Αναφέρεται σε βραχύσωμο - συνήθως - θηλυκό με φλογερή ματιά και σπάνιο ταμπεραμέντο. Υποδηλώνει πόθο και/ή λαγνεία προς το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Πιθανολογείται πως προέρχεται από το καύλα και την κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών -όνι που προσδίδει τσαχπινιά αλλά και μεγαλείο (από το ιταλικό υπερθετικό πληθυντικού -oni).

Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία πρόκειται για πάντρεμα του όρου καύλα με το αηδόνι.

  1. Καυλιδόνι είναι το μικρό και χαίρεσαι να είσαι μέσα του.

  2. Άσε το Σάββατο γνώρισα ένα καυλιδόνι...

Αρχαίο καυλιδόνι (από Vrastaman, 15/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεσβία. Η ομοφυλόφιλος γυναίκα. Η γυναίκα που η σεξουαλική της προτίμηση είναι του ιδίου φύλου

Γνωστή και ως λεσβόνι.

- Ρε συ η Μαρία και η Εύα είναι λεσβιόνια, το ήξερες;
- Αλήθεια; Τα έχουνε;
- Ναι ρε, μένουνε μαζί!

(από xalikoutis, 20/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πάσης φύσεως αυτοκίνητα με την χαρακτηριστική γαλανόλευκη έλικα στο καπώ.

Είναι η κατάλληλη βάση για κάθε είδους μοντίφες-βελτιώσεις, με απώτερο σκοπό την αύξηση της ονομαστικής εργοστασιακής ιπποδύναμης.

Επειδή δε η εμφάνιση παίζει τρομακτικό ρόλο στην άσφαλτο, οι βελτιώσεις δεν περιορίζονται μόνο στα μηχανικά μέρη, αλλά και στα εξωτερικά καταλήγοντας στο απόλυτο μπεμπόνι.

-Το ποιο σημαντικό ερώτημα που τέθηκε μεγάλε στον κόσμο, ξέρεις ποιο είναι;
-Ποιο ρε τρισμέγιστε;
-Μπεμπόνι ή χρεπόνι; Ιδού η απορία...
-Τι είπε ο μεγάλος... Έγραψες!

(από northwind, 11/08/09)

Σχετικά: μπέμπα, εργαλείο, μπεμβεδοσουσού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλοαμερικάνικο bitch.

  1. Σκύλα, κακότροπη γκόμενα, που όλα κι όλοι της φταίνε, η μουρμούρα της σπάει αρχίδια, μιλάει σα λιμενεργάτης/νταλικιέρης/συφιλιασμένο παλιοφάνταρο αλλά τη γλιτώνει μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα.

Συνήθως είναι μουνάρα αλλά αν και νομίζει ή το παίζει ότι έχει αρχίδια στην πραγματικότητα είναι αρχίδι (νταξ, ο όρος καταχρηστικώς).

Δίπλα της άντρας σωστός δεν στέκεται πάνω από καμιά εκατοστή λέξεις αλλά η ίδια είναι φλωρομουνοπαγίδα.

Τέτοια συμπεριφορά έχουν συχνά γυναίκες στην εμμηνόπαυση που κατέχουν κάποιο πόστο.

  1. Ο παθητικός πούστης.
  1. - Ποιο μπιτσόνι ακούγεται σε δυο ορόφους;
    - Η καινούργια προϊσταμένη.
    - Ο μούνος με τα Πράντα που σε γκάζωσε χθες;
    - Έρχεται κι η σειρά σου.

  2. - Τι παίζει με το καινούργιο φρούτο απέναντι;
    - Το μπιτσόνι του τραγόπαπα της ενορίας.
    - Άλα! επιτυχίες ο παπα-Μπάμπης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιπόνι είναι η κοπέλα που της αρέσει να κάνει πίπες όταν βρεθεί με αρσενικό.

Νέστορα, χτες το βράδυ η τύπισσα που μιλούσες είναι μεγάλο πιπόνι φίλε, από εμπειρία μου...

Το βαρύ πιπόνι (από Vrastaman, 14/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού όρου celebrity, που σημαίνει διασημότητα, (στα αγγλικά λέγεται και celeb).

- Πού θα πάμε για μπάνιο γιατρέ μου;
- Πάμε στην Ψαρού να δούμε και κανένα σελεμπριτόνι;

(από Khan, 26/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την σύνθετη λέξη «μοτοσυκλετόνι». Το λετόνι είναι ο πίσω σε μια μηχανή, αλλά όχι ο οποιοσδήποτε πίσω...

Έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Κοιτάει δεξιά-αριστερά για να κόψει κίνηση και να δώσει το «παρών», βρίζει τους άλλους οδηγούς που ή κάνανε καμιά μαλακία ή απλά κάνανε το λάθος να βρίσκονται γύρω από τη μηχανή και του σπάνε τα νεύρα. Επίσης όταν δει κανα καλό μουνάκι αρχίζει τα κοπλιμέντα του τύπου «πού 'σαι μωρή καύλα;» ή «τί πάτος είσαι συ μωρό μου» και άλλα τέτοια ωραία. Όταν γίνεται ο απαραίτητος γύρος της πλατείας με καμιά σούζα ή καμιά ξερογκαζιά, φωνάζει σαν τραγί, έτσι για την φάση... Αλλά έχει και άλλα: όταν κατέβει από τη μηχανή θα κρατάει αυτός, περήφανος, το κράνος του οδηγού και θα εισέλθει στη lounge καφετέρια είτε περιχαρής είτε σκληροτράχηλος...

Ο ίδιος δεν έχει μηχανή, θα ήθελε πάαααααρα πολύ όμως, και ξέρει τα πάντα για όλα τα δίκυκλα. Οι κουβέντες του περιορίζονται σε μηχανές και γκόμενες. Τα χαρακτηριστικά του είναι ο φράχτης μαλλί και τα tribal (υπάρχουν ακόμα τέτοιοι τύποι....).

Συμπερασματικά, αφού το λετόνι είναι ο πίσω, ο μοτοσυκ είναι ο οδηγός...

  1. - Είδες ρε φίλε τον Τάκη; Κρατάει κράνος. Πότε πήρε μηχανή;
    - Δεν πήρε ρε, λετόνι είναι... το κράνος του Μπάμπη του σούζα είναι.

  2. - Και κει που κάνανε σούζα δικάβαλο μπροστά από μια γκόμενα, το λετόνι έσκασε κάτω σαν κουράδι... Πολύ γέλιο σου λέω...
    - Χαχαχαχαχαχα.... ε τους γελοίους.....

Λετόνια με λετόνια (από Khan, 29/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά ο ράπερ. Από το Αγγλικό rapper = ο μουσικός της μουσικής rap.

Ραπερόνια σαν εμένα δε μασάνε ρε! Εγώ κάτι Νίβο και κάτι Τους τούς τρώω για πρωινό! Τύφλα νά' χει ο Έμινεμ!

Α α αρχίδια (από Khan, 24/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συστηματικός χρήστης ηρωίνης (πρέζας). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, για να δηλώσει πολύ δυνατή εξάρτηση σε κάτι.

  1. (με κάφρικο ύφος)
    - Ρε συ πάμε μετά μια βόλτα Ομόνοια να χαζέψουμε τα πρεζόνια;

  2. - Καλά ο ξάδερφός μου ακόμα να κόψει το WoW. Αυτό το παιχνίδι τον έχει κάνει πραγματικά πρεζόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τη στρατιωτική ορολογία, ο φαντάρος θαλαμάρχης. Επειδή αυτός είναι υπεύθυνος για την καθαριότητα και την τάξη στο θάλαμο ή είναι αυτός που στρώνει (που + στρώνει) τα κρεβάτια για να μην φάει καμπάνα, ή ένα πουστρόνι που χώνει άλλους να το κάνουν!!!

- Άσε, με κάνανε πουστρόνι στο λόχο και πρέπει να τον έχω προβλεπέ! Αλλιώς την πούτσισα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified