Selected tags

Further tags

  1. Γουτσιστική προσφώνηση, όπως λ.χ. το μωρουλίνι κ.τ.ό. Είναι όμως αρκετά πασέ, ενώ αντιθέτως το θηλυκό αγαπούλα διατηρεί εισέτι την ικμάδα και την ρώμη του.

  2. Οπότε, αγαπούλης, είναι κυρίως αυτός που από άλλους άντρες θα χαρακτηριστεί έτσι, κι όχι από την γυναίκα, υπονοώντας και εμμέσως και σαφώς ότι ο τοιούτος είναι μουνόδουλοςμουνοείλωτας αν έχει πέσει σε γυναίκα- Λεωνίδα που του κάνει το κρεβάτι this is Sparta).

  3. Η σημαντικότερη υποπερίπτωση του 2 είναι κττμγ η σημασία του αγαπούλη στην ιδιόλεκτο των μπουρδελιάρηδων. Συμβατικά θα ορίζαμε ότι ο αγαπούλης είναι ο ανιάτως πάσχων από πουτανοκαψούρα. Είναι όμως περισσότερα, είναι ένα δομικό σημαίνον. Είναι ο απόβλητος σε αντιπαράθεση προς τον οποίον η μπουρδελοκοινότητα ορίζει τον εαυτό της. Κάτι σαν τον αιρετικό για τους Χριστιανούς, τον ακροδεξιό για την δημοκρατική κοινωνία μας, ή τον Μπάμπη για το σλανγκεπώνυμο πλήρωμα. (Και όπως ο χριστιανός θα κληθεί να κάνει αυτοκριτική για τον αιρετικό μέσα του, ή ο Σλάνγκος για τον εντός ημών Μπάμπη, έτσι ο μπουρδελιάρης θα κληθεί να αποτάξει τον αγαπούλη ως αποδιοπομπαίο μέρος του εαυτού του).

Ο αγαπούλης είναι αυτός που θέλει να συνδυάσει την εξασφάλιση του εκτονωτικού πληρωμένου σεξ (αναγκαιότητα) με ερωτικό αίσθημα (ενδεχομενικότητα). Αποτελεί την ζώσα απόδειξη μεταεγελιανών θεωρήσεων όπως λ.χ. του Slavoj Zizek ότι η επιθυμία συνίσταται από το μάταιο κυνήγι της σύμπτωσης των αντιθέτων (coincidentia oppositorum στην δυτική μεταφυσική) που πυροδοτεί μια ατέρμονη όσο και μάταιη (πλέον στον μεταμοντέρνο κόσμο μας) διαλεκτική, εν προκειμένω εννοώ την σύνθεση ανάμεσα στο ότι ο αγαπούλης πλερώ για να μπορέσει να ρίξει έναν κρύο χωρίς περιπλοκές, αλλά επιμένει να θέλει να παρεισφρήσει και τη ζεστασιά ενός αισθήματος.

Οι παρενέργειες είναι πολλές για την υπόλοιπη μπουρδελοκοινότητα. Κατ' αρχήν, δουλεύει άσχημα ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, καθώς με το να ζητάει λίγα και να προσφέρει πολλά ο αγαπούλης εθίζει τις κορασίδες να ζητάνε πολλά και να προσφέρουν λίγα.

Δεύτερον, ως προς την διαδικτυακή οργάνωση της μπουρδελοκοινότητας, ως κριτικός μπορντέλου ο αγαπούλης γράφει αναξιόπιστες κριτικές, αποπροσανατολίζει τις μπουρδελικές μάζες και εντέλει γίνεται νεροκουβαλητής στον μύλο του κάθε νταβά και του κάθε προμοτεράκου. Ή, αντιστρόφως, ο πικραμένος αγαπούλης μπορεί να επιτίθεται άδικα σε μια κορασίδα, επειδή δεν ανταπέδωσε τα ερωτικά του αισθήματα (όπως και έπρεπε να κάνει) και γράφει κριτικές που την καίνε υπονομεύοντας και πάλι το κοινωνικό λειτούργημα του μπουρδελοκριτικού.

Τρίτον και πιο επίκαιρο, ο αγαπούλης αποτελεί την επιτομή του κλασικού του μαλάκα του Έλληνα. Ενώ δηλαδή άλλοι λαοί γαμάνε καλά, είτε γιατί ξέρουν τι θέλουν, όπως στις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες της Εσπερίας, που αφήνουν τον μπουρδελικό νόμο προσφοράς και ζήτησης να δουλέψει υγιώς, είτε γιατί γαμάνε τζάμπα και δέρνουν κιόλας, όπως οι εραστές των κορασίδων στις χώρες καταγωγής τους, ο κλασικός ο μαλάκας ο Έλληνας δημιουργεί αγαπουλοδίαιτες κορασίδες, που κατ΄ αντιστοιχία των κρατικοδίαιτων επιχειρήσεων λειτουργούν μη υγιώς και υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα. Σε περίοδο οικονομικής κρίσης, ο αγαπούλης είναι η αυτοκριτική που κάνουν οι Έλληνες στον εαυτό τους, στο ερώτημα Τίς πταίει, όπως αντίστοιχα στην οικονομία μιλάμε για το υπερτροφικό κράτος, το δημοσιοϋπαλληλίκι, την φοροδιαφυγή κ.τ.ό.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, στα μπουρδελοσάη γίνονται ενίοτε κυνήγια αγαπούληδων, και προτείνονται παραδειγματικές τιμωρίες τους, λ.χ. να κρεμαστούν στην Πλατεία Συντάγματος, προς συμμόρφωση και των μελλοντικών γενιών μπουρδελιάρηδων, τα οποία όμως έχουν πολύ λιγότερη ή μηδενική επιτυχία σε σύγκριση με άλλα κυνήγια αποβλήτων στο παρελθόν.

Για να μην βάζουμε, όμως, όλους τους αγαπούληδες στο ίδιο καλάθι, υπάρχουν πολλά είδη. Ο μαλακάκος, ο μεγάλος μαλάκας, ο κύριλλος, ο πουρέιντζερ ή αντιστρόφως το νινί που πάει να μαμήσει την μιλφού, ο αγαπούλης από άποψη ή ο αγαπούλης από έλλειψη αναστοχασμού και άλλα.

Θα διακρίνω τους αγαπούληδες μόνο ως προς το αντικείμενο του πόθου τους:

α) Ο κλασικός αγαπούλης που πάσχει από απλή πουτανοκαψούρα, και θα καψουρευτεί την κυρίως ειπείν πόρνη, λ.χ. σπιτικιά, καλντεριμιτζού, κωλ-γκερλ παλαιάς κοπής ή ό,τι. Οι δυνατότητες να κάνει κάτι πιο ενδεχομενικό είναι σχετικά περιορισμένες, θα αφήσει ένα παχυλό τιπ, θα ζητήσει το γκουφουέ, θα αναζητήσει την Ζωή Λάσκαρη στην κορασίδα, θα γράψει μετά μια αναξιόπιστη ευμενή κριτική σε μπουρδελο-σάη όπου θα τα πρήζει στους υπόλοιπους ότι δεν θα αναφερθεί στις ιδιωτικές προσωπικές στιγμές που πέρασε με την αγαπημένη του. Αν θελήσει να την συνταξιοδοτήσει θα πρέπει να έλθει αντιμέτωπος με όλο το κύκλωμα που την εκμεταλλεύεται, οπότε δεν έχει πολλές δυνατότητες.

β) Επειδή ο παραπάνω ανθρωπότυπος δεν είναι ελληνική πατέντα, αλλά καθολικό, ο Αμερικλάνος, που είναι γάτα κι αλεπού και τον παίρνει πού και πού, εφηύρε μία έσκορτ (συνοδό) νέας κοπής, το Girl Friend Experience, ελληνιστί γκομενοφάση, και είπε στον τοιούτο: Έτσι, αγαπούλη, κανονικά και με το νόμο! Ήτοι κατηγοριοποίησε ειδική εκδοχή κορασίδος που θα έχει α πριόρι ως target group τους αγαπούληδες. Στις προηγμένες κοινωνίες της Εσπερίας, σε έναν όμορφο κόσμο ηθικό, αγγελικά πλασμένο, που βλέπουμε λ.χ. σε μυθιστορήματα του Houellebecq και σε ταινίες του Woody Allen, το τοιούτο εσκορτίδιο μπορεί να κάνει διδακτορικό στην Ιστορία της Τέχνης και να χρησιμοποιεί το εσκορτιλίκι ως υποτροφία, εβέντουαλjυ δε συνταξιοδοτείται από τον πιο επίμονο αγαπούλη που είναι σαραντάρης μεγαλοδικηγόρος εργένης και της κάνει τρία παιδιά.

Αυτά βέβαια δεν παίζουν και πολύ στην Ελλάδα όπου η κάθε πορνεία είναι σκλαβιά κατά το μάλλον ή μπήχτον (όπως άλλωστε και παντού). Το ενδιαφέρον με αυτά τα γκουφουέ ή σούπερ-γκουφουέ είναι ότι σε οριακές περιπτώσεις ενδέχεται και να μην προσφέρουν καθόλου σεξ, αλλά μόνο ψυχολογική υποστήριξη. Το κρίσιμο εν προκειμένω δεν είναι να πέσει πούτσος, αλλά να επανεκδραματίσει ο αγαπούλης πάνω στο εσκορτίδιο όλες τις κακές σχέσεις που είχε με προηγούμενες μπίτσι γυναίκες της ζωής του, με την μάνα του σημαιοφόρο. Αυτό όμως δεν παίρνει απλώς την μορφή ενός σκληρού γαμησιού (η παραδοσιακή μορφή επανεκδραμάτισης), όπου ο μπουρδελιάρης παίρνει εκδίκηση για τις ρήαλ λάιφ γυναίκες του μεταξύ εκστατικού σφυροκοπήματος και ηδυπαθούς ρευστοποίησης. Μπορεί να συμβεί και με μια μορφή ψυχανάλας, όπου το γκουφουέ εσκορτίδιο ως θέσει γιαλόμα δεν είναι ακριβώς η tabula rasa (λευκός πίνακας) της ψυχαναλυτικής μεταβίβασης, αλλά πάντως αποτελεί μια ουδέτερη οθόνη που οφείλει να κολακεύει τον αγαπούλη, να ενισχύει εντέχνως την αυτοπεποίθησή του, αλλά ούτε τόσο κραυγαλέα ώστε να καταρρεύσει η ψευδαίσθηση αυτού του μπουρζουάδικου θεάτρου (δίκην μπρεχτικής αποστασιοποίησης), ούτε όμως και πιο θερμά από ό,τι επιτρέπει ο ρόλος της ουδέτερης ψυχανάλας. Η διαφορική διάγνωση του γκουφουέ νέας κοπής είναι ότι ο αγαπούλης πληρώνει λιγότερο για το σεξ και περισσότερο για να λάβει κομπλιμέντα σχετικά με τον ανδρισμό του, τα οποία είναι απολύτως απαραίτητα ιδίως μέσα στην αμερικανική κουλτούρα της αυτοπεποίθησης και της καπιταλιστικής λογικής ότι ο καπιταληστής οφείλει να είναι γαμαωδέρνουλας, αλλιώς να πάει να γίνει κομμουνιστής. Η απόδειξη είναι ότι, όπως αναφέρουν κοινωνιολογικές μελέτες, ενίοτε δεν πέφτει καν πούτσος με τα έσκορτ νεάς κοπής, ούτε για δείγμα, βλ. την ανάλυση εδώ.

Παίζουν τα παραπάνω στην Ελλάδα; Η εντύπωσή μου είναι ότι ο Έλληνας είναι στην ζιζεκιανή λογική της επιθυμίας ως αλυσιτελούς θήρας της σύμπτωσης των ασυμπτώτων, οπότε δεν ικανοποιείται με το αμερικανικό στυλ, τύπου ξέρω τι ζητάω, σήμερα πληρώνω για να μου αυξήσουν την αυτοπεποίθηση, αύριο πληρώνω για σεχ, μεθαύριο πληρώνω το κατιτίς παραπάνω για ένα ούμπερ GFE- PSE που θα μου προσφέρει όλο το πακέτο των ποικίλων μετουσιώσεων της λιβιδούς. Ο Έλληνας, α) οπωσδήποτε θα γαμήσει, και β) μπορεί άμα λάχει να κάνει και μια ψυχ-ανάλα με το ούμπερ-εσκορτίδιο, αλλά με την έμφαση στο δεύτερο συνθετικό. Άλλωστε το πληρωμένο σεχ παραμένει βρώμικο και το όποιο γκουφουέ, συνήθως με τουρίστριες δεν ξεφεύγει από την βρωμιά και την σκλαβιά. Εξάλλου, ίσως και η αμερικάνικη λογική πληρώνω για να σου ξεφορτώσω τα προβλήματά μου κι εσύ να κολακέψεις τον ανδρισμό μου να είναι πιο απάνθρωπη ως γαμήσι της ψυχολογίας από το συμβατικό γαμήσι.

γ. Μια ιδιάζουσα μορφή αγαπούλη εντοπίζεται μεταξύ στριπτιτζόφιλων. Εκεί υπάρχει ο δυισμός πουτό-χουρός με τρίτη μεταβλητή το άγνωστο φραπέ. Οπότε ο αγαπούλης είναι αυτός που πλειοδοτεί στο πουτό με μόνιμη κορασίδα, μειοδοτεί στις πιο κίνκι ενδεχομενικότητες, (το φραπέ γίνεται μόνο σ' αυτόν κατ΄ εξαίρεση από και καλά ντεφραπεϊνέ τρύπερ), και επιζητεί πιο ενδεχομενικά είδη φιλούρων, τ. γλωσσόφιλα, γλωσσίδια κ.τ.ό. Στο διάτρητο περιβάλλον του φραπενέ το όλο παιχνίδι του αγαπούλη γίνεται υπό το βλέμμα των γκαρσονιών και της μάρκας (που καλείται να υπολογίσει στο περίπου το ποσό αισθήματος που επιδαψιλεύει η κορασίς στον αγαπούλη και αν είναι προς το συμφέρον του μαγαζιού ή προς ζημίαν του) και προσλαμβάνει στοιχεία θεάτρου του παραλόγου με λίγο από μπρεχτική αποστασιοποίηση (= διάρρηξη της θεατρικής σύμβασης), όταν λ.χ. τα γκαρσόνια θα χειροκροτήσουν τον αγαπούλη που έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο κ.ο.κ. Οι Έλληνες αγαπούληδες στρηπτιζόφιλοι είναι μάλλον κάπου σε μια νεφελώδη μέση μεταξύ εκστατικού σφυροκοπήματος (σε παρακμιακά ευαγή ίδρυμα του κώλου σε άλλες χώρες) και ηδυπαθούς ρευστοποίησης (στα κυριλάδικα αφραπάζ της Εσπερίας).

Τέλος, είναι συχνό και το celebrating & undermining, όπου ένας μπουρδελιάρης αναλαμβάνει περήφανα τον χαρακτήρα του αγαπούλη για να αποδομήσει την υποτιθέμενη διαφορά μεταξύ αγαπούλη και σκληρού μπουρδελιάρη. Άγνωστο αν πρόκειται για πραγματικούς αγαπούληδες ή για τρολεατζήδες που θέλουν να επισύρουν πάνω τους την κατακραυγή.

Disclaimer το γνωστό, να μην επαναλαμβάνομαι, τα παραπάνω είναι προϊόν γλωσσολογικής έρευνας στο Διαδίκτυο και τα ρέστα παγωτά, βλ. και παραδείγματα.

  1. - Αχ, μωρουλίνι μου, δεν θα ήταν πιο ωραίο να μου πάρεις το μονόπετρο για τους αρραβώνες μας;
    (σ.ς.: Θα παρατηρήσατε ότι το μεναγκό δεν χρησιμοποίησε τον όρο αγαπούλης, καθώς ο τελευταίος χρησιμοποιείται σπάνια από γυναίκες).

  2. - Τον μαλακάκο τον Μήτσο δεν τον έχουμε ξαναδεί από όταν τα έφτιαξε με τη Δώρα, γαμώ τον αγαπούλη μου γαμώ.
    - Προτείνω να τον ανεβάσουμε λήμμα στο σλανγκρ στην κατηγορία Σιχαμερά, να τον κάνουμε ρόμπα.
    - Μπράβο, καλή ιδέα, πώς δεν το είχαμε σκεφτεί πρωτύτερα; Θα έχει τίτλο Μήτσος, ο, και ορισμό: Ο μαλάκας αγαπούλης.
    Κλαπ κλαπ κλαπ, χειροκροτήματα.
    (Λάιβ ανταπόκριση από τρελό παρεάκι από αυτά που χαλάνε το σάη μας).

  1. Αποσπάσματα από μπουρδελοσάη με αλλαγμένα τα ονόματα:

α. Γενικά περί αγαπούλη.

i. - Όλες τους vομίζουν ότι με τη μία θα βρούνε 10 αγαπούληδες, και θα λύσουν τα οικονομικά τους προβλήματα . Κατά την άποψη μου, ανάλογα βέβαια και με τη ηλικία του καθενός, τις περ/ρες από αυτές τις κρυφές, σε ένα bar, ούτε που θα γύρναγες να την κοιτάξεις.
- αγαπουληδες ολοι ειμαστε απλα ο καθενας με τον τροπο του μαλακοκαυλης αγαπουλης, φινετσατος αγαπουλης, σοβαρος αγαπουλης κοκ

β. Αγαπούλης κοκοράκι.

Παντως θεωρω καλυτερο να εχει κανεις αντοχες παρα να ειναι αγαπουλης και να χυνει με το που την βλεπει...

γ. Αγαπούλης περίεργος

- Δεν καταλαβαινω γιατι θα πρεπει να ξερουμε, και στο κατω κατω γιατι να μας ενδιαφρει, ποιος ειναι το «αφεντικο» σε καθε μαγαζι και πως εγινε η αγοραπωλησια. Αυτο που πρεπι να μας ενδιαφερει, ΝΟΜΙΖΩ, ειναι το ποιες κοπελες δουλευουν και ενα κανουν καλά την δουλειά τους.
- σωστος.μην δινεις σημασια, αγαπουλης ειναι που δεν του καθεται η τζέσικα και εχει λησαξει.1000%.

δ. Αγαπούλης ή προμοτερακος;

i. - Τελικα τι ειμαι, νταβατζακος, κλωνος ή η Τζέσικα αυτοπροσωπως;
- τιποτα.....απλα ενας μαλακακος αγαπουλης.....

ii. - αλλα η νταβατζακος εισαι και στην θιξαμε η μεγαλος αγαπουλης που εχεις σκασει μια περουσια στο κωμοδινο...
- νταβατζης ειμαι τυπε τα παιρνω απο κατεστραμενους

iii. Συμπολεμιστες να ρωτησω τους πιο εμπειρους,αυτος ο μήτσος 72 ειναι προμοτορας/αγαπουλης/«πουλημενος»;;;

iv. επειδη ή νταβας εισαι ή αγαπουλης εισαι ή απλώς προμοτερακος, σε καθε περιπτωση εισαι αναξιοπιστος..Γενικα στο θαψιμο εδω μεσα πρεπει να ειναι κανεις πολυ επιφυλακτικος και να φιλτραρει με προσοχη τα οσα λεγονται γιατι ποτε
κανεις δεν ξερει ποιος πικραμενος,αγαπουλης,ανταγωνιστης νταβατζης,.. μπορει να κρυβεται ιδιαιτερα πισω απο κακες κριτικες.

ε) Αγαπούλης που κάνει πανηγυρισμό και υπονόμευση.

i. Θελω να γινω «αγαπουλης» της Ζετας, να γραφω κριτικες για αυτην και να πεφτει κραξιμο!!!

ii. απο που να αρχισω;;;
που δεν εχω γαμησει την τζέσικα;;;
που θα μου φαει αλλα 30 αειγαμησουποντ μεχρι να την γαμησω;;;
που δεν θα την γαμησω ποτε γιατι ειμαι αγαπουλης;;;
(σ.ς.: agapulius autoklapsomounius)

iii. Εμενα με εκφραζει το «οχι μονο δεν μου κανουν εκπτωση, αλλα δινω και 20 ευρω τιπ επειδη ειμαι αγαπουλης».

στ) Αγαπούλης κλασικός μαλάκας Έλληνας.

Επίσης [ενν. οι Ρώσοι] έχουν την μουνάρα σύντροφό τους γραμμένη στα αρχίδια τους από την πρώτη στιγμή και ποτέ δεν θα υπάρξουν αγαπούληδες όπως εμείς.
δεν εχεις ιδεα τι εστι ρωσος αγαπουλης. απλα ειναι αλλη κατηγορια αγαπουλης. αγαπη που ποναει παϊδια

ζ) Αγαπούλης μουναχο φαγάς.

Υπεργαλαξιακα βυζομπαλα Ποιος αγαπουλης σπονσορας μας τα στερει;;; ...

η) Στρηπτιτζόφιλος.

Οσον αφορα περι Στριπ Κλαμπ ,φαινεται πως εισαι αμετανοητος αγαπουλης .Ψαχνεις και συ για...Αγαπη(!) στο στριπ κλαμπ !
Το θεμα ειναι οτι οι τυποι σαν και σενα χαλανε την πιατσα.Κακομαθαινουν τις στριπτηζουδες ,που θεωρουν τους ελληνες θυματα.Κανονικα θα πρεπει να απαγορευεται οι τυποι σαν εσενα ,οι αγαπουληδες ,να μπαινουν στα στριπ κλαμπ.

"γεια σας, αγαπούλεεεες...Προσέχτε για θα σας ράψω κουστούμιαα..." (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/12/10)"γεια σας, αγαπούλεεεες...Προσέχτε για θα σας ράψω κουστούμιαα..." (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/12/10)Οι αγαπούληδες θάλλουν μεταξύ του συμπαθούς σιναφιού των ηλεκτρολόγων. (από Khan, 05/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο: για σένα θα φάω ένα ταψί μπακλαβά.

- Σ' αγαπώ
- Νταξ, θα φάω ένα ταψί μπακλαβά!

(από GATZMAN, 20/02/11)Με ρωτάς εγώ για σένα τι θα έκανα. (από Galadriel, 20/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση προερχόμενη εκ του Pop/R&B ακούσματος «Αν μου φτάναν τα λεφτά» του Stan (Στράτου Αντιπαριώτη).

Η ιστορία έχει ως εξής:
- Νεαρός κοζάρει ξανθό νέτο στη σχολή.
- Νέτο κολλημένο με γκόμενο, ο νεαρός έχει φάει φλας με την πάρτη της. Πιστεύει ότι το να ρίξει τέτοιο θεόμουνο έχει τις ίδιες πιθανότητες με το να του κάτσει το Λόττο.
- Νέτο βλέπει τον γκόμενό της να φασώνεται με άλλη, τον παρατάει κι αρχίζει να τρέχει.
- Ο νεαρός ξαφνικά πέφτει πάνω στο νέτο, αυτή του χαμογελάει και το όνειρό του γίνεται πραγματικότητα.

Η φράση χρησιμοποιείται για περιπτώσεις γκόμενας η οποία αποτελεί υπόδειγμα τέλειας γυναίκας, σε εμφάνιση, σε χαμόγελο, σε χαρακτήρα και γενικά ακριβώς σε ότι γουστάρει ο ενδιαφερόμενος. Απλά όπως συμβαίνει πάντα, έχει γαμηθεί ο Δίας και έχει προλάβει άλλος πριν από εμάς. Γι' αυτό και το να σου κάτσει τέτοια γκόμενα και να την πετύχεις σε ελεύθερη φάση, είναι πιο δύσκολο κι απ' το να σου κάτσει το Λόττο.

- Αυτή η Μαίρη που κάθεται πίσω γαλαρία τι λέει; Απίστευτος μούναρος και δείχνει πολύ καλό κορίτσι, ε;
- Είναι δεύτερο εξάμηνο και...μη χαίρεσαι. Έχει γκόμενο απ' το Λύκειο.
- Όχι ρε φίλε, ε αυτές άμα τις βρεις πρέπει να τις γαμάς από μικρές. Μακάρι να 'χα βρει το Λόττο.

(από HardcoreGR, 07/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... ή όπου γης και πατρίς.

  1. Η κλασική αυτή φράση, όταν επέχει θέση κατηγορουμένου, χρησιμοποιείται για να δηλώσει οπορτουνισμό και / ή τυχοδιωκτισμό. ανάλογα με το άτομο, τον χρόνο και την περίσταση.
    Τουτέστιν, όταν κάποιος είναι όπου γης και πατρίς, δεν έχει σταθερές απόψεις και πεποιθήσεις, πέραν ίσως του εγώ και η πάρτη μου, αλλά συμπορεύεται με το κυρίαρχο ρεύμα, την τρέχουσα μόδα και αντίληψη, κι απλά εκμεταλλεύεται τις καταστάσεις προς ίδιον όφελος. Αν έτσι επιτάσσει η ανάγκη, την μία μέρα Αναΐς, την άλλη Παναής κι άμα αλλάξει το κλίμα πάνω απ' όλα η σωτηρία της πατρίδος ή η πάλη για τον σοσιαλισμό.
    Εναλλακτικά, ο όπου γης και πατρίς ενδέχεται να είναι ένας άνθρωπος του πλήθους με την κατά Πόε έννοια, που απλά αισθάνεται ότι πρέπει οπωσδήποτε να ανήκει κάπου, να μην είναι ξεκρέμαστος γιατί ο κόσμος είναι κακός και ψιθυρίζει, αλλά που κουράγιο και χρόνος τώρα να κάνει κάτι μόνος του, δύσκολα τα πράγματα και τι να κάνεις, οπότε πας με τα νερά της γκόμενας / του γκόμενου / της παρέας / του συνδέσμου κι έχεις το κεφάλι σου ήσυχο...

  2. Η ίδια φράση, με την ίδια γραμματική χρήση, χρησιμοποιείται επίσης προκειμένου να δηλώσει ότι κάποιος / κάποια είναι άστατη στις προσωπικές της σχέσεις. Η χρήση αυτή, ωστόσο, αφορά περισσότερο ελεύθερους, -ες, παρά ξενοπηδίκουλες. Συνώνυμο: Όπου φυσάει ο άνεμος.

  1. Οι απόψεις του ΛΑ.Ο.Σ είναι «όπου γης και πατρίς».Δηλαδή όπου υπάρχουν ψήφοι. (Από εδώ)

  2. Κι εγώ δεν χωνεύω ούτε χώνεψα κανέναν από την αρχή γκαστρούλα μου, γιατί εκεί είναι όλοι 45-50άρηδες που βαριόυνται την ζωή τους και πήγαμε 2 κοπέλες οπου η μία(η κοντή που λέω...σόρυ, αλλά το παιζει τόσο και είναι σαν ξόανο...και λίγα την λέω) είναι όπου γης και πατρις(και της ψάχνουν γαμπρό(μη χσ!!!) και από την άλλη εγώ, σχεδόν νιόπαντρη, πιο σοβαρή, πιο bitch(κατα την γνωμη τους...που ματαξαναλέω χέστηκ@) και μετά από 4 χρόνια κάνω και τον μπέμπη μου...εμ είχα μια πρόοδο στην ζωή μου ΧΙ και τους πείραξε.... (από εκεί)

  3. «Είμαι όπου γης και πατρίς. Ανάλογα με τη σύνθεση της παρέας προσαρμόζομαι, αλλά αποφεύγω τα ντάπα- ντούπα, τα έχω βαρεθεί πια», δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του. (Από επαέ)

  4. Τα παράνομα ραντεβού κλείνονταν σε γνωστό ξενοδοχείο. Πρέπει να τονίσουμε ότι αυτό το «παράνομα» δεν ισχύει στην κυριολεξία. Ουδείς από τους δυο ήταν παντρεμένος. Εκείνη είχε βέβαια κάποια σχέση, αλλά δεν ήταν δεσμευμένη και έτσι αμαρτίαν σοβαρή ουκ είχε. Εκείνος από την άλλη ήταν όπου γης και πατρίς. Αλλαζε, δηλαδή, τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα. (Από πιο' κει)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχηματίζεται κατά το νυφοπάζαρο και μπορεί να δηλώσει πολλές περιπτώσεις όπου εκτίθενται γαμπροί για σχέση, όπως λ.χ. μέρη με ψωλαρίες, όπου συχνάζουν γαμπροί και κλαρινογαμπροί, καθώς λ.χ. οι παραλίες των πόλεων, διαδικτυακά σάιτ γνωριμιών, εκπομπές τ. «Χρυσό Κουφέτο», μέρη όπου υπάρχουν πολύ περισσότεροι άντρες από ό,τι γυναίκες τ. χιονάτη κ.ά.

1. Γαμπροπαζαρο μαλλον πρεπει να το πεις…..:P Δεν το λεω γι’αυτο….το λεω γιατι ειναι ολα τα καλα παιδια μαζεμενα και δε θα ξερεις με ποιον να πρωτοκανεις παρεα….:p

2. Και απο την αλλη σε νυφοπαζαρο ειμαστε η Γαμπροπαζαρο απο την αλλη το να εχω 6-7-8 επιλογες ειναι απολυτα φυσιολογικον.

3. Να ερθετε ολοι χτενισμενοι και με κουστουμια!Θα εχουμε γαμπροπαζαρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν προσπαθείς να βγάλεις φτηνά μια επέτειο με φτηνά δώρα, ή όταν γιορτάζεις την επέτειο από όταν άρχισες να είσαι φακ-μπάντι με κάποιον.

  1. Καλά τι γύφτος! Της πήρε δώρο για την επέτειο σχέσης ένα βιβλίο και αυτό της το ζήτησε για να το διαβάσει ο ίδιος. Ξεπέτειο πήγε να το κάνει.

  2. Σήμερα δεν μπορώ να βγούμε, έχω ξεπέτειο με την Άννα και θα την γιορτάσουμε σπιτικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πολιτική σλανγκ επιρροή είναι ο άνθρωπος που ακολουθεί και επηρεάζεται από μία πολιτική οργάνωση χωρίς να είναι ενταγμένος σε αυτή. Για να χαρακτηριστεί κάποιος επιρροή μιας οργάνωσης δεν αρκεί απλά να τη συμπαθεί (συμπαθών) αλλά απαιτείται και ένας βαθμός σταθερής παρουσίας σε κινητοποιήσεις της. Πρέπει να σημειωθεί ότι η λέξη χρησιμοποιείται και για να δηλώσει πολιτικό επηρεασμό και από συγκεκριμένο άτομο, όχι απαραίτητα δηλαδή οργάνωση.

1) Αύριο έχουμε πορεία, να βρούμε από σήμερα όλες τις επιρροές μας!
2) Στο πανεπιστήμιο ήμουν επιρροή της ΠΑΣΠ. Τώρα σύριζα χαλαρά!
3) Μεγάλη μορφή ο Μήτσος, πρέπει να έχει πάνω από πενήντα επιρροές ο θεούλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή λέγεται όταν εμπλεκόμενοι σε ένα συμβάν (συνήθως δύο), αποποιούνται κάθε ευθύνης για τη συμμετοχή τους ή ακόμα και για τη γνώση της ύπαρξης του ίδιου του συμβάντος . Προσποιούνται μάλιστα και τη χαλαρή ή ανύπαρκτη σχέση (φιλική, επαγγελματική) μεταξύ τους, ενώ μπορεί να είναι και πολύ στενή, προς αποφυγή μπελάδων. Συχνά ο ένας από τους δυο είναι η κότα (και ο πιο απρόθυμος να συνεργαστεί εξαρχής, όχι τουλάχιστον χωρίς γκρίνια, αλλά μπορεί να είναι και οι δυο φαινομενικά με τον ίδιο βαθμό διάθεσης συμμετοχής και εξίσου θρασύδειλοι, απλά ο ένας λίγο πιο πολύ), και βγάζει την ουρά του απ' έξω με το παραμικρό και ουσιαστικά λέει στο συνένοχό του να τα βγάλει πέρα μόνος του. Ακόμα κι άμα τον κυνηγήσουνε, αφού αυτός έχει σκοπό να τον κρεμάσει, να τον αφήσει εκτεθειμένο στο μέγιστο κίνδυνο χωρίς να τον καλύψει και χωρίς να ρισκάρει γι' αυτόν ούτε για την κοινή τους μεμτή πράξη που επισύρει απρόβλεπτα δυσάρεστες ποινές. (όπως απάτη, συκοφαντία και τέτοιες ωραίες δουλίτσες, με κατάλληξη χρηματικά πρόστιμα, κράτηση ή κανονική φυλάκιση...)

- Πώ, πω, που με μπλέκεις μωρέ, άφησ' με ήσυχο σου λέω... Τις προάλλες, είδες τί κάνανε του Μάκη. Τον επήγαν στην ψειρού και τον εδέρνανε τρία μερόνυχτα! Στο λόγο μου...
- Ο Μάκης ήτονε στόκος, γι' αυτό και τονε πιάσανε... Αφού είχε κείνον το χέστη τον ασπρούλιακα... Μόνο να τους δεις να κυκλοφορούνε είναι για να τους πάνε μέσα, όχι για κλεψιές που πήγανε οι τσίλιες τους περίπατο, που ο χέστης τά'καμε πάνω του κι έφυγε και τον παράτησε σύξυλο!
- Σου το λέω από τώρα να το ξέρεις... Άμα πάει κάτι κι εδώ στραβά, δε σε είδα, δε σε ξέρω, για νά'μαστε ξηγημένοι... Όχι τώρα επειδή μου πατάς τον κάλο και με βρήκες στην ανάγκη και με έμπλεξες στις βρωμοδουλειές σου, να τα φορτωθώ εγώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγάζω (το ψυχολογικόν)

Το ρήμα βγάζω + αντικείμενο (λ.χ. βγάζω θυμό) τείνει να γίνει σλανγκικό ρήμα αναφοράς στην περιγραφή ψυχολογικών νοημάτων. Σήμερα, κατά κόρον βγάζουμε όλο και πιο ψυχολογικά πράματα, όπως:

βγάζω παράπονο, βγάζω πόνο, βγάζω θυμό, βγάζω αυτοπεποίθηση, ακόμα ακόμα: βγάζω ψυχολογία (σε ποδοσφαιρικά συμφραζόμενα σημαίνει επίσης αυτοπεποίθηση), βγάζω ανασφάλεια/ες, βγάζω άγχος, βγάζω (κατά)θλιψη, βγάζω ψυχαναγκασμό, βγάζω εμμονή/ές, βγάζω φοβία/ίες, βγάζω στέρηση και σε πολύ προχωρημένη γιαλομοποίηση, βγάζω ενοχή/ές, βγάζω άμυνα/ες (ο ενικός είναι πιο ψυχανάλα φάση).

Η συγκεκριμένη μορφή με το βγάζω + δεν περιορίζεται στα ψυχολογικά νοήματα, αλλά χρησιμοποιείται γενικά για να περιγράψει ανθρώπινες ποιότητες - ηθικές, αισθητικές κ.λπ. Πιθανόν, άλλωστε, τέτοιες χρήσεις να προηγήθηκαν και να έγιναν η "μήτρα" για τις πιο ψυχολογίστικες. Π.χ. τα βγάζω κακία, βγάζω ζήλεια (περισσότερο με την ηθική έννοια) ή τα βγάζω (μια) αρχοντιά, βγάζω (μια) γυφτιά/βλαχιά/κακομοιριά μοι φαίνονται κάπως πιο παλιά, όπως και ένα σωρό άλλα, ηθικοψυχολογικοαισθητικά: βγάζω εγωισμό, βγάζω σνομπισμό, βγάζω ερωτισμό κ.λπ.

Τώρα πια, όμως, είναι σαφές ότι το μεγαλύτερο μερίδιο στην αυξημένη πίτα χρήσης του βγάζω (με τις πάμπολλες περιφράσεις του βγάζω +, που αν ήμασταν δεξιούρες θα λέγαμε ότι είναι κατάχρηση, ισοπέδωση της γλώσσας κ.λπ.) το έχουν οι ψυχολογικές περιγραφές, οι οποίες ακριβώς συνετέλεσαν στη μεγέθυνσή της.

Όπως ίσως έχετε ήδη παρατηρήσει ή σκεφτεί, υπάρχουν...

2 + 1 βασικές σημασίες του ψυχολογικού βγάζω.

(1) Νιώθω κάτι ή εμφορούμαι από κάτι. Από τις δόκιμες έννοιες που καταγράφει ο Τριαντάφυλλος, το βγάζω εδώ είναι πιο κοντά στην έννοια του εμφανίζω, με την βιολογική έννοια. Στις ψυχολογικές χρήσεις, θα λέγαμε ότι εννοείται: βγάζω προς τα πάνω, στην (ψυχική) επιφάνεια.

H Τασία βγάζει (μια) απελπισία όταν μιλάει για τη δουλειά της! Τη βλέπω να τα παρατάει.

(2) Εκδηλώνω ή αποπνέω κάτι (ηθελημένα ή αθέλητα, συνειδητά ή ασυνείδητα). Αυτό που νιώθω βρωμάει από μακριά, "αναδούδει". Το βγάζω, σημαίνει βγάζω προς τα έξω, στις διαπροσωπικές σχέσεις ώστε οι άλλοι το καταλαβαίνουν.

Βγάζει τόσο θυμό στην αδερφή του, που σε λίγο θα παίζουν ξύλο, αν δεν το κάνουν ήδη!

Αλλά υπάρχει και μια 3η σημασία (που θα χρειαστεί και λίγο περισσότερη γραμματική ανάλυση, βλ. πιο κάτω):

(3) Προκαλώ στον άλλο ψυχολογικά κάτι, και συνήθως αυτό που και ο ίδιος νιώθω. Από τις δόκιμες τριανταφύλλιες χρήσεις, το βγάζω εδώ σημαίνει περισσότερο παράγω, δημιουργώ.

Έβγαλε πολλή ενοχή που δεν πρόσεξαν το παιδί, και τώρα λέει κι αυτός τα ίδια.

Περαιτέρω Σημασιολογική Ανάλυση

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημασία του βγάζω + κάτι ψυχολογικό κυμαίνεται κάθε φορά ανάμεσα στις 3 παραπάνω περιπτώσεις, και να τελειώνουμε. Αλλά δεν. Θα το κουράσουμε περισσότερο. Ουσιαστικά, η γενικευμένη χρήση του βγάζω αφορά σε μια εξίσωση του (1) βγάζω στην επιφάνεια με το (2) εκδηλώνω/αποπνέω/βγάζω στις σχέσεις. Τέτοια πράματα εξισώνονται εύκολα σε μια κοινωνία που το αυτο- και ετεροψυχοψάξιμο θεωρείται δεδομένο, σχεδόν καταναγκαστικό στοιχείο, κοινωνία στην οποία, δηλαδή, οι σχέσεις έχουν ψυχολογιοποιηθεί. Αυτοματισμός-εξίσωση, δηλαδή: Τό νιωσες; -> Τό βγάλες -> το βγάλες στον άλλο -> το βγαλες και από τον άλλο... και λοιπές παραλλαγές.

Το τσιμέντωμα έρχεται με την παραπέρα εξίσωση των (1)-(2), με το (3), δηλαδή με το προκαλώ στον άλλο το συναίσθημά μου. Γιατί, όμως; Νιώθω και βγάζω προς τα έξω δε σημαίνει απαραίτητα και προκαλώ στον άλλο, πέρα από την απαραίτητη για την αλληλοκατανόηση στοιχειώδη ενσυναίσθηση - συμπάθεια, ε; Χμμμ, αυτά λαστ γίαρ. Σήμερα υπάρχει κάτι σαν, ας μοι επιτραπεί, το συναισθηματικό αποτύπωμα - emo(tional) - footprint θα το έλεγα αν ήμουν αγγλοσάξων πουλ μουρ - αλλά δεν είμαι. Γιατί ο σύγχρονος άθρωπας οφείλει να είναι υπεύθυνος, τρόπον τινά, και για το συναίσθημα που συμβάλλει στην κοινωνία, και αν αυτό είναι αρνητικό, είναι και υπόλογος για την επιβάρυνση - των άλλων όλων. Είναι πρωθύστερα όλ' αυτά, ασφάλουσλυ, και προκύπτουν ως εξής: ο άνθρωπος (τείνει προς το να) θεωρείται αποκλειστικά υπεύθυνος για τον εαυτό του, γενικά, φουλστοπ. Τι άλλο μπορούμε να του καταλογίσουμε; Μα και το αρνητικό του συναίσθημα, φυσικά... Άρα, στη βάση του να αναζητούμε τι (μας) βγάζει ο άλλος συναισθηματικά, όλοι βιώνουμε ένα ενσυναισθητικό... αλληλοχώσιμο, έναν τούρμποεκφυλισμό ακριβώς της ενσυναίσθησης ως εκδημοκρατισμού της ψυχολογίας/ψυχολογιοποίησης.

Περαιτέρω γαμοσλανγκοτέτοια (σλανγκογραμματική) Ανάλυση

Οι σημασίες που - σχηματικά πάντα - σημειώσαμε πιο πάνω γίνονται πιο περίπλοκες όταν, όπως πολύ συχνά γίνεται, το βγάζω + κάτι ψυχολογικό συντάσσεται με μια γενική, που είναι μυστήριο τρένο, γιατί εκεί κρύβεται και η ψυχολογιοποίηση του όλου πράματος. Με την ίδια φράση, μπορούμε να λέμε και να εννοούμε διαφορετικά πράματα:

(α) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης με θυμώνει με αυτά που κάνει, ο Γιάννης με κάποιο τρόπο κάνει να βγάζω θυμό από μέσα μου.
(β) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = εγώ προκαλώ στο Γιάννη θυμό με αυτά που του κάνω, εγώ με κάποιο τρόπο κάνω τον Γιάννη να βγάλει θυμό από μέσα του.
(γ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος, ότι έχει μέσα του θυμό, ακόμα κι αν δεν το δείχνει καθόλου ή αν το δείχνει αναιμικά.

Τελικά, έχω την εντύπωση ότι οι παραπάνω σημασίες τείνουν να κυμαίνονται/συμφυρόνται σε ένα ψυχολογίστικο αμάλγαμα όπως το παρακάτω:

(δ) ο Γιάννης μου βγάζει θυμό = ο Γιάννης μου δίνει την εντύπωση ότι είναι θυμωμένος (γ) μαζί μου (β), επειδή με θυμώνει (α) - άρα/επειδή ο ασυνείδητος στόχος του είναι να μου δείξει το θυμό του, ενδεχομένως προκαλώντας θυμό σε μένα παθητικοεπιθετικώ τω τρόπω.

[Και μπορεί ο θυμός να είναι ένα ιδιαίτερο παράδειγμα, αλλά παρόμοιας πολυπλοκοτητας - συχνά ασυνείδητα - ψυχοσημασιολογικά δυναμικά (τ' είπες τώρα!) υπάρχουν και στις άλλες χρήσεις του γενική + βγάζω + κάτι ψυχολογικό.]

Η γενική αυτή συντακτικά είναι έμμεσο αντικείμενο, αλλά με διαφορετικούς τρόπους: στην περίπτωση (α) η γενική δηλώνει τρόπον τινά τον αποδέκτη του συναισθήματος. Στην περίπτωση (β), η γενική δε δηλώνει τον αποδέκτη αλλά εκείνον από τον οποίο το συναίσθημα κατά κάποιο τρόπο αποσπάται. Και η περίπτωση (γ) αυτόν στον οποίο δίνεται η εντύπωση περί του συναισθήματος-άμεσου αντικειμένου.

Είμαστε εδώ, σε αυτό το γκλαμουροκατασκότεινο γραμματικό βασίλειο της μυστικοποίησης των σχέσεων. Τι να πούμε, λοιπόν, για την περίπτωση (δ) της διαπλοκής των σημασιών, η οποία έστω ως σπάνιο νόημα ή ως υποθετική κατασκευή θεωρώ ότι υπερκαθορίζει / διαποτίζει και τις άλλες σημασίες; Γιατί εκείνος που αποκομίζει την εντύπωση περί του συναισθήματος είναι και εκείνος που τρόπον τινά το υποκινεί (αφού το συναίσθημα είναι σχεσιακό πράμα) και το δέχεται. Νομίζω ότι μέσα στην casual πολυσημία της καθομιλουμένης, η γενική από έμμεσο αντικείμενο σταδιακά κινείται σημασιολογικά προς μια από αυτές τις "προαιρετικές" γενικές που δηλώνουν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (σύμφωνα με την Γραμματική Φιλιππάκη-Warburton έτσι σημαίνεται ένα φιλικό ενδιαφέρον, π.χ. τι μου κάνεις κ.λπ.). Θα λέγαμε παραπέρα ότι σχετίζεται σημασιολογικά με αυτό που θα ονομάζαμε γενική του πατροναρίσματος (βλ. κάτι σχετικό στο μη μπερδεύεσαι), η οποία ας πούμε ότι δηλώνει ειρωνικό, διαχειριστικό, ελεγκτικό, ή άσπονδα φιλικό (!) ενδιαφέρον.

Ωστόσο, στην περίπτωσή μας εδώ (μου βγάζει + κάτι (κυρίως) αρνητικό ψυχολογικό) η γενική δεν έχει να κάνει τόσο με άμεσο πατρονάρισμα, αλλά περισσότερο με έμμεσο, υπόρρητο κανονιστικό ψόγο για κάποιον/α που η ψυχολογία του/της μας χαλάει τη "συλλογική" συναισθηματική σούπα. Όταν λες ότι κάτι/κάποιος μου βγάζει ανασφάλεια, θυμό, ενοχή κλπ δε λες ότι απλά σου φαίνεται έτσι, αλλά διατυπώνεις υπόρρητα και μια κρίση ότι αυτό (σου) είναι πρόβλημα. Με άμεσο πατρονάρισμα αυτή η γενική μπορεί να έχει σχέση όπως απαντά στη jargon των ψι επαγγελματιών (βλ. παρακάτω).

Τι σας βγάζει όλο αυτό που γράφω; Εμένα μου κάνει σε θυμό.

Περαιτέρω ψιλο-σκόρπια ανάλυση...

Επαγγελματική jargon
Ξεκινώντας από το προαναφερθέν, πολύ συχνά όταν αλληλοbriefαρονται επαγγελματίες από ψι επαγγέλματα και συναφή, μπορεί να λένε πράγματα όπως:

i. Του έκανα νωρίς την ερμηνεία και μου έβγαλε άμυνες.
ii. Ο πατέρας [ενν.:του περιστατικού] μου βγάζει παράπονο όταν μιλάμε για τη δική του μητέρα.
iii. Σε κάτι τέτοια θα σου βγάλει εκλογίκευση.

Και άλλα τέτοια. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πού ξεκινά και που τελειώνει η μετοχή του πρόσωπου που δηλώνεται με αντωνυμία σε γενική στην ενέργεια που δηλώνεται με το ρήμα. Εδώ είναι πιο ξεκάθαρο το - τεχνικά, βεβαίως (;), νοούμενο - πατρονάρισμα τ. μεταβίβαση - αντιμεταβίβαση κ.τ.ο. Ποιος, όμως, μπορεί να πει και πού αρχίζει και πού τελειώνει η ψυχολογία και η ψυχολογιοποίηση;

Άλλες μορφές

I. μου βγαίνει/δε μου βγαίνει: εδώ δεν έχουμε το βγάζω αλλά το αμετάβατο βγαίνω, υποκείμενο του οποίου ήταν κάποτε συνήθως κάποιος "λόγος-λόγια" που εδυνάμεθα ή όχι να ξεστομίσουμε, αλλά τώρα είμαστε ένα κλικ πριν από αυτό, μας βγαίνει ή δε μας βγαίνει το συναίσθημα που σε δεύτερο χρόνο θα μας επιτρέψει να πούμε ή να κάνουμε κάτι. Είναι η πιο συναισθηματική εκδοχή του μού' ρχεται/δε μού' ρχεται.

i. Θέλω να του πω ότι τον αγαπώ αλλά δε μου βγαίνει.
ii. Μου βγαίνει να του πω ότι είναι καριολόπουστας

II. Μου βγαίνει σε...: και πάλι μία χρήση του βγαίνω, με σλανγκικό ενδιαφέρον, και πιο όψιμη, είναι όταν ένα εσωτερικό, μύχιο συναίσθημα, εκδηλώνεται ως κάτι άλλο.

Δε θέλω να μου βγαίνει σε ανασφάλεια το σαλτάρισμα. Και δεν ειναι δικαιολογία το ότι κόλλησα. πηγή

III. Βγάζω συναίσθημα... Ιδιαίτερη φράση είναι όταν κάποιος βγάζει συναίσθημα σε κάτι που κάνει, π.χ. όταν τραγουδάει, όταν μιλάει δημοσίως, ή και σε μια κοινωνική σχέση ή και απλή αλληλεπίδραση. Αυτό που προφανώς εννοείται είναι ότι το συναίσθημα - asset ή liability - μπορεί και να μην υπάρχει, έχει, δηλαδή, νοηθεί ως κάτι εντελώς διακριτό που μπορεί κάλλιστα και να λείπει εντελώς τελείως από αυτά που βιώνουμε ή κάνουμε.

Όταν η Ροκ σου βγάζει συναίσθημα τότε ακούς της Χρύσα και τα "Μουσικά Ταξίδια στον χρόνο". πηγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χορηγός συνήθως λέγεται ο τύπος που μπορεί να έχει γυναικεία συντροφιά μόνο αν της τα ακουμπάει χοντρά.

Κοίτα τι γκόμενα κυκλοφορεί ο χαλιαμούτρας. Μάλλον για χορηγό τον κόβω.

Πρβλ. και χορηγία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified