Selected tags

Further tags

Λέγεται για τον τσιγκούνη, αλλά και γι' αυτόν που δεν πρόκειται να ξεβολευτεί με τίποτα για να κάνει το χατήρι κάποιου, όσο αγαπητός ή απαραίτητος και να του είναι αυτός.

  1. - Καλά, δεν μπορεί μόνη της να πάρει ένα ταξάκι ή το μετρό και να πάει στο Ελ.Βελ.; Θέλει και συνοδεία; - Δεν την ξέρεις; Δούλους θέλει, τι νόμιζες. Όσο για την ίδια, μην τυχόν και της ζητήσεις ποτέ το παραμικρό. Δε δίνει να πιει ούτε στον άγγελό της.

  2. Καλά τι σου ζήτησα πια και γω; Να με πετάξεις μέχρι το αεροδρόμιο σου ζήτησα. Αλλά εσύ, πού... Δε δίνεις να πει ούτε στον άγγελό σου. Ποτέ σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική, παλαιά έκφραση, που αναφέρεται σε άτομα τα οποία κάνουν αιματηρή οικονομία.

Στον τοίχο καρφώνουμε συνήθως πράγματα που εκτιμούμε και θέλουμε να θαυμάσουμε: κάδρα, φωτογραφίες, πτυχία, αντικείμενα αξίας.

Ακόμα και η δεκάρα, κάτι που θεωρείται ευτελές και ελαχίστης αξίας (έχοντας παλιότερα και μία τρύπα στη μέση), μπορεί, για κάποιον τσιγκούνη να θεωρηθεί αντικείμενο ιδιαίτερης αξίας, άξιο να αναρτηθεί στον τοίχο του.

- Τι λέει ο θείος σου από το Μόναχο, θα μείνεις εκεί τώρα που ανεβαίνεις Γερμανία;
- Σιγά να μην μείνω, ο τύπος καρφώνει τη δεκάρα στον τοίχο, είναι ικανός να με χρεώσει για τη φιλοξενία!

Δεκάρες για κάρφωμα (από krepsinis, 05/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε οι γκέι την Ήπειρο στα καλιαρντά.

Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι αναφέρεται στην τσιγκουνιά των Ηπειρωτών (βλ. «το σκατό μου παξιμάδι»)

Επίσης λέγεται και Σιμίτω.

Αβέλω κανικό στην Ξεροσκατού να δικέλω κάνα σιμιτζότεκνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κρατάει ερμητικά κλειστό το στόμα του. Που δεν αποκαλύπτει τίποτα.

Επίσης, ο τσιγκούνης, ο σκρούντζ. Αυτός που δεν ανοίγει σχεδόν ποτέ το πορτοφόλι του.

  1. Δεν μπόρεσα να του πάρω κουβέντα. Είναι μύδι ο τύπος.

  2. Μιλάμε για μεγάλο τσίπη. Μύδι διασταυρωμένο με καβούρι.

Αν σου πιάσει κανά χέρι αυτό, κλάψτο (το χέρι) (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αnal retentive, που λένε και οι αγγλόφωνοι. Είναι αυτός που, κατά τον λαό και κατά τον Φρόυντ, δεν έχει ξεπεράσει το πρωκτικό στάδιο. Το σφίξιμό του, είτε ξεκινάει από την ψυχούλα του και καταλήγει στην κωλοτρυπίδα του, ή το ανάποδο (που δεν νομίζω), έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την σφιχτοκωλίασή του, δηλ. την απόλυτη συστολή, σε σωματικό, αλλά και συμπεριφορικό επίπεδο.

Ο άνθρωπος αυτός είναι μεταφορικά και κυριολεκτικά δυσκοίλιος, επιφυλακτικός, συνεσταλμένος, μουλωχτός, τσιγκούνης, υποχόνδριος, αλλά κυρίως ντροπαλός. Μπορεί δηλαδή να μην είναι τίποτε από τα παραπάνω εκτός από απλά ντροπαλός. Πάντως το κωλί του το ξέρει.

- Λες να τα πάει καλά η Μαρία στη στη συνέντευξη;
- Μπα, αυτό το κωλοσφιγμένο; Αποκλείται!
- Μην το λες, κάτι τέτοιες,... δεν ξέρεις ποτέ πώς ξηγούνται στα μουλωχτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο καβούρι. Ο αρχιτσιγκούναρος. Η μητέρα όλων των καβουρομαχών. Ο δεν πληρώνω-δεν πληρώνω. Αυτός που έχει καβουροπολυκατοικία στην τσέπη.

Καβουρομάνα ο πεθερός του Τάκη. Σε σαντουιτσάδικο του έκανε το γαμήλιο τραπέζι.

Τώρα που σε πιάσαμε, θα πληρώσεις... (από Marco De Sade, 01/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Φραγκόφωνο είναι το αγαπημένο μουσικό όργανο των τσιγκούνηδων (φραγκοφονιάδων), κατά το σαξόφωνο, το οποίο είναι το αγαπημένο (ως επί το πλείστον) μουσικό όργανο των ανθρώπων που ασχολούνται με την Jazz μουσική.

- Ρε συ λες να αγοράσει εισιτήριο για την συναυλία ο Λάκης;
- Πας καλά; Αφού αυτός είναι στην μπάντα και παίζει φραγκόφωνο. Τσάμπα θα μπει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπαγκοραμένος σλανγκιστής, που τσιγκουνεύεται στη βαθμολογία που δίνει σε άλλους χρήστες.

Τα καβούρια στους βαθμούς οφείλονται είτε σε γνήσια αυστηρότητα, είτε σε δολοπλόκες ενέργειες με στόχο τη μείωση των Μέσων Όρων στοχευμένων σλανγκιστών.

- Είδες πώς έθαψαν τον ορισμό του Σλάνγκμαν;
- Άσε, είναι πολλοί οι σλανγκοραμένοι εδώ μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μυρμήγκι στα καλιαρντά. Δηλαδή το τσιγκούνικο ζουζούνι, που καβατζώνει φαί για τη φωλιά.

Η λέξη βγαινει απο τον Εβραίο τοκογλύφο Shylock στον Έμπορο της Βενετίας του Σέξπηρ.

Καγκελόκαρο το τσαρδί. Ούτε ζουζουνοσάιλοκ δεν βιζιτάρει αποκατέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον μέγα μιζερομίζερο τσιφούτη Ebenezer Scroodge του Ντίκενς (Ένα Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι) και κυρίως αργότερα από τον Σκρουτζ Μακ Ντακ του Ντίσνεϋ, μας έμεινε να αποκαλούμε Σκρουτζ κάθε τσιγκούνη και σφιχτό με τα λεφτά άνθρωπο.

Σκρουτζιές, λοιπόν, είναι οι μικρο-λογαριασμοί, οι λογαριασμοί επιπέδου κουμπαρά και όχι οι μεγάλοι οικονομικοί υπολογισμοί (εφορεία, δάνεια και τέτοια). Σκρουτζιές κάνουμε όταν βάζουμε κάτω τα μικρο-οικονομικά μας, π.χ. τα έσοδα του μήνα που θα γίνουν έξοδα, τα μικροχρέη του ενός προς τον άλλον, του καθενός μας προς ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, κοινόχρηστα κλπκλπ, οι λογαριασμοί δηλαδή που κάνουν τους καλούς φίλους / συνεργάτες / ζευγάρι / αδέλφια / συγκατοίκους κλπ και που, αν δεν γίνουν σωστά ή στην ώρα τους, αποτελούν μέγα θέμα για καυγά και γκρίνια.

Μωρό μου πληρώθηκα σήμερα, έλα να κάνουμε σκρουτζιές να δούμε τι έχουμε και τι θα μας μείνει...

(από Dirty Talking, 21/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified