Το ορθάνοιχτο, ξεχειλωμένο μουνί, μέσα από το οποίο βλέπεις έως τις παρυφές του γαλαξία μας. Έχει έννοια παραπλήσια με της πηγαδομούνας.
- Ρε συ Μάνο, κουνιόμουνα μέσα-έξω στο μουνί της Λίτσας αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα.
- Φαρδύ μπουρί ε;
Το ορθάνοιχτο, ξεχειλωμένο μουνί, μέσα από το οποίο βλέπεις έως τις παρυφές του γαλαξία μας. Έχει έννοια παραπλήσια με της πηγαδομούνας.
- Ρε συ Μάνο, κουνιόμουνα μέσα-έξω στο μουνί της Λίτσας αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα.
- Φαρδύ μπουρί ε;
Got a better definition? Add it!
μπούκνα (η): Το μικρό μαύρο σύκο. Σε τοπικό νησιώτικο ιδίωμα μπούκνα ή μπουκνάκι λέγεται και το γυναικείο αιδοίο, λόγω της ομοιότητάς του με την ανοιγμένη στα δύο μπούκνα.
Μια τρίτη έννοια αφορά αυτόν που είναι άχρηστος, ακαμάτης.
Got a better definition? Add it!
Μεγαλόσωμος άντρας, συνήθως κατ' επάγγελμα μπράβος.
Έσκασε μύτη χτες στο μαγαζί ο Χ επιχειρηματίας με κάτι άσβερκους που για να περάσουν την πόρτα γυρνούσαν πλάγια.
Σύνθετη λέξη: στερητικό α- και σβέρκος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σάρκινο εξόγκωμα που εμφανίζεται σε παχύσαρκους ανθρώπους στην περιοχή της μασχάλης και κρέμεται σαν βυζί. Μπορεί να είναι απλώς παρακολούθημα της συνολικής παχύσαρκης κατάστασης του σώματος ή να έχει πιο παθολογικό χαρακτήρα (λίπωμα) που εμφανίζεται και σε άτομα με κανονικότερο βάρος. Όπως και στη γυναικομαστία, ακριβής διαχωριστική γραμμή μεταξύ παθολογικής και νορμάλ μασχαλοβυζίας, οφειλόμενης σε παχυσαρκία, είναι δύσκολο να βρεθεί. Αλλά μπορεί και να λέω βλακείες αφού γιατρέσσα δεν είμαι.
Για πληροφορίες και φωτογραφίες εδώ.
- Πάχυνε πολύ η Καλλιόπη και κρέμασε μασχαλόβυζο. Με ξενερώνει..
- Άντε βρε βλάκα, σιγά το πράμα. Σβήσε το φως κι όλα καλά.
Got a better definition? Add it!
Η μουνάρα στα ποδανά. Δεν περιγράφω άλλο.
Got a better definition? Add it!
τσαμπί + γεράκι = Αυτός του οποίου η μύτη προσομοιάζει στο ράμφος γερακιού με κλίση προς τα κάτω στην άκρη της μύτης, όμοια με αυτή του τσαμπιού σταφυλιών.
Μην τη βλέπεις τώρα που το παίζει γκομενάρα, πριν από την πλαστική μύτης ήταν τσαμπογέρακο.
Got a better definition? Add it!
Οι πολύ ψηλές γυναίκες. Μπασκετικός όρος, χρησιμοποιείται για γυναίκες με ύψος πάνω απο 1,75 ιδανικές για να παίξουνε κάτω από την ρακέτα και να μαζέψουνε ριμπάουντ, να βάλουνε πλάτη στις βολές κ.α
- Μαλάκα χθες έσκασε η Σούλα με γόβες και μας έριχνε όλους ένα κεφάλι.
- Ναι η Σούλα είναι δυνατό πεντάρι.
Got a better definition? Add it!
Ο σωματώδης άνθρωπος. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από τον χαρακτήρα ελαστικών της εταιρίας Michelin (βλ. Bibendum).
Συν. φουσκωτός, μπράβος.
Μιλάμε το καινούργιο κλαμπ που άνοιξε θυμίζει παλαίστρα! Γεμάτο λαστιχένιους ήταν μέσα, νόμιζα ότι αν σκοντάψω σε κανέναν θα με κατεδάφιζαν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πωπός, το κωλαράκι.
Είσαι σίγουρος ότι δεν θα μας πιάσουνε το πωπουδέλι στο εστιατόριο που μας πας;
Άστα φόρεσε η Μαρία έναν στρίνγκαρο στην παραλία και πέταξε όλο το πωπουδέλι της έξω! Κόλαση!
Got a better definition? Add it!
Νησιώτικος ιδιωματισμός (Σκύρος) που αναφέρεται σε κάποιον με υπερμέγεθες πόδι/νούμερο παπουτσιού.
- Για μανά, κοίτα ρε το τσαπά, τι νούμερο φοράς γιόκα μου;
- Σαράντα επτά...
- Άιντα και εκατό
Got a better definition? Add it!