς λόγους μόνο για ένα θέμα που δεν τους συμφέρει, ενώ λίγο μετά ξεσπαθώνουν και μιλάνε με πάθος για άλλο θέμα που τους συμφέρει.
Got a better definition? Add it!