Further tags

Το όλο θέμα ξεκινά σε παλαιότερες εποχές, με την κατάργηση της δοτικής, οπότε και γεννιέται η ανάγκη να βρεθεί νέα λύση εκεί που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούταν η συγκεκριμένη πτώση. Έτσι, καθημερινές φράσεις, όπως π.χ. το «λέγεις μοι», παύουν να υφίστανται και η γλώσσα αναζητά έναν νέο τρόπο έκφρασης.

Στην Βόρειο Ελλάδα προτιμήθηκε η αιτιατική ενώ στην Νότιο Ελλάδα η γενική για να δώσουν (σε νεώτερα ελληνικά) «με λες» και «μου λες», αντίστοιχα. Και οι δύο αυτοί τύποι είναι σωστοί καθώς χρησιμοποιούνται κανονικότητα μέσα στους αιώνες από τους Έλληνες. Κατά μίαν άποψη η αιτιατική είναι πιο κοντά στην δοτική οπότε, όσο παράξενο και να ακούγεται, ο βορειοελλαδίτικος τύπος (με λες) θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι πιο δικαιολογημένος.

Ο βασικότερος λόγος που σήμερα η σύνταξη με γενική θεωρείται ορθότερη (μου λες), είναι μάλλον επειδή η Νότιος Ελλάδα απελευθερώθηκε πρώτη και η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο νέο κράτος ήταν αυτή που μιλούσαν σε εκείνα τα μέρη. Σήμερα, ειδικά μέσω των μέσων μαζική ενημέρωσης, έχει καθιερωθεί γενικότερα ο τύπος με την γενική. Το βέβαιο είναι πως έχει περάσει στο υποσυνείδητό μας ως ο ορθός τρόπος, αν και αυτό όπως είδαμε δεν στέκει πραγματικά.

Παρεμπιπτόντως, δυο από τους λογοτέχνες που έχουν γράψει με τον συγκεκριμένο τρόπο είναι ο Κώστας Π. Καβάφης και ο Αθανάσιος Χριστόπουλος. Ας μην ξεχνάμε το εξής σημαντικό: οι νοτιοελλαδίτες, που εκφράζουν τη δοτική μέσω γενικής λέγοντας «θα σου πω κάτι», «θα της δώσω κάτι», στον πληθυντικό διαπράττουν ακριβώς το «σφάλμα» που καταλογίζουν στα εκ Βορρά αδέλφια τους, και λένε: «θα σας πω κάτι», «θα τους δώσω κάτι». Χρησιμοποιούν δηλαδή αιτιατική! Επομένως, καθαρά από απόψεως ομοιογένειας, τα βόρεια ιδιώματα είναι πιο συνεπή διότι χρησιμοποιούν αιτιατική και στον ενικό και στον πληθυντικό.

- Και με λέει ότι δεν σε έδωσε το κινητό της.
- Τι να με πει και αυτή ρε, πλάκα σπας;

Δες ακόμη: σελεμελές / σελεμελού, θεσσαλονικιώτικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαινόμενο του μάγκικου, του πολλά βαρύ και όχι, του μην του μιλάτε το πρωΐ λόγου, έχει ήδη διαφανεί στο λήμμα σούπω, που αξίζει λημματογράφησης ανεξαρτήτως του παρόντος, και συνίσταται στην παράλειψη των μορίων της υποτακτικής και του μέλλοντα. Δίνεται ούτως χροιά μάγκικη στο λόγο.

Το φαινόμενο μάλλον συνδέεται με ντισκούρσους του τύπου «εφτά νομά» και τη γενικότερη ελλειπτικότητα του λόγου που προδίδει τύπο που δεν θα πει πολλά αλλά όταν είναι να κάνει κάτι, θα το κάνει όπως πρέπει.

Εναλλακτικά, τέτοιες λέξεις είναι λογικό να είναι τα πρώτα θύματα στον πόλεμο της βαρεμάρας με τη χρεία, στην διαλεκτική της (χασισό)νταγκλας με τη μερέντα που δεν είναι σε απόσταση βολής (απαράδεκτο για πράκτορες), του μεσημεριανού ούζου το καλοκαίρι με την επόμενη γύρα.

Ενδεχόμενη εμφάνιση του φαινομένου είναι η παράλειψη μόνο του συμφώνου του μορίου και η εκφώνηση ενός βαριεστημένου άλφα που κολλάει με την επόμενη λέξη.

  1. Δανείζομαι παράδειγμα απ' το οικείον λήμμα:
    - Σούπω ρε..
    - Σουπώ εγώ..

  2. - Φίλε μας φέρεις δυο καραφάκια ακόμα και μια καλαμαράκια;
    ή - Φίλε 'α-μας φέρεις δυο καραφάκια ακόμα και μια καλαμαράκια;

  3. - Στρίψεις το επόμενο ρε θείο;

  4. - Για σε δω καλύτερα. Φτού σου κοπελάρα μου, με γεια το ροζ πουκαμισάκι. Το κορδόνι ασορτί;

  5. - Με πετάξεις μέχρι τα Πατήσια;
    - Μου ξεσκοτίσεις τον πούτσο;

  6. - Απόψε 'έ 'α-πάω πουθενά. Έχω ξενερώσει τα βυζιά μου με τους μαλάκες. Δωδ και κάψιμο στο καναπέου.

  7. - Ά-σου πω λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκοτικό σχήμα διπλής και καθολικής άρνησης (τον ξέρω αυτόν, είναι μηδενιστής), όπου το μία αντικαθιστά τα τίποτα, καθόλου, σε κάποιες περιπτώσεις το Χριστό (σας) και τις άλλες λέξεις που μπαίνουν σε διπλή άρνηση. Πρόκειται όντως για διπλή άρνηση, καθώς εννοείται ως ευκόλως παραλειπόμενη η λέξη ούτε.

Στα αποσιωπητικά παρεμβάλλεται ρήμα (και μόνον) του τύπου νιώθω και άλλα παρόμοια, όπως σκαμπάζω, την παλεύω, αλλά όχι οιοδήποτε ρήμα, κάτι το οποίο περιπλέκει τον ορισμό.

- Τι σου λέει η Φάροου σαν ηθοποιός;
- Δεν την παλεύει μία.

Δες και μία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρήση του συνδέσμου που διαχωρίζει συγκεκριμένες πολυσύλλαβες λέξεις για έμφαση.

Παρεμβάλλεται φαίνεται αποκλειστικά μεταξύ δεύτερης και τρίτης συλλαβής, που δείχνει ότι προέρχεται από τον διαχωρισμό σύνθετων λέξεων όπου ακριβώς το πρώτο συνθετικό είναι δισύλλαβο.

Για τη γενικότερη επιτατική χρήση του και αναφερθήκαμε εδωμέσα στα πεταχτά σε κάποια σχόλια, αλλά μπορεί ο καθένας να διαβάσει σε ένα καλό τυπικό λεξικό.

Τέλος, το φαινόμενο θυμίζει, αλλά δεν θα 'λεγα ότι σχετίζεται με τα κορακίστικα.

  1. Από και κλείεται η βάση δεδομένων να περιέχει τοσα δις τραγούδια σε τόσες γλώσσες...
    — [...] Τίποτα δεν αποκλείεται ! Ακόμα δεν χρειάζεται να περάσουν ΟΛΑ τα τραγούδια, το TOP100 να βάζουν κάθε εβδομάδα τα βγάλανε τα λεφτά τους. ;) (από φόρουμ)

  2. Χμμμ...μάλιστα. Επειδή τα χτυπήματα κάτω απο την μέση δεν μου αρέσουν...αν πάω τώρα στην forthet/connx ktl είμαι αναγκασμένος να πληρώσω όπως-και-δήποτε την HOL; (από φόρουμ)

  3. Ναι κυρίες και κύριοι!!!! Επί και τέλους, βρήκα το σύστημα που αποφέρει σωστά προγνωστικά ;D (από φόρουμ)

  4. Τώρα το να οικειοποιείται κάποιος τον κόπο σου εννο-και-είται ότι είναι κατακριτέο και έχεις χίλιες φορές δίκιο. Δεν μπορείς όμως να προστατευτείς από αυτό εν μέρη με το να βάλεις το nick σου κάπου μέσα στο αρχείο; (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάληξη σε επιθετικούς προσδιορισμούς ή «χαϊδευτικές» παραφράσεις ονομάτων που χρησιμοποιούνται ως φιλικές, προς οικείους προσφωνήσεις. Συνήθως, αντικαθιστούν τα εις -άκος ληγόμενα. Μόνον εις τα αρσενικά.

«Τι νέα, φιλαρ-άγκουα»;

(από electron, 08/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλτατοι χρήστες και συσσλανγκιστές,

Η Σ.Ο. (=το μοντουλέικο) του σαϊτός θεωρεί ότι πρέπει να εμπλουτίσουμε το σλανγκρ με γραμματική βεβαίως βεβαίως, γιατί αλλιώς στις επόμενες πανελλήνιες που θα γίνουν –αν η οικονομική κρίση και η γουρουνογρίππη δεν έχουν αφανίσει την ελληνική επικράτεια– θα αποτύχουμε παταγωδώς στις εξετάσεις μας.

Τώρα λοιπόν που θα έρθουν οι διακοπές των Χριστουγέννων, είναι ευκαιρία να μελετήσετε. Να μην πάνε χαμένες οι πολύτιμες αυτές μέρες. Άρα, επομένως, συνεπώς, εν άλλοις λόγοις, ήτοι, σας καταθέτουμε με αλφαβητική σειρά τις σλανγκοκαταλήξεις και τα σλανγκοπροθήματα που μαζέψαμε, ώστε:

α. να μας πείτε τι λείπει και να το προσθέσουμε στον κατάλογο

β. άπαξ και ολοκληρωθεί ο κατάλογος, να πει ποιος θέλει να αναλάβει τι (όπως καλή ώρα ο Κχαν στο σχόλιο του λήμματος φελλο- δήλωσε ότι θα ετοιμάσει τα μουνο- και σκατο-).

Έχουμε ήδη κάποιες καταλήξεις και προθήματα που έχουν δημοσιευτεί, επεξεργασμένα, στο σάιτ. Σκοπός μας είναι να δουλευτούν όσα περισσότερα γίνεται.

Αατα και σας ευχαριστούμε πάααρα πολύ, Οι μόδιστροι και οι μοδίστρες (ορισμός 3) του σλανγκρ.

Έχουμε λοιπόν και λέμε:

Α' ΣΥΣΤΑΤΙΚΆ

α- (αρωτήξω, απαλάμη, αχελώνα)
ανθυπο-
αρχι- (αρχιδάμπουρας)
γαμ(ι)ολο- (γαμιολόπουστα, γαμολοτέτοιο)
γαμο-
γκ- αντί για κ- (γκάβλα)
διαολο- (διαολοδιώχτης, διαολοκατάσταση)
θεο- (θεογκόμενο, θεόμουνο)
καβουρο- (καβουρογαμόσαυρος)
καρα- (καρα-lol)
καυλο- ή καβλο (καυλόγκαζο, καυλομαχητό)
κωλο- (κωλοβάρδουλα)
μουνί- (μουνίκακας)
μουνο- (μουνοβοσκός)
μπ- αντί για π- (μπουτσος, μπούστης, ΜΠΑΟΚ)
ξε- (ξεκατινιάζω)
πουστο- (πουστοσέξουαλ)
πουτσο- (πουτσογλέντης)
ρημαδο- (ρημαδοκατάσταση)
σκατί- (σκατίβλαχος, σκατίπουστα, σκατίφλωρος)
σκατο- (σκατομηχανή)
σκυλο- (σκυλοτράγουδο)
τηλε- (τηλεάκυρο)
τραμπακουλο-
τρι- (τριμαλάκας)
φανταρο-
φελλο-
φτωχο- (φτωχομπινές)
χατζη- (χατζηπούτσογλου)
χοντρο- (κυρ.: χοντρολίπαρος, μτφ: χοντρομαλάκας)
ψιλο- (ψιλοκαριολάκος)
ψιλοχοντρο- (ψιλοχοντρομαλάκας)
ψωλο- (ψωλομαζεύτρα, ψωλότσεπη)
ψωρ(ο)- (ψωρογιώργαινα)

Επίσης: καπετάν (συνωνυμο του αρχι-, καπεταν αρχίδας)

Β΄ΣΥΣΤΑΤΙΚΆ


-άλ (κωλαντεράλ)
-αγας (μπουρμπούραγας)
-άγκουα
-(ι)άδα (Λιλιάδα, λιακοπουλιάδα)
-άδικο (ναμαγαπάδικο)
-αδόρος (αβανταδόρος)
-αι, -ε
-άθρα (κωλάθρα)
-άκιας
-άκλα (αντράκλα)
-ακλάς -(α)κλας (τριπλονούμπακλας, γαμίκλας)
-άλω (μπατάλω)
-αμπλ (-able)
-αμπίλιτι (-ability) (στοκαμπίλιτι, τσιμπουκαμπίλιτι)
-αντάν (μερακλαντάν)
-άντζα (κωλοφεράντζα)
-άουα
-άρα
-άρας, -αράς
-αρία (σνομπαρία)
-αριά (δεκαριά)
-(ι)άρης (γκαυλιάρης)
-αριό (καραπουτσαριό)
-άριος
-αρος (άψαρος), μούναρος)
-άρω (αριβάρω)
-άρω (ταγάρω)
-άς (καρεκλάς)
-ασιόν (ιμιτασιόν)
-άτος -ατίας
-βιόλα (χαζοβιόλα)
-διώχτης (γκομενοδιώχτης)
-ειδές (νταλαροειδές)
-έικο (καουγκέικο)
-έιν (φοσμπέιν, της πουτέιν)
-έισον, -έισιον
-έκα
-έλι (και μπορέλι, μουναρέλι, νταματζέλι)
-ένιος
-έξ (πλουσιέξ)
-έτο (μουνέτο, τασπαέτο)

-ήρι (ακουμπιστήρι)
-ιά
-ιάδα
-ίδης, -όγλου, -όπουλος, χατζη-
-ίδι (γαμίδι, σκατολοΐδι)
-ίδικος (νταηλίδικος)
-ική (ψαχτική, ψειριστική)
-ίκι (πουστριλίκι)
-ίκλα
-ικός (αντιπεθανικό, γονικά)
-ίλα (μουνίλα)
-ινγκ (γόπινγκ)
-ίνη (γραψαρχιδίνη)
-ίνι (αδελφίνι)
-κατάσταση (μπαφοκατάσταση)
-καυλος
-ίτιδα (μπαρκουλίτιδα)
-κλής, -κλού (φεϊσμπουκλού)
-μαγνήτης (μαλακομαγνήτης)
-μαν
-μάνα (βυζομάνα)
-μάνι (μυγομάνι)
-μενιά (χαριτωμενιά)
-μούνα, -γκόμενα
-μούρης (αρχιδομούρης)
-μουτρο (φασιστόμουτρο)
-(ν)τζής
-ο -όβιος, -όβια -όγλου
-όλα (αναβόλα)
-όλα, -όλης, -όλι (μαλακοβιόλα, γαμιόλης, χυσαμόλι)
-όνι (γατόνι)
-όπουλος (απιθανόπουλος)
-(ό)σκυλο (κομματόσκυλο)
-ού (σκατού)
-ουά (ξενερουά)
-ούθκια
-ούκλα (τυχερούκλα)
-ουλας (καραφλοχαίτουλας, τομπαίρνουλας)
-ούλης (μικροαστούλης)
-ούμπα -ουρας (παλαίουρας)
-ούρα (χαμούρα)
-πατέρας (πουστοπατέρας)
-πληκτος (μουνόπληκτος)
-πουστα(ς) (σκατίπουστα)

-στάν
-στερός (γαμιστερός, αλλά όχι, π.χ., γυαλιστερός ή αριστερός) -τέτοιος -τσαρκα (μπαρότσαρκα)
-τσολιάς
-φατσα -φέρνω (πουστοφέρνω)
-ω (ξεπλένω)
(τσάκω)
-ωνε

-j-

Επίσης:
-αρχίδας, -καύλης, -πούτσης και -πουτσος, -τσούτσουνος, -ψώλης

========================

Γ. ΣΥΝΤΑΞΗ, ΚΛΙΣΕΙΣ, ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

α' & β' πρόσωπο ενικού αντί για γ' ενικού ή α' & β' πληθυντικού (ομαδικά σπορ)
αλλαγή προσώπου (γραμματική μορφή)
αντίστροφη αττική σύνταξη
άντριδοι, πούστηδοι, καραγκιόζηδοι
αυτουνούς, αυτούνους, αυτήνοι, αυτήνες, αυτουνού.
γαμιοντουστάντενε
γενική αντί ονομαστικής
Γιάννινο
εμφατικό άρθρο
εφτά νομά σ’ ένα δωμά, πώς να μπορέ να κλείσω μά / κομμέ
ελληνικιά γραμματικιά
εμαγκεψάμην
θα πηδηχτώ από το παράθυρο
κάποιος περισσεύεις
καταφατική απάντηση με επανάληψη της ερώτησης
κορακίστικα
μελλοντικός παρελθόντας
μου (κτητική αντωνυμία αλλά όχι με την καλή έννοια)
μπέκα
να μαζευτούμε να πάτε
ξηρούς καρποί
πάνε
παράλειψη άρθρου
παράλειψη των να και θα
πιάκε
πληθυντικιά
πληθυντικός της απαξιώσεως
προστακτική αντί για απαρέμφατο
πώς σας αρέσει (το τάδε);
συνεχής προστακτική ως στιγμιαία
σχήμα γνωστού αγνώστου
τα είπαμε
τσάκω
φαινόμενο λάινσμαν
χτε, προχτέ, εψέ, εχτέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συνθετικό της καθομιλουμένης που σχηματίζει επίθετο από όνομα. Σημαίνει «τέτοιου τύπου», «παρόμοιος», «σχετικός» με ό,τι δηλώνει το άλφα συνθετικό, ή απλά ακριβώς ό,τι δηλώνει το άλφα συνθετικό, δίνοντάς του συχνά ειρωνική χροιά.

Στο σλανγκ τζι αρ έχει καταγραφεί ήδη ο βυζαντινοτέτοιος.

  1. Και ο προιστάμενος (ο μαλακοτέτοιος που λεγαμε) μου είπε οταν λείπω πρωινα να κανονίζω να έρχομαι μέχρι τις 10-10.30... (από το διαδίκτυο)

  2. Το Χειρότερο Solo Κιθάρας που έχετε ακούσει!!!
    — Αυτό του Frusciante στο Californication...
    — εσυ δλδ τι ηθελες να κανει ο ανθρωπος στο σολο;;;να λιωσει τα ταστα [...] σε μπαλαντοτετοιο τραγουδι;;;
    (από φόρουμ)

  3. Ήτανε μία κοπέλα και συστηνόταν ως «Σόνια». Την ρωτάω που λες μία φορά από που βγαίνει άραγε το Σόνια και τι μου λέει: από το ...Σταυρούλα!!! Τρελάθηκα σου λέω. Αχ βρε κορίτσια, τα Αμερικανοτέτοια nicknames σας μάραναν...και στο χωριό σας Σόνια και Νάνσυ και Άντζελα σας φωνάζανε;;; (σχόλιο στο στίχοι ίνφο)

Συνώνυμο: -έτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συνθετικό της αργκό που δημιουργεί επίθετα.

Συνδυάζεται ελεύθερα με ουσιαστικά, και έχει τη σημασία «υπερβολικά παθιασμένος», «πωρωμένος» με αυτό που δηλώνει το εκάστοτε άλφα συνθετικό, ίσως και «παραμυθιασμένος» από αυτό, είναι λοιπόν αρκετά κοντινό στο -μανής των τυπικών ελληνικών: αρχαιόκαυλος, θαλασσόκαυλος, στρατόκαυλος (δες και στα παραδείγματα). Βγαίνει από το ρήμα καυλώνω με τη σημασία «ενδιαφέρομαι», «γουστάρω», «παθιάζομαι» (με κάτι).

Εναλλακτικά, μπορεί να αναφέρεται είτε στο πέος καθαυτό, είτε στον άντρα που το κουβαλάει, και σχηματίζει έτσι όνομα που χαρακτηρίζει τον ενλόγω άντρα κατά τον ομιλητή: oλόκαυλος, πυρόκαυλος, σουρουμπόκαβλος. Στην περίπτωση αυτή βγαίνει από το καυλί. Δες και -καύλης.

Τέλος, μπορεί να αναφέρεται στο σεξουαλικό ερεθισμό, οπότε βγαίνει από το καύλα: έγκαυλος, τρίκαυλος.

Το επίθημα γράφεται και -καβλος ή -γκαβλος, όπως συνήθως με τα ομόρριζα του καυλί.

  1. Loipon, gia na exigoumaste kai gia na diaxorizontai oi politikokavloi (exete alla meri na kanete spam kai na grafete pipes) apo tous upoloipous, i Ellada san xora kai oi anthropoi pou tin plaisionoun (oxi oloi) GAMAEI. [...] Ta ellinika panepistimia exoun upsilo epipedo morfosis an einai kaneis uperanthropos kai borei na antexei tin MHDENIKH organosi kai tin adiaforia tou 95% ton kathigiton, se sunduasmo me tin piesi tis ellinikis koinonias gia apodoxi kai tin oikogeneiaki piesi tis klasikis ellinikis manas pou nomizei oti ola tora einai eukola giati kapote eixame xounta. [...] (από φόρουμ)

  2. Έχω κουραστεί πραγματικά από την ειρωνεία-χιούμορ-σαρκασμό όλων των «άθεων» [σ.ς., δες σχόλια στο αρνησίθεος]. [...] Το μόνο που λένε είναι ότι δεν έχουν επιστημονικές αποδείξεις [...] για ύπαρξη Θεού και γενικά για το αν κάπου κάποτε έγιναν κάποια γεγονότα [...] Είναι δυνατόν να αποδειχθεί ποτέ ότι υπάρχει Θεός; Οι απανταχού επιστημονόκαυλοι νομίζουν ότι έχουν ανοιχτούς ορίζοντες και αγνοούν ότι το τι διαχωρίζει κάτι επιστημονικό από κάτι άλλο είναι εντελώς σχετικό. [...] (από φόρουμ)

  3. — Ειναι γνωστο ότι εισαι μεταλοκαυλος... Για μιλησε μας λιγο γι αυτο το κομματι της ζωης σου.
    — Το μεταλλοκαυλιλίκι μπήκε αργά στη ζωή μου… Αλλά ήρθε για να μείνει! Ενώ για πολλά χρόνια άκουγα disco και pop από 80s, κάποια φιλαράκια με οδήγησαν να ακούσω και το Metal εκείνης της εποχής. Από τότε 99.69% της μουσικής που ακούω είναι ατόφιο, ακατέργαστο, True Metal από 80ς. Death to False Metal! Fuck the world, Hail ‘n’ Kill! \m/ (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συνθετικά ονομάτων που είτε αναφέρονται άμεσα στα γεννητικά όργανα ενός άντρα, ή κατεπέκταση στον άντρα σε άμεση συνάρτηση με σεξουαλικά του χαρακτηριστικά. Πολλά από τα σύνθετα που προκύπτουν χρησιμοποιούνται και γενικότερα ως βρισιές.

Από τα συνώνυμα του πέους που βρίσκουμε στο οικείο λήμμα του τζίζα, βλέπουμε ότι οπωσδήποτε δεν έχουν όλα την ίδια παραγωγική ισχύ ως βήτα συνθετικά, και τα περισσότερα καθόλου.

Συγκεκριμένα, το ίδιο το πέος ενγένει δεν χρησιμοποιείται, εκτός απ' το εδραιωμένο λογοπαίγνιο ευρωπέος, ενώ και το κλασικό πουλί αποφεύγεται (στη μορφή -πουλος θα υπήρχε μάλλον σύγχυση με το βήτα συνθετικό -όπουλος, αλλά ούτε και ως -πούλης ακούγεται συχνά). Επίσης, το αρχίδι (δεδομένου και του παράγωγου αρχίδας) σχηματίζει κυρίως απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, ενώ το παπάρι (που σημαίνει καί «αρχίδι» καί «πέος») δεν χρησιμοποιείται.

Κατά τα άλλα, χρησιμοποιούνται το καυλί και ο πούτσος, αλλά η παραγωγικότερη δυάδα φαίνεται να είναι η ψωλή και το τσουτσούνι, το πρώτο μάλλον λόγω συντομίας, αλλά και το δεύτερο χάρη στις παιδικόφερνες συνδηλώσεις του θα έλεγα.

Τέλος, με λίγες εξαιρέσεις (όπως λαχταροψώλα και ξεψώλι), δεν φαίνεται να χρησιμοποιούνται τα βήτα συνθετικά του πέους για να σχηματίσουν χαρακτηρισμούς σε άλλο γένος από το αρσενικό.

Στα παραδείγματα, λέξεις που έχουν ήδη καταγραφεί σε οικεία λήμματα.

Κοινωνιογλωσσολογική πίπα

Μία απλή σύγκριση με τη χρήση του βήτα συνθετικού -μούνα για γυναίκες πείθει για τη φαλλοκρατία που χαρακτηρίζει τη σημερινή ελληνική γλωσσική πραγματικότητα: η γυναίκα μπορεί να αναχθεί ολόκληρη στο πράμα της, αλλά ο άντρας όχι. Για μια γυναίκα μπορεί κανείς να μιλάει υιοθετώντας σιωπηρά την άποψη περί «άχρηστου κρέατος γύρω-γύρω» (δες τα σχόλια εδωπέρα), για έναν άντρα όχι.

Για παράδειγμα, μπορούμε άνετα να πούμε «κουλτουρομούνα» για την κουλτουριάρα αλλά δεν θα πούμε «κουλτουροψώλης» για τον κουλτουριάρη, ή λέμε «αρχοντομούνα» για την αρχοντογυναίκα, αλλά δεν θα πούμε ποτέ «αρχοντοψώλης» για τον αρχοντάνθρωπο (προσέξτε και εδώ το βήτα συνθετικό!). Και τα λοιπά.

Θα 'ταν ευχής έργον να εντοπιστεί η πρώτη χρήση του -μούνα ως ταυτόσημου με το -γυναίκα. Να ξέραμε πότε και πώς άρχισε το πράμα βρ' αδερφέ. Αν μη τι άλλο, ώστε ν' αποτρέψουμε να γίνει το ίδιο και για το υπερπανίσχυρο φύλο των πέντε ηπείρων και των εφτά θαλασσών...

Δες και -καυλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified