Further tags

Ένα ιδιαίτερο είδος λεξιπλασιών, που φέρουν την σφραγίδα του ιδιότυπου χιούμορ του γκέι ακτιβιστή και σλάνγκαρχου Λύο Καλοβυρνά. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι αναφέρονται σε ανθυπολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, που αποτελούν κοινό βίωμα όλων μας, αλλά δεν τους έχουμε δώσει ιδιαίτερη σημασία μέχρι ο Καλοβυρνάς να μας επιστήσει την προσοχή σ' αυτές μέσω ευφάνταστων και ιδιοφυών λεξιπλασιών. Είναι το είδος λεξιπλασίας που ο αποδέκτης τους αναφωνεί μετά: «Τι σκέφτηκε ρε ο πούστης!» (με την καλή έννοια). Ορισμένες από τις καλοβυρνιές είναι (αυτο-)σαρκαστικές για τις αντιλήψεις που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία για τους γκέι.

Σύγκρινε: παπαρολογισμός, σεφερλίτιδα.

Ο χρήστης Tarantula έχει φλομώσει το σάιτ με καλοβυρνιές, και μάλιστα άνευ παραπομπής!

Βλ. λ.χ. απουστήρωση, σκουπευκαιρία, πουπήγιο και καμιά διακοσαριά ακόμη...

Λύο Καλοβυρνάς (από GATZMAN, 28/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξουσία που ασκεί ο γκέης. Κατά τα «νταηλίκι», αλλά και «πουστρηλίκι». Με λίγα λόγια το γκεϊλίκι είναι το νταηλίδικο πουστρηλίκι, ή το πούστικο νταηλίκι, όπως προτιμάτε, προσωπικά πιστεύω το πρώτο.

Με μια λέξη: Βαλλιανάτος (όπου το γκεϊλίκι σχηματίζεται και κατά το «προεδριλίκι»).

Με περισσότερες λέξεις: Είναι ο γκέι που δεσμεύεται να μην αποτελέσει πουστρίγκο, αλλά αντιθέτως πούσταρχο! Γκέιλορντ! Πανηγυρίζει το γκεϊλίκι του με τις τελευταίες επιταγές της gay pride και gay celebration, κάνει την παρελασούλα του. Είναι υπέρ της Μυκόνου και των ελεύθερων σχέσεων, αλλά άμα λάχει πάει και στην Τήλο να διαδηλώσει το δικαίωμα των γκέι στον γάμο, ακόμη κι αν αυτός δεν πρόκειται να παντρευτεί ποτέ, ακόμη κι αν επιτευχθεί η νομοθετική ρύθμιση. Στρατεύεται στην ΛΟΑΤ και συχνάζει στα παραθύρια για να ταπώνει με το χιούμορ, ευφυία και ντρίπλες του τους ομοφοβικούς.

- Τον είδες τον Βαλλιανάτο στην «Ζούγκλα»! Τους τάπωσε όλους! Μια χαρά το πάει το γκεϊλίκι!

Αρκετά ντεσιμπέλ πιο ακραίο γκεϊλίκι ασκεί ο Παναγιώτης Χατζηστεφάνου (στο τελευταίο λεπτό του βίντιο) (από Hank, 16/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αφρώδες μείγμα λιπαντικού και κοπράνων, που αποτελεί κάποιες φορές παράπλευρη απώλεια κατά το πρωκτικό σεξ, το γνωστό πρωκτοζούμι.

Από το επώνυμο του αμερικανού πρώην γερουσιαστή Ρικ Σαντόρουμ.

Η λεξιπλασία έχει ηθικό εμπνευστή τον Νταν Σάβατζ, ο οποίος θέλησε με αυτόν τον τρόπο να αντιδράσει σε δηλώσεις του γερουσιαστή, κατά τις οποίες η ομοφυλοφιλία οφείλει να αντιμετωπίζεται ακριβώς όπως, μεταξύ άλλων, η σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου και η κτηνοβασία, πράξεις που αντίκεινται στο θεσμό του γάμου και της οικογένειας και έτσι πλήττουν την κοινωνία.

Σε σύγκριση συνεπώς με το πρωκτοζούμι, το σαντορούμι αρμόζει σε ομοφυλοφιλικότερα συμφραζόμενα.

Πηγές: ο σχετικός ιστοχώρος του Σάβατζ, η σελίδα όπου πρότεινε την λεξιπλασία, σχετικά άρθρα της αγγλόφωνης Βικιπαίδειας για την λεξιπλασία και για τις δηλώσεις.

  1. Περάσαμε και γαμώ χθές με το τεκνό, αλλα γεμίσαμε τα σεντόνια σαντορούμι ρε να πάρει.

  2. Κάθε φορά που είναι να σοδομίσω τον γκέη ανύπαντρο σκύλο μου, του βάζω πρώτα κλύσμα, για να μήν μου κλάνει μετά σαντορούμι.

λήμμα [σχολής βράστα] (από xalikoutis, 26/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το πρώτο βήμα προς την διόρθωση του λάθους της φύσης να γεννήσει κάποιον με κάποια πράγματα περισσότερα εκεί ανάμεσα στα πόδια. Ελπίζω μόνο να μην υπάρχουν λήμματα και για τα πιο «βαρβάτα» βήματα. Είναι η λύση, στην οποία καταφεύγει η συμπαθής τάξη των πισωγλέντηδων, ώστε να μεγαλώσει την κόμη των μελών της και να μοιάζουν κατά τι περισσότερο στο θηλυκό γένος (θέλω να ξέρεις εσύ που κοκκίνιζες το λήμμα μέταλ, metal, ότι σε καμιά περίπτωση δεν σε συγκρίνω με τους παραπάνω).

Προέρχεται από το ποστίς ή επί το ευρωπαϊκότερο postiche, παραφρασμένο για να εξυπηρετήσει τους ταπεινούς σκοπούς όσων το χρησιμοποιούν και, θέλω να πιστεύω, όχι κοροϊδευτικά.

Το εξτένσιον των μαλλιών είναι κάτι πολύ φυσιολογικό και, από ότι είδαμε σε γνωστούς τηλεοπτικούς αστέρες, αν χρησιμοποιείται με σύνεση μπορεί να φέρει εκπληκτικά αποτελέσματα! Οπότε πρέπει να γνωρίζουμε την διαφορά του απλού εξτένσιον από το πουστίς γιατί είναι πιθανόν να προκληθούν παρανοήσεις.

Στους φανατικούς πολέμιους του πουστίς συγκαταλέγονται: Ο Άγγελος Πυριόχος, η (Ρεπορτάζ:) Έφη Μαλτέζου, ένας τύπος που είχε πάει σε κάποιο Big Brother αλλά δεν θυμάμαι και ο Νίκος Καρβέλας, που τα προτιμάει φυσικά (Όχι αλήθεια! Στην εκπομπή του Μάκη είδα το καρύδι, οπότε δεν υπάρχει αμφιβολία!).

- Ρε φίλε, ο Τάκης είναι αυτός με το τακούνι και την μαλούρα;
- Άσε, προχτές τον είδα κι εγώ... Μου φοράει ό, τι πιο κιτς κυκλοφορεί και μιλάει σαν τον πουρουπουπού. Αφού έκανε και πουστίς τα πράγματα δείχνουν προς Συγγρού μεριά...
- Καλά, πριν μια βδομάδα δεν σας είδα μαζί στην Ερμού;
- Τι λες ρε συ; Έχω εγώ λεφτά για ψώνια; Ούτε από κοντά δεν περνάω.
- Όχι, εννοώ...
- Κατάλαβα ρε, πού θα πάει αυτό με τα επιτόκια. Κι εγώ το ίδιο αναρωτιέμαι φίλε μου.

Mein Hair, αυτά τα extenstions δεν φιλοτέχνησε χειρ τις, αλλά πους τις! (από Vrastaman, 21/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάλαι ποτέ εργαζόμενος εις οίκον ανοχής, ο οποίος ήτο επιφορτισμένος με το καθήκον της πλύσης των γεννητικών οργάνων εκάστοτε πελάτου προ και ενίοτε μετά συνουσίας. Οι λεκανατζίδαι έφεραν την χαρακτηριστικήν μικρή λεκάνην, σαπων και μάκτρο (πετσέτα), και ήτο συνήθως ομοφυλόφιλοι της μεγαλυτέρας τάξεως, ήτοι Gay over. Σήμερον πλέον οι λεκανατζίδαι εκλείπουν, οπότε έτσι χαρακτηρίζεται ο εργαζόμενος βαρέος και ανιαρού επαγγέλματος.

Φαίδων: «Τρύφων, παρακαλείσαι όπως μεταβείς εις το δωμάτιο του λεκανατζή, διότι οι όρχεις σου οζούν!»
Τρύφων: «Το αυτό επιθυμεί η τσατσα και δι εσέ, οι όρχεις σου οζούν παρομοίως!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν προσεγγίσουμε τον όρο κατά λέξη, είναι ο άρχων των ομοφυλοφίλων, ο επικεφαλής, ο αρχηγός. Κατά το Ίλαρχος, Ίππαρχος, Δήμαρχος, ο καθοδηγών τους πούστηδες. Το νόημα ωστόσο παραπέμπει στην άλλη έννοια που ενέχει η λέξη, δηλ. στον φορέα κακίας, πονηριάς, ψεύδους και βλαπτικότητας. Το δεύτερο συνθετικό τονίζει έντονα το μέγεθος της κακότητας του ατόμου, είναι κάτι παραπάνω από «πούστης», δεν «εξηγείται πούστικα» ούτε «κάνει πολλές πουστιές». Κάποιες φορές στον στρατό χρησιμοποιείται εναλλακτικά και ως ο οπλίτης που κάνει ό,τι πουστιά περνάει από το χέρι του για να «χώσει» μέσω του βύσματος που διαθέτει τους άλλους φαντάρους.

- Ρε συ, αυτό το κωλόπαιδο ο Μίμης, συντοπίτης σου δεν είναι;
- Μην τον αναφέρεις καθόλου αυτό το αρχίδι, πρόκειται για μεγάλο πούσταρχο, πραγματικά μισητή μορφή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified