Φράση που υποδεικνύει τις ιδιαίτερες προτιμήσεις των ονομαζόμενων ομοφυλόφιλων. Η παραπάνω πράξη είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη στους κυνηγούς λαγών. Εξ ου και ''το πνίγει το κουνέλι''. Εννοείται το Αρσενικό.

π.χ.- Παιδιά μιλάμε ότι ο τυπάς το καβαλάει το τουφέκι!

Βλ. και την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον ομοφυλοφιλικό έρωτα, στάση του ιεραπόστολου με τα πόδια πάνω ή, κατά τη wikipedia, anal missionary between two males (πρωκτικός ιεραπόστολος μεταξύ αρρένων).

Το ανοιχτό V των ποδιών η ποιητική φαντασία της λούγκρας το οραματίστηκε ως τα πόδια να δοξάζουν το εικόνισμα στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι, ή να περιβάλουν το πρόσωπο του γαμιά ως το κάδρο το εικόνισμα. Υποδηλώνει τη λατρευτική σχέση της αδερφής προς την πούτσα και τον κάτοχό της.

- Και που λες τον κάνω τσακωτό με τα πόδια εικόνισμα κι ένα τσόλι να τον καβαλάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουστιά. Αλλά το «πουστρηλίκι» φανερώνει μια λίγο πιο μόνιμη ιδιότητα (κατά τα «προεδριλίκι», «παραγοντιλίκι»), είναι τουρκογενής λέξη, οπότε παραπέμπει στα έθιμα της οθωμανικής περιόδου, και είναι κάτι που το ασκεί ως οιονεί εξουσία ο γκέης.

Τι τσατσιές και πουστρηλίκια είναι αυτά, γαμώ το φελέκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπατάρω στο ντήζελ και γίνομαι γκέι. Επίσης: πουστεύω.

Ο όρος παίρνει εμμέσως θέση σε ένα από τα ύψιστα των φιλοσοφικών ερωτημάτων.

Χρησιμοποιείται και για τραγούδια, κείμενα και άλλα πολιτισμικά προϊόντα που υφίστανται μια απο(σο)δομητική νέα ανάγνωση (βλ. παράδειγμα 4).

  1. Στο χωριόμ λεν μια παροιμία «πουστρεψαν όλοι πρέπει και μείς». (Εδώ).

  2. εμ οταν οι γυναικες πηραν τον ρολο των αντρων τι να σου κανουν και οι ερημοι οι αντρες ντε;πουστρεψαν και αυτοι!!!!!! (Από το Φέισμπουκ)

  3. Tι κι αν πουστρεψε λιγακι (οσο παταει ο ελεφαντας για την αλειθια...), εγω ο MΠAMΠAΣ TOY, Θα τον φερω στον STRAIGHT δρομο! (Εδώ).

  4. σορυ αλλα το πουστρεψε το τραγουδι αυτο θελει φωνη για καψουρα παθος βαρια φωνη λαικο ειναι..... σορρυ αλλα αηδια απο εμενα. (Εδώ).

Προύστευε μη λυπάσαι τι θα γίνω μη φοβάσαι. (από σφυρίζων, 01/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπατάρω στο ντήζελ και γίνομαι γκέι, πουστρεύω.

Λέγεται και για φυσικά πρόσωπα που θεωρούμε ότι δεν γεννήθηκαν αλλά έγιναν, μα επίσης (ίσως περισσότερο) για πολιτισμικά προϊόντα, που υφίστανται νέα ανάγνωση πιο γκέι ή φλώρικη (κατά την κοινή αντίληψη που συνδέει τα δύο), καθώς και για κοινωνικές εξελίξεις, οπότε έχουμε κραυγές κοινωνικής αγωνίας τ. «πάει πούστεψε και το τάδε».

Έχει το πλεονέκτημα ότι κάνει πολλά λολοπαίγνια με το πιστεύω, όπως λ.χ. το πούστευε και μη ερεύνα.

  1. ΠΟΥΣΤΕΨΕ ΤΕΛΕΙΩΣ Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ...!!! ΑΝΤΡΑΣ ΕΠΙΣΜΗΝΙΑΣ ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΕ ΤΟΝ ΚΑΛΟ ΤΟΥ ΜΕΣΑ ΣΕ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΣΤΟ ΝΙΟΥ ΤΖΕΡΣΙ... (stoxos.gr).

  2. - Άντρεεεεεες!!!! Κρεμούλα προσώπου βάζουμε;
    - Πάει πούστεψε η νεολαία. (Εδώ)

  3. Οσοι εχουνε πια ξεπερασει την ηλικια των 12 και βλεπουνε Μπομπ Σφουγγαράκη πουστεψαν;;;;;!!!! (Από φόρουμ).

  4. - Υπάρχουν και χορτοφάγοι καρχαρίες.
    - Πάει πούστεψαν κι οι καρχαρίες. (Εδώ).

  5. Αρε εποχες,τα πουστεψαν τα αυτοκινητα (Εδώ).

  6. ειναι γκει οι γαρδενιες; πουστεψαν οι βουκαμβιλιες; (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κασσάνδρεια προφητική έκφραση, που προοιωνίζει την εκουσία-ακουσία αλλαγή θέσεων μεταξύ αρρένων ομοφύλων συνεύνων, που πλησιάζει με δρασκελιές, κατά τα δημώδη «Αλλάξαμε θέση, μ’ αρέσει-μ’ αρέσει» και το «Άλλαξε ο κολλιές».

Η έκφραση αυτή πλήττει θανάσιμα το κύρος της λαϊκής δοξασίας, σύμφωνα με την οποίαν, ο αρεσκόμενος σε μπαξέδες με λουλούδια, δεν χάνει την αρρενωπότητά του, παρά μάλλον δοκιμάζει απελευθερωμένα το σέξ παντοιοτρόπως, δήθεν για ποικιλία και για χόμπι-χόμπι (βλ. «Τον αράπη και τον πλένεις» με το Βουτσά).

Μάλιστα, γίνεται αναφορά (Ν. Τσιφόρος «Τα παιδιά της πιάτσας» ιστορία «Εκόλ Πολυτεκνίκ» και Η. Πετρόπουλος «Εγχειρίδιο του Καλού Κλέφτη», κεφάλαιο «Ο έρως της κωλοτρυπίδας»), ακόμα και σε άρρενες που υποδύονται περιστασιακά και επ’ ανταλλάγματι το θήλυ, όπως τα παλιά κιοστέκια / κιουτσέκια (τούρκ. kocek), χωρίς να παύουν να κουσουμάρουν (δήθεν αλώβητοι) για ζεϊμπέκια!

Περί ορέξεως, δεν είναι ντης πουτάντουμ βέβαια, αλλά εφιστάται η προσοχή στη λεπτή κόκκινη γραμμή μεταξύ των από πάνω και των από κάτω (τους οποίους οφείλουν να προσέχουν οι πρώτοι κατά τον Θου-Βου).

Σαφής η αναφορά στην επί χρήμασι κωλομπαρδία στο «Από την άκρη της πόλης» του Γιάνναρη, όπου ο πεπειραμένος λομπίσκος προειδοποιεί τον συνάδελφό του, σαν συνεπής επαγγελματίας, να μην αφεθεί στη γλύκα του πάθους και διαβεί το Ρουβήκωνα…

Σχετικές φράσεις:

- Πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα κι ο Γιώργης ο κωλομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα!
- Όποιος βλέπει πλάτη, θα δει και μαξιλάρι (!)

- Τονε βλέπεις το Γιώργο; Μεγάλη λόμπα! Παλιός ποδηλατάς βλέπεις…
- Περσινός κωλομπαράς-φετινός πούστης! Αυτό ξέρω εγώ…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πίπα, το τσιμπούκι, η πεολειχία, ο πεοθηλασμός, το κοντραμασελάτο ανάμεσα σε ομοφυλόφιλους άντρες.

- Θα τονε γαμήσω τον πούστη!
- Ρε περπελέτο σου λέω! Περπελέτο και άγιασμα στα καμπανέλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιχείρημα απελπισμένου και πάσχοντος από χρόνια αγαμία, ο οποίος διακατεχόμενος επίσης από εκφυλιστικές τάσεις, προσπαθεί να κάμψει τις όποιες αναστολές του εταίρου παρόντος, που δείχνει να θέλει αλλά ταυτόχρονα να φοβάται τους χαρακτηρισμούς πούστης, λόμπας, πισωγλέντης κλπ φαντάζοντας δε στα μάτια του πρώτου ως ξερολούκουμο, τρυφερό πόδι, κλπ.

- Πω-πω αδερφέ μου έχω κάτι κάβλες!!! -Σιγά-σιγά θα μας γαμήσεις όπως πάς.
- Μην ανησυχείς μωρέ, με μια φορά, πούστης δε γίνεσαι.
(30' αργότερα)
-Με την δεύτερη γίνεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες κωλομπαρέματος:

Πέον να σημειωθεί ότι ο πρώτος ορισμός είναι και ιστορικά ο πιο διαδεδομένος. Ο δεύτερος ορισμός που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής με την Ντόρα Μπακογιάννη (βλ. εδώ) πιθανώς να προέκυψε από σύγχυση των ιδιοτήτων του κολομπαρά και του κωλοτούμπα.

Α' Μεγάλη Κατηγορία

1.
Είναι μεγάλη μαλακία που είμαστε συντηρητικός λαός και δεν μπορείς να θίξεις ιερά και όσια, αλλιώς θα ήταν ωραίο να διασώζονταν ιστορίες με γαμίσια αντιστασιακά, εγώ πάλι φαντάζομαι στις εξορίες μετά τι κωλομπάρεμα θα έπεφτε, σύντροφε, κάνε την αυτοκριτική σου, σκύψε όταν σου μιλά ο γραμματέας, κι έτσι.
Αλλά αυτά δεν μπορείς να τα λες στην Ελλάδα.

2.
Όταν τη κάνω να σκύβει πάνω στη ράχη της καρέκλας της, με κατεβασμένη τη κιλότα, βογκώντας και δαγκώνοντας τα δάχτυλα, δε προσπαθεί να ξεφύγει για να γλιτώσει το κωλομπάρεμα που τόσο φοβάται και τόσο αδιάντροπα λαχταράει.

B' Μεγάλη Κατηγορία

3.
Κάποιοι συριζαίοι που έχουν αρχίσει να ενοχλούνται από την παρουσία τόσων πασόκων παραπονιούνται στους ανώτερους. Βέβαια, οι πασόκοι που είναι μανούλες στο παπατζιλίκι και στο κωλομπάρεμα τους παίρνουν αγκαλιά με τον γνωστό πασοκικό τρόπο και τους μιλάνε φιλικά, σε ρόλο καλού μπάτσου, και τους εξηγούν ότι τώρα είναι μαζί τους και πρέπει να τους εμπιστευτούν γιατί όλοι μαζί θα διώξουν την δεξιά και το μνημόνιο. Το περίεργο είναι ότι τους πείθουν.

4.
Ούτως ή άλλως, η ρητορική της 17Ν υπήρξε ελαφρώς κωλομπάρεμα: κι αριστερά κι αντιτουρκικά! Και εθνικιστικά και διεθνιστικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H πουστοποίηση.

Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί από τον Πλεύρη (père).

- Όχι στην εκπούστευση της ελληνικής γλώσσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified