Selected tags

Further tags

Κατά το «Ελλαδιστάν», χρησιμοποιείται για να περιγράψει την Ελλάδα ως τριτοκοσμική χώρα που κυβερνιέται από τη μαφία του επιχειρηματία (και προέδρου του Ολυμπιακού) Σωκράτη Κόκκαλη. Και δεν έχουν και άδικο δηλαδή, αφού ο Σωκράτης διαθέτοντας επιχειρήσεις κάθε είδους (τηλεπικοινωνίες, τυχερά παιχνίδια, Μ.Μ.Ε., ποδοσφαιρική ομάδα και δεν συμμαζεύεται) έχει καταφέρει να γίνει αμύθητα πλούσιος με διάφορες μεθόδους, ανάμεσα στις οποίες η μίζα και η κομπίνα φιγουράρουν στην πρώτη θέση.

Η λέξη Κοκκαλιστάν χρησιμοποιείται κατεξοχήν στον χώρο του ποδοσφαίρου από τους μη γαύρους οπαδούς. Βέβαια το παράπονό τους περιορίζεται στο ότι η ομάδα τους δεν παίρνει πρωτάθλημα εξαιτίας της μαφίας του Κόκκαλη, κατά τ' άλλα όμως το ότι αυτός κατακλέβει το δημόσιο ταμείο κάνοντάς τα πλακάκια με τους πολιτικούς, λίγο τους ενδιαφέρει. Άλλωστε η πλειοψηφία του κόσμου τελικά όταν λέει «αγοράζω εφημερίδα» εννοεί «αγοράζω αθλητική εφημερίδα». Τι να περιμένει κανείς...

Σχετικά: Λαμπρακιστάν, Βαρδινογιαννιστάν, Αγγελοπουλιστάν.

  1. (Από εδώ)
    «Πού εργάζονται τώρα οι δύο καλοί δημοσιογράφοι; Η αποπομπή τους επιβεβαιώνει ότι στο Λαμπρακιστάν-Κοκκαλιστάν οι αντιφρονούντες “εξοντώνονται” ποικιλοτρόπως.»

  2. (Από σχόλιο για την κατασκευή του γηπέδου του Παναθηναϊκού στον Βοτανικό)
    «Η χώρα προοδεύει και εισέρχεται σε νέα περίοδο: από το Κ (Κοσκωτιστάν & Κοκκαλιστάν) ανεβαίνουμε στο επίπεδο Β (Βγεναυνανιστάν & Βωβολαντ).

Και εις ανώτερα!»

  1. (από εδώ)
    «Ανάλογη «σκηνή» και λίγα λεπτά μετά όταν ο Θανάσης Γιαννακόπουλος έφτασε στο γήπεδο και μετά τις δηλώσεις του στα ΜΜΕ, και κατευθυνόμενος να μπει στην αίθουσα, ακούστηκε πάλι η ίδια φωνή να λέει: «Σταματήστε το Κοκκαλιστάν. Για δέκα χρόνια δεν πρόκειται να πάρουμε πρωτάθλημα. Πάρτε πρωτοβουλίας και μπείτε στην ΠΑΕ».»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε αναφορά προς την Μεσσηνjία, είναι τα τρία κακά του κόσμου, δηλαδή: Μαφία, Μασονjία, Μεσσηνjία. Η έκφραση περιγράφει την συνήθεια των Μεσσηνjίων για μεσσηνjιακό παραγοντιλjίκι και lobbying.

- Καλά πώς πήρε το τριχίλιαρο χωρίς νά 'χει καεί το χωράφι του; - 3Μ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιζών ελληνικό λεξικό: (Από το Inbox του ταχυδρομείου μου και την επικαιρότητα)

Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της Siemens. Π.χ. Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.

Mιζοκακόμοιρος (ο): πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες, αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει για την αθωότητά του. Π.χ. Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τ. βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του, λέει ο μιζοκακόμοιρος.

Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν. Π.χ. Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα. Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.

Μιζεκλίκι (το): πρόγευση /μικρή προκαταβολή μίζας. Π.χ. Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.

Mιζονέτα (η): πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. Π.χ. Είδες την μιζονέτα του Aκη στο Πανόραμα; Έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.

Μιζανπλί (το): προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. Π.χ. Βλέπεις την κοτρόνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι.

Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ. Και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. Π.χ. Γαμώ την ατυχία μου. Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;

Μιζολαβητής (ο): παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ, προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. Π.χ. Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα τη γλιτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.

Μιζάνοιχτος (ο): πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. Π.χ. Εκλογές έρχονται. Τα έξοδα πολλά. Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους χορηγούς.

Απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Το ρήμα 'απομυζώ' που σημαίνει 'αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα, μετατρέπεται σε 'απομιζώ' όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. Π.χ. Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του.

τα παραδείγματα παραπάνω:)

(από Galadriel, 10/04/09)(από Khan, 12/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος παραπέμπει σε μια απ' τις τελευταίες πρωτόγονες φυλές του πλανήτη, τη φυλή των Μασάϊ (Δες εδώ αλλά και εδώ), φυλή που κατοικοεδρεύει σε περιοχές της Κένυας και της Τανζανίας.

Τι όμως θέλει να πει ο Σικελιανός εδώ;

Ο όρος προκύπτει εκ του όρου «Φυλή των Μασάϊ» και εκ της λέξης μασάει και στη συγκεκριμένη περίπτωση συνδέεται με συνδηλώσεις αγριότητας (εκ της φυλής Μασάϊ) και με μάσα. Συνδέεται δηλαδή με άγρια μάσα.

Οταν εδώ μιλάμε για φυλή των Μασάει αναφερόμαστε σε:

1) διαπλεκόμενα ντόπια & ξένα λαμόγια, σε μιζαδόρους (Δες κι εδώ αλλά κι εδώ), κλπ. που μασάνε αγρίως χρήμα με ουρά, χρήμα που θα μπορούσε να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής, της φυλής των Αφελίμ.

Πολλές φορές δε, κάποιοι της φυλής των Αφελίμ, γίνονται Μασάει με στόχο το εύκολο κέρδος. Θυμόμαστε σχετικά τον Αλεξαντράκη στο ρόλο του προλεφτάριου στο «Ξύπνα Βασίλη» και τον Κούρκουλο, που περιστασιακά έπαιξε αυτό το ρόλο, στο «Ορατότης μηδέν».

Σχετικά λήμματα: νόμος είναι το δίκιο του Σωκράτη, βιοπαλαιστής, στη μάσα ενωμένοι στον αγώνα χωριστά, δημοσιοκάφρος, παραθυρομουρμούρα.
Στα συγκεκριμένα λήμματα εικονίζονται διάφοροι φύλαρχοι.

2) Σε φαγοπότες που μασώντας αγρίως, χτίζουν ακάματα κοιλιακούς και σαγωνιαίους, ρίχνοντας τις μάσες της αρκούδας σε φεστιβάλ χοληστερίνης.

Σχετικό άσμα: Μασάϊ (Ερμηνεία: Ελλη Κοκκίνου, Συνθέτης/Στιχουργός:Φοίβος)

  1. - Αμάν πια! Εχουμε πλαντάξει με τη φυλή των Μασάει. Αντί την οικονομική στύση να την πληρώσουν αυτοί, θα την πληρώσουν οι Αφελίμπάλι.

Στο συγκεκριμένο λίνκ υπάρχει απόσπασμα σχετικό με τη Φυλή Μασάει αυτής της έννοιας.

  1. Σάββατο, αργά το απόγευμα. Ενας ιδιοκτήτης εστιατορίου απευθύνεται στον σέφ, λίγο πριν την επέλαση των πελατών (σαββατοπαρέες, κλπ)
    - Είμαστε έτοιμοι να καλύψουμε τις μασητικές ανάγκες της βραδιάς; Αντε γιατί από στιγμή σε στιγμή, προβλέπεται να καταφτάσει η άγρια φυλή των Μασάει. Δε θα μείνει κολυμβηθρόξυλο πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω αποτελεί μία προσπάθεια διευκόλυνσης των συμπατριωτών μας στην συνεχή και ακατάπαυστη ενασχόλησή τους με το εθνικό μας σπορ και -όχι- δεν εννοώ τη μαλακία. Αυτή έχει περάσει στη δεύτερη θέση (την κρίση μου μέσα) και στην πρώτη είναι βέβαια η μίζα, η επονομαζόμενη προσφάτως και Miesens.

Το λεξικό που ακολουθεί είναι μία προφανώς μη εξαντλητική λίστα σχετικών με τη μίζα όρων. Ο λόγος που η λίστα δεν είναι πλήρης είναι διότι τίποτε στη ζωή αυτή δεν είναι τζαμπαντάν. Αν βγάλω κι εγώ κάτι για τον κόπο μου, ίσως, λέω ΙΣΩΣ, μπορέσω να βρω και τα υπόλοιπα λήμματα - για τους ορισμούς δεν μπορώ να υποσχεθώ;)

  • μιζοσκόταδο, το: προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της siemens. (Παρ. 1)
  • μιζοκακόμοιρος, ο: πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες , αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει σχετικά με την αθωότητά του. (Παρ. 2)
  • μιζοτιμής: ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους που υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν. (Παρ. 3)
  • μιζεκλίκι, το: πρόγευση / μικρή προκαταβολή μίζας. (Παρ. 4)
  • μιζονέτα, η: πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. (Παρ. 5)
  • μιζανπλί, το: προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. (Παρ. 6)
  • μιζολιθική εποχή, η: χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. (Παρ. 7)
  • μιζολαβητής, ο: παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. (Παρ. 8)
  • μιζάνοιχτος, ο: πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. (Παρ. 9)
  • απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Tο ρήμα που σημαίνει «αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα» μετατρέπεται σε απομιζώ όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. (Παρ. 10)

Πηγή: FAQ και www.mybike.gr

  1. Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.

  2. Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τσουκάτος βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του λέει ο μιζοκακόμοιρος...

  3. Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα... Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.

  4. Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.

  5. Είδες την μιζονέτα του Άκη στο πανόραμα; έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.

  6. Βλέπεις την κοτρώνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι...

  7. Γαμώ την ατυχία μου... Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;

  8. Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα την γλυτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.

  9. Εκλογές έρχονται... Τα έξοδα πολλά... Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους... χορηγούς.

  10. Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο Μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Μασελίνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, το παλιό καλό ΠΑΣΟΚ, χωρίς εκσυγχρονισμούς και άλλους δράκους.

Για την ώρα παράδειγμα δεν υπάρχει. Από του χρόνου πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του άσματος «ηθοποιός σημαίνει φως» του Δημήτρη Χορν, προκειμένου για τους πολιτικούς. Το εκτέλεσε ο Χάρρυ Κλυνν.

-Και τα δύο κόμματα μπλεγμένα στην Miesens!
- Τι το ψάχνεις; Πολιτικός σημαίνει τρως, πού 'λεγε κι ο Χορν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεσπόζουσα λέξη στο λεξιλόγιο της νεοελληνικής. Το υποκοριστικό ενός τόσο συνηθισμένου ουσιαστικού, του φακέλου στον οποίο ταχυδρομούμε επιστολές, είναι συνώνυμο του χρηματισμού στο χώρο της υγείας, του γνωστού «λαδώματος». Υποτίθεται ότι το μπαχτσίσι παραδίδεται μέσα σε ταχυδρομικό φάκελο, εξ ου και «φακελάκι».

Η σχέση του Νεοέλληνα με το φακελάκι είναι ανάλογη με τη σχέση του πρώην Ανατολικογερμανού με τη Στάζι: τουλάχιστον οι μισοί Νεοέλληνες έχουν δώσει φακελάκι σε γιατρό, όπως οι πρώην Ανατολικογερμανοί πληροφορίες στις πάλαι ποτέ κραταιές μυστικές υπηρεσίες της χώρας τους.

Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η αποφυγή του φακελακίου εν Ελλάδι συνεπάγεται κάκιστες υπηρεσίες υγείας προς τον ασθενή.

  1. Απόσπασμα υποθετικής συνέντευξης με γιατρό:
    ΕΡ. Γιατρέ, τώρα με την Αμαλία, έχουν ακουστεί τόσα πολλά για το φακελάκι που παίρνετε εσείς οι γιατροί. Όλος ο κόσμος αναρρωτιέται: γιατί το παίρνετε;
    ΑΠ. Είναι τόσο απλό. Για δύο λόγους παίρνουμε φακελάκι. Πρώτον, επειδή ο μισθός μας στο ΕΣΥ ή τα έσοδα από το ιατρείο μας δεν μας φτάνουν για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια, σε σχέση με το κουραστικό και ψυχοφθόρο επάγγελμα που κάνουμε. Και δεύτερον, είναι θέμα προσφοράς και ζήτησης: δεν θα παίρναμε φακελάκι αν εσείς δεν το δίνατε.

  2. Απόσπασμα σχολίου από blog:
    Το “φακελάκι” και το πολιτικό ρουσφέτι οργιάζουν σε ποσοστό άνω του 80% στα νοσοκομεία της Κρήτης, προκειμένου οι ασθενείς να έχουν άμεση και σωστή εξυπηρέτηση και φροντίδα! Παράλληλα δε, το ίδιο το σύστημα υγείας στο νησί “νοσεί” βαρύτατα από την δραματική έλλειψη προσωπικού και υλικοτεχνικής υποδομής, με συνέπεια την ελλιπή εξυπηρέτηση-νοσηλεία των ασθενών, αλλά και τις πολυήμερες ή πολύμηνες αναμονές τους σε “ουρές ραντεβού” για βασικές εξετάσεις με κίνδυνο τη ζωή τους!

fuck-a-Laki (από allivegp, 30/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα γαμήσια μέσα σε διεφθαρμένη κυβέρνηση, αλά Ζαχόπουλο και καταστάσεις Φάκινγκχαμ.

  2. Το γαμήσι που κάνει η κυβέρνηση στους πολίτες.

-Μιλάμε για μεγάλο κυβερνογαμήσι!
-Αλλά με ποιον; Με τη Νατάσα; Ή με τον Αρούλη;

#2 του ορισμού. "Εκεί το πάει πάντως... Η πλατεία είναι πάντως έτοιμη να ανταποκριθεί" ααχαχαχαχ (από Galadriel, 30/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατέληξε να σημαίνει το λαμόγιο, ύστερα από το έπος της Ζαχοπουλιάδας, που είδαμε όλοι στις οθόνες μας. Εννοείται ο «κομιστής του DVD» με τις ερωτικές περιπτύξεις του Ζαχόπουλου και της Τσέκου, που ψιλομάθαμε ποιος ήταν, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να συνεχίζει να βγάζει χοντρά λεφτά, με καλό χιούμορ τουλάχιστον...

- Καλύτερα να με πουν κυρία Υπουργού, παρά κυρία κομιστού.

(Η Μάρω Ζαχαρέα σε διένεξή της με τον Θέμο Αναστασιάδη).

- Πάντως είσαι μεγάλος κομιστής, μα τον Χριστόφορο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified