Επιθετοποιό επίθημα (τι λε' ρε παιδί μου...). Χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση ή να σατιρίσει κάποια λέξη, κατά το σχήμα <θέμα ουσιαστικού> -ένιος + <ουσιαστικό>. Συνήθως σε απάντηση, δηλώνοντας ειρωνεία ή εκνευρισμό σε αφελή ερώτηση (πάλι κατά το προηγούμενο σχήμα).

Την ίδια λειτουργία μπορούν να επιτελέσουν και άλλα παρόμοια επιθήματα που παράγουν επίθετα: -ίσιος, -ειδής

  1. - Σούλα, φέρε μου το στραβοκατσάβιδο απο την αποθήκη, σβέλτα.
    - Ποιο στραβοκατσάβιδο;
    - Τί ποιο στραβοκατσάβιδο ρε Σούλα; Το στραβοκατσαβιδένιο!... Σάμπως έχουμε και πολλά; Άιντε ξύπνα και τράβα φέρ' το, βιάζομαι.

  2. - Έλα, ξύπνα, μεσημέριασε.
    - Μμμ;...
    - Μεσημέριασε λέω, ξύπνα, σήκω. Έχει κι' έναν ήλιο σήμερα...
    - Ήλιο; Τί ήλιο;
    - Ήλιο ηλιένιο. Μα καλά, τί έπινες τελοσπάντων χθές;

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευτομάγκικη κατάληξη λέξεων που χρησιμοποιείτο κατά κόρον εις το παρελθόν αλλά παραμένει αδόκιμη μέχρι σήμερα. Δεν είναι γνωστή η πιθανή ετυμολογία της. Οι σανσκριτικές και πρωτοελληνικές ρίζες αποκλείονται όπως και οι διάλεκτοι των Παπούα (από όπου προέρχεται πιθανώς μόνο το αούα).

Συναντάται στις ακόλουθες λέξεις: καλάουα, γαμάουα, σπεκάουα, τζαμάουα, τιγκανάουα, κλπ... αλλά έχει ακουστεί και σαν φραπάουα, καφάουα, τυροπιτάουα, γιωτάουα, κορδελάουα κλπ.

Εγεννήθη πιθανώς εντός των τοιχών στρατοπέδων από παλιοσείρια.

Ξαδέρφη του -λελέ (δες και απολελέ, τρελελέ, απολελέ και τρελελέ, γκατζολελέ, κοκ).

- Που σε ρε μαγκάουα; Πάμε να κτυπήσουμε καμία φραπεδάουα με τυροπιτάουα;
- Τελέρε, τρελελέ μέσα!

- Kαλάουα ή τρελελέ ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(κρητική διάλεκτος) Το διαζευτικό «ή». Λέγεται και «γης».

Ωψές επήγες να μαζέψεις τσ' ελιές γη με ξέχασες;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόρτικοιγραμματικοί τύποι, της αόριστης αντωνυμίας αυτός.

  1. Πήγαμε μ' αυτουνούς εκεί.

  2. Το ρολόι που βρήκες είναι αυτουνού.

  3. Τι τους θέλεις όλους αυτούνους εδώ;

  4. Εδώ δίπλα βρίσκονται κι αυτήνοι.

  5. Τι γυρεύεις εδώ, μ' αυτήνες τις πουτάνες ;

  6. Πού πήγες κι έμπλεξες μ' αυτήνες τσι, τσ' πούστηδοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η γερμανική, η αγγλική γλώσσα, κλπ.

  1. - Το μιλάς το εγγλέζικο;
    - Τσατ πατ, κάτι πιάνω.

  2. Στη Ρόδο:
    - Άσε τις γκόμενες επάνω μου, τό 'χω το γαλλικό.

(από iwn, 19/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικο ισοδύναμο του λοιπόν.

Το λεπόν μαζευόμαστε όλοι και την κάνουμε για μπαρότσαρκα.

Le pont, γαλλιστί. (από Vrastaman, 29/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για εναλλακτική προστακτική του σκύβω.

Παιδία, λέγαμε σγούψε στους φρεσκοκουρεμένους συμμαθητές μας πριν τους δώσουμε το απαραίτητο σκαμπιλάκι.

Με την απώλεια της αθωότητας που επιφέρει ο μπαμπέσης χρόνος, το σγούψε ευλογημένε/η μοιραίως αποκτά σεξουαλική χροιά.

  1. Α ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΙΣ... ΣΓΟΥΨΕ ΑΛΛΗ ΜΙΑ... ΦΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠ.

  2. «Και τώρα οι δυο μας. Σγούψε να σ' τον γκαγκώσω». «Βρε λύσσα κακιά!».

  3. Σγούψε ευλογημένη, στριμώξου για την «ιερή ταπείνωση».

(Από διάφορες φοράδες.)

βλ. και σκύψε ευλογημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μολονότι κοντινό ως προς το μάγκικο ύφος και ήθος με τα τελέρε ...; δεμελέρε, το τιθέρε; (από το «τι θες ρε;») διαφέρει ως προς το εκφραζόμενο συναίσθημα και τη διάθεση του χρήστη: εκφράζει βιασύνη, ένταση και τσαμπουκά μάλλον, παρά νωχελιμοσύνη, χαλάρωση και οικειότητα.

Από την άλλη, και το «τιθέρε», με τη συντομία του, ενέχει την πρόθεση να τελειώσει το γρηγορότερο δυνατό η διατάραξη, ώστε να αποκατασταθεί και πάλι η ομαλότητα της νωχελίμοσύνης και αδράνειας.

Λέγεται βέβαια και σε γνήσιους τσαμπουκάδες.

Η προφορά στην πρώτη συλλαβή παίζει, άλλοτε «τι» και άλλοτε «τε».

α) ....
- Eε, τιθέρε μαλάκα... φερ' την κοακόλα ρε καραγκιόζη...
- Κατέβασε ρε μαλάκα τα παπούτσια απ' τον καναπέ...
- Ρε φερ' την κοακόλα μησεαμήσω...

β) Tιθέρε μάγκα; φασαρία θες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο από το αντιλαμβάνομαι και το αντιλαβού της προσευχής (αντιλαβού, σώσον και διαφύλαξον...). Βέβαια και το αντιλαβού της προσευχής από το ίδιο ρήμα είναι, αλλά μάλλον ο παλιός κουτσαβάκης δεν το ήξερε. Παρά ταύτα, ο παλιός κουτσαβάκης είχε μια τάση να αντλεί από τη λόγια γλώσσα υλικό για την αργκό του, συνήθως με κάποιες παραφθορές είτε στη γραμματική (π.χ. Ρε δεν έχεις μύτη; Δεν αντιλήβεσαι;) είτε στη σύνταξη και τη σημασία (π.χ. το οποίον, βλ. παρακάτω).

Συνήθως λέγεται με σκοπό να λήξει η συζήτηση και να έχει πει αυτός που το λέει την τελευταία κουβέντα.

Παλιό μάγκικο.

-Το οποίον, μανδάμ, ο Νώντας είναι κύριος και τέτοιες δουλειές δεν κάνει. Αντιλαβού;

-Ναι Νώντα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζει ευρύτατα ως (λανθασμένη) κλητική του «φίλος», αντί για το «φίλε», με αρνητική τε και θετική σημασία.

Επ, τι έγινε φίλος;

Βλ. και φίλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified