Απηχεί το κάπως μπρουτάλ: «η ζωή είναι ένα αγγούρι που άλλοι το τρώνε και δροσίζονται κι άλλοι το τρώνε και ζορίζονται» όπου το γνωστό λαχανικό εννοείται τόσο με την κυριολεκτική, όσο και με την κατά linc751979 σλανγκική του έννοια, του υπερμεγέθους πούτσου, που εξηγεί την καταγεγραμμένη από Τριαντάφυλλο και Μπάμπη σημασία του (της δυσκολίας, της δυσχέρειας) που έκαναν πως δεν καταλαβαίνουν.

Περιγράφει μια παγκόσμια κοινωνική σταθερά που πρέπει να αλλάξει, μια κι όσοι ανήκουν στο δεύτερο σκέλος διαρκώς πληθαίνουν, παρ’ όλα όσα ευαγγελίζονται οι διάφοροι –ισμοί απανταχού στον πλανήτη.

Ακούγεται και μόνο του το δεύτερο σκέλος, υπονοώντας τα πάντα υπόλοιπα.

Η φράση είναι γνωστή στο σάιτ αφού εμφανίζεται σε σχόλια των electron εδώ κι εδώ, του GATZMAN και του ο αυτοκτονημένος, που την ανέφεραν σαν μήτρα των παρόμοιων στο νόημα:
«Άλλοι αγκομαχάνε κι άλλοι καυλομαχάνε» του Vrastaman και

«Άλλοι λιάζονται κι άλλοι ξεκωλιάζονται» του Titanomikroulis, αντίστοιχα.

Παρεμπιπτόντως, το επίσης εννοιολογικά παρόμοιο -ασφαλώς μη σλανγκικό: «Άλλοι πετούν, άλλοι πεινούν» έγινε σύνθημα της Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης (ΕΕΠΦ) μιας δράσης της, στο πλαίσιο του Δικτύου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης «Φύση Χωρίς Σκουπίδια», με σκοπό την αλλαγή συμπεριφοράς ως προς την υπερκατανάλωση, τη σπατάλη πόρων και τα διαφορετικά μοντέλα απόρριψης σκουπιδιών μέσα από απλές καθημερινές πρακτικές, φιλικές προς το περιβάλλον.

Ο Βελωνιακός, είναι στην ίδια μοίρα με εμάς φέτος. Μόνο που πήγαινε για ch. l., κύπελλα και μεγαλεία, ενώ εμείς χωρίς προετοιμασία, τώρα προσπαθούμε να φτιάξουμε ομάδα. Στο μεταξύ μας ματς, έφαγε πάντως το αγγούρι του (άλλοι το τρώνε και δροσίζονται, άλλοι το τρώνε και ζορίζονται) και ζορίστηκε.

(από το δίχτυ)

Άντε!! Και καλό καλοκαίρι!! (από sstteffannoss, 21/06/11)(από Khan, 02/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Έρως

Πολύ απλά, πρόκειται για τον ήχο «τάκα-τάκα» που κάνει η καρδιά όταν ο ανθρώπινος οργανισμός αποβλακώνεται από την αιφνίδια, ακούσια και ανορθολογική έκχυση ορμονών και νευροδιαβιβαστών (όπως η οξυτοκίνη, η βασοπρεσίνη και ντοπαμίνη) στη θέα και μόνο μιας θελκτικής και πιπινώδους (ή μιλφικής, ανάλογα με τις προτιμήσεις εκάστου) ύπαρξεως.

Β. Αυνανισμός

Δεδομένου ότι το πολύ το τάκα- τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, ο όρος έχει εφαρμογές και στον εκούσιο ερωτικό αυτοερεθισμό. Δέον να σημειωθεί ότι ο αυνανισμός και τα ολέθρια αποτελέσματά του (τύφλωση, κύφωση, ροπή προς την ΚΝΕ και άλλες επάρατες παθήσεις) απορρίπτεται δε με ζήλο και από την Εκκλησία, εκτός εάν τελείται με την μέθεξη κληρικών.

3. Εκσπερμάτωση σε χρόνο dt

Η χρήση του τάκα-τάκα σαν προσδιοριστικό ταχύτητας προήλθε από το φαινόμενο της πρόωρης εκσπερμάτωσης αλλά μοιραίως παρείσφρησε και στην πραγματική οικονομία (βλ. επιχειρήσεις με ονόματα όπως «τακούνια στο τάκα-τάκα»).

4. Χούντα: Η αρχή του τέλους

Πολλοί σημερινοί σαραντάρηδες θυμούνται νοσταλγικά την μανιώδη αλλά εφήμερη μόδα του τάκα-τάκα. Επρόκειτο για παιγνίδι συνεχούς κρούσης δυο πλαστικών σφαιριδίων που κρεμόσαντε με σχοινάκι από ένα σιδερένιο κρίκο. Ο κτύπος των τάκα-τάκα ήταν διαολεμένα δυνατός. Τα τάκα-τάκα προκάλεσαν τόσο την οργή νομοταγών πολιτών (πού δεν μπορούσαν πλέον να κλείσουν μάτι το μεσημέρι), όσο και τον πανικό γονέων που έβλεπαν τα δαιμονισμένα παιδιά τους να αυτοτραυματίζονται. Το στρατιωτικό καθεστώς αντέδρασε θέτοντας το τάκα-τάκα εκτός νόμου, αναδεικνύοντάς το έτσι σε σύμβολο αντίστασης και Δημοκρατίας.

Τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τα
καρδιά μου πώς χτυπάς
(Γκράν σουξέ εποχής, Τέρης Χρυσός)

Προχθές θυμήθηκα το τάκα-τάκα. Ποιος το θυμάται πια;
Κι όμως αποτέλεσε μαζική υστερία. Τάκα- τάκα όλη η Ελλάδα.
Πόσο κράτησε; Πάντως συμπεριέλαβε ένα καλοκαίρι. Εξαγριωμένοι συνταξιούχοι με τις πιζάμες μας κυνηγούσαν για να κοιμηθούν. Εμείς διακόπταμε μόνο για λίγο. Με το που εξέπνεε το λιοπύρι ξεχυνόμαστε πάλι ακάθεκτοι σαν το διαρκές τζι-τζι- τζι του καλοκαιριού. (από ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε είναι κακής ποιότητος.

Επίσης γνωστή ως έκφραση και ως: «για τον πουτσάκο», «πουτσέ».

  1. Αγόρασα ένα κινέζικο mouse για το pc τελείως πουτσέ!

  2. Μου έφερε μία κολώνια δώρο άθλια! Για τον πουτσάκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιά ιαχή της μαρίδας κατά αγριοπουστάρας στην παλιά Αθήνα.

Βέβαια, η Φτερού κι η Πάολα, που σύχναζαν στο «Καφέ Σπορ» κοντά στην Ομόνοια (όπως κι ο «Σωτηράκης» Μπέλλου), έβαζαν στη θέση τους τυχόν κουραδόμαγκες και τους βλάχους που τις έκραζαν.

Κάποιος θηλυπρεπής ντιστεγκές, καλούμενος από τον Φωτόπουλο να πάρει παραγγελία, αφού τον πέρασε για γκαρσόνι (φορούσε άσπρο κοστούμι με μαύρο παντελόνι), απήντησε με χάρη: Δεν θα μπορέσωωω!

Οι νεοέλληνες (όπως κι οι νεότουρκοι) αυτο-θεωρούνται πολύ άντρηδοι και σκώπτουν ανηλεώς τις αδερφές, αλλά τα φαινόμενα απατούν.

Αποκαλούν με θυμηδία «πούστηδες» τους Εγγλέζους, επειδή οι αδερφές στην Αλβιόνα κυκλοφορούν ελεύθερα, αλλά όλο σ’ αυτούς τρέχουνε για να σπουδάσουνε. Κατά την ίδια λογική, οι Εγγλέζοι θα πρέπει να είναι και ανάπηροι, αφού τα καροτσάκια μηδαμώς εμποδίζονται να κυκλοφορούν ισότιμα.

Καλύτερα να μην κατεβάσουμε κανα σεντόνι, με παράξενες ιστορίες για κωλοχανεία (τουρκ. κιουλ-χανέδες), τα κιοστέκια, τα ιτς ογλάνια, τα τσιμπούκ τσογλάνια των καπετανέων του βουνού (από Αντρούτσο μέχρι Βελουχιώτη), την μύηση στα επαγγελματικά ινσάφια (σινάφια) της καθ’ ημάς Ανατολής, ούτε και στα καφέ-πουστ της Ευρώπης, όπου μόνιμοι θαμώνες ήταν (και είναι) Ρωμηοί, Άραβες και Τούρκοι...

Εξ άλλου, οι εν Ελλάδι τραβεστί ιερόδουλες πολλαπλασιάζονται σήμερα σαν τα μανιτάρια, ενώ ο Άνταμ Σμίθ διετύπωσε την θεωρία προσφοράς – ζήτησης εδώ και τρεις αιώνες...

- Μαλάκες! Πουστράκι!
- Όοοοοοοοοοοααααααααααα! Πνίχτε τον με λουκουμόσκονη!

Ν. Ασιμος - Όλοι Δηλώνετε Ιδιότητα (από johnblack, 11/09/09)ο Ανδρέας, "η Φτερού" (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/07/10)ALOMA (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/07/10)...έγραφε η "Αυριανή" για τον Μάνο Χατζιδάκι (από σφυρίζων, 04/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος.

Και τα δυο καθιερωμένα λεξικά της τρέχουσας καθομιλουμένης καταγράφουν και αυτήν την σημασία της λέξης, πλάι στις άλλες τις κομιλφό – ο πάτος της θάλασσας, οι πάτοι για την πλατυποδία κλπ. Για να την αποδώσουν, χρησιμοποιούν, βέβαια, όρους ουδέτερους ή ευφημιστικούς – π.χ. στον Τριανταφυλλίδη ο πάτος ορίζεται ως ο πρωκτός, ο πισινός και στον Μπαμπινιώτη ως ο πισινός, τα οπίσθια.

Όμως, οι ορισμοί αυτοί δεν πιάνουν τις λεπτές αποχρώσεις της λέξης, τις συνδηλώσεις που εμπεριέχει, ό,τι, δηλαδή, κάνει τον ιθαγενή χρήστη της ελληνικής γλώσσας να ξέρει – έτσι απλά, να ξέρει – πότε πρέπει να πει πάτος και πότε κώλος ή ό,τι άλλο.

Διότι, ασφαλώς, πάτος δεν είναι ο οποιοσδήποτε κώλος. Είναι, συγκεκριμένα:

α. Ο μεγάλος κώλος, που – κακά τα ψέμματα – τον έλληνα τον γκαυλώνει και, μάλιστα, μέχρι σημείου εξαγρίωσης. Απαντάται στις στοκ φράσεις θα σου σκίσω τον πάτο, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου ανοίξω τον πάτο που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την βιαιότητα των προθέσεων του απειλούντος και που, εν δυνάμει, κυριολεκτούν. Άξιον μνείας και το ξεπατώνω, που, γενικά, σημαίνει ξεριζώνω, χαλάω, ρημάζω.

Παρενθετικά, ενδιαφέρον έχει και ότι όπως τον πάτο έτσι και τα βάρδουλα – γνωστά από τις φράσεις θα σου σκίσω τα βάρδουλα και θα σου ξεσκίσω τα κωλοβάρδουλα – τα συναντάμε στην αργκό της υποδηματοποιίας ή τσαγκαρικής, με κοινό σημείο αναφοράς το πετσί, το δέρμα.

Υπερθετικό του πάτου είναι, ως γνωστόν, η πατάρα αλλά και το πιο νεόκοπο πατούρι. Θα έλεγα ότι ενώ η πατάρα (και το πατάρι) τονίζει τον ενθουσιασμό που προκαλεί το θέαμα, ή η ανάμνηση, ενός μεγάλου και γκαβλωτικού κώλου, το πατούρι, κρίνοντας από τις χρήσεις που συναντώ, είναι σαφώς πιο απαξιωτικό – κινείται στο ίδιο κλίμα που περιγράφουν τα λήμματα ξεκωλοπατόμουνο, ξεφτιλίζω τον κώλο και ξεψώλι.

β. Ο ταλαιπωρημένος κώλος. Η σημασία απαντάται κυρίως στην φράση μου έφυγε ο πάτος – ή, μου βγήκε ο πάτος δηλαδή, έχω εξαντληθεί, έχω χτυπήσει μπιέλα. Η χρήση αυτή συνήθως δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα. Η εξάντληση δεν προέρχεται από γαμήσι αλλά από σκληρή δουλειά, περπάτημα κλπ. – είπαμε, ο έλλην το ζόρι το βιώνει στον κώλο του, δες και αυγό στον κώλο, σφίγγουν οι κώλοι, έγινε ο κώλος μου τάληρο, πήρε φωτιά ο κώλος μου, καίγεται ο κώλος μου και άλλα.

γ. Ο τυχερός κώλος. Εκ της λαϊκής δοξασίας ότι την καλή τύχη τελικά την εξηγεί η διεύρυνση της έδρας. Όπως ο πολύ τυχερός άνθρωπος είναι όχι μόνο κωλόφαρδος αλλά και, απλά, κώλος, έτσι και ο ακόμη πιο τυχερός, ο τυχερός μέχρις αγανακτήσεως, είναι πάτος, ή και πατάρα. Και όπως μπορεί κάποιος να ξεκωλωθεί στο ζάρι, ας πούμε, ή στα τρίποντα, κατά μείζονα λόγο μπορεί και να ξεπατωθεί.

Να μην συγχέονται όλα αυτά με τον φέρελπι επιθετικό της Μίλαν Alexandre Rodrigues da Silva, ευρέως γνωστό ως Πάτο.

  1. Ο Κώστας ήρθε από μπροστά και έμπηξε με μεγάλη δύναμη το κοντάρι του μέσα τις λέγοντάς της «Πάρτα μωρή, θα σου τον βγάλω από το στόμα, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου βάλω και τα αρχίδια μου μέσα σου καύλα... Πουτάνα γυναίκα. (Από το τσοντοσάιτ flock.gr εδώ)

  2. Της βάζει μια τρικλοποδιά και την ξαπλώνει κάτω
    κι απ' την πολύ την καύλα του της ξέσκισε τον πάτο.
    Η Αθηνά εσπάραξε σαν κότα σουβλισμένη
    μα όλο και τον έσπρωχνε γοργά να μπαινοβγαίνει.

(Από την μαθητική μπαλάντα 'Ο Τρωικός Πόλεμος')

  1. Της θειας σου ο πάτος, γαρούφαλα γιομάτος!

  2. Νατος νατος ο κώλος της χρονιάς 2006. Naomi, η νέα Λατίνα με την τρελή πατάρα που βάζει γυαλιά σε όλες τις προηγούμενες με τις επιδόσεις της... (Από εδώ, Black Sugar online sex shop)

  3. Η καλύτερη... Βάλερι (της εσκισα το πατούρι... πολύ κλασάτο... αλλά επείδη το ξεπαατώσανε πριν κανά χρόνο δεν κανονίζουν κάτι για Αθήνα ξανά). (από το escortforumgr.com εδώ)

  4. Πονάω!!!! Το κορμάκι μου δεν το νιώθω. Πονά η μέση μου. Την έκατσα. Σήμερα πάλι μου έφυγε ο πάτος (μα καλά πως εκφράζομαι επιστήμονας άνθρωπος… δεν ντρέπομαι). Νομίζω πως χρειάζομαι διακοπές από την προσαρμογή μου από τις διακοπές. (Από εδώ)

  5. Τρίτο 21 στη σειρά!... Μα τι πάτος είσαι συ, αδερφάκι μου...

  6. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να σουτάρετε τρίποντα και να εύχεστε να σας ανοίξει η πατάρα ΜΠΑΣ ΚΑΙ καταλάθως κοντράρετε το μάτς (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερίτσα: η μαγική χώρα τσῆ τρυφῆς, τσῆ ἀκολασίας καὶ τσῆ μαλθακίας.

Βγαίνω στην τρυφερίτσα: πρωτάρχισαν τα όργανα, τα μπαλαμούτια, τα φίκι-φίκι καθώς βγαίνω στο κλαρί ή / και από την ντουλάπα.

Κλασικός γιαγιαδισμός που δίκην τζιλφ διατηρεί την φρεσκαδούρα και την σλανγκενέργειά του.

1.
Στις 6 του Φλεβάρη του 1981, ο Ράλλης εκτός από την καθαρεύουσα κατάργησε την ποδιά από τις μαθήτριες όλων των βαθμίδων και έδωσε δουλειά στην αντιπαράθεση εχόντων και μη εχόντων, αντί της ισότητας που έδινε η ποδιά. Αποτέλεσμα να αναπτυχθεί το μίσος μεταξύ των παιδιών, λόγω αδυναμίας αγοράς των διαφόρων σινιέ που διέθεταν οι πλούσιες. Το επόμενο βήμα ήταν η τρυφερίτσα για να αποκτηθούν τα σινιέ. Ευτυχώς που τα ΜΜΕ δείχνουν την κατάντια των σημερινών παιδιών ακόμα και μέσα στα σχολεία.

2.
Κάθε χρόνο το Athens Pride (και πλέον το ακόμα πιο πολωτικό Thessaloniki Pride) βγάζει στην τρυφερίτσα όλες τις τρελές: τις θεούσες, τους παπάδες, τους φασίστες, τους δήθεν φιλελεύθερους «με gay φίλους».

3.
Ας μη βγουμε λοιπον στη τρυφεριτσα (κι αλλο μπλαβο στους κοκκινους) και... παθητικη αντισταση! Γιατι, μαγκες, η επανασταση οταν ειναι βασιμη και μαζικη, εχει... το εμπριμέ της!!

Got a better definition? Add it!

Published

Σοφή παροιμία των αρχαίων Σουμερίων, επίσης συναντάται και στην μορφή τρεις τον πούτσο κλαίγανε με πολλαπλές χρήσεις στην καθομιλουμένη. Για έμφαση μπορεί πριν την έκφραση να χρησιμοποιηθεί και το άιντεεεεεεε και για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση να συνοδεύεται από χαρακτηριστική κίνηση παλινδρόμησης της χούφτας.

Με την έκφανση αυτή, συχνά χρησιμοποιείται ανάλογα με την περίσταση, ως συνώνυμη με άλλες εκφράσεις (χαμηλότερου και λαϊκότερου επιπέδου ασφαλώς) όπως άρες μάρες κουκουνάρες, άρτσι μπούρτζι και λουλάς, ό,τι να 'ναι να ‘χαμε να λέγαμε, καλά κρασιά, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή σε διάφορους συνδυασμούς αυτών.

Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιείται ως σχόλιο σε κάποιο γεγονός ή κάποια δήλωση άλλου, σε έκφραση διαφωνίας, απαξίωσης, αποδοκιμασίας, περιφρόνησης, βδελυγμίας κ.λπ. ή και ως διαπίστωση πλήρους ασυνεννοησίας μεταξύ δύο ομιλητών.

- Άσε με ρε έχω φορτώσει, πήρε η διευθύντρια και μου ζήταγε μέσα στον χαμό, να της στείλω σε excel ανάλυση ανά τμήμα για το ετήσιο κόστος του χαρτιού υγείας.
- Άιντεεεεεεεεε, τρεις τον πούτσο κλαίγανε πέστης…

- Μωρέ Σούλα, έχω τραπέζι τους κουμπάρους μου, πες κάτι εύκολο και γρήγορο να φτιάξω εσύ που είσαι μαστόρισσα σε αυτά.
- Α, μια ωραία συνταγή είναι το ζαρκάδι με μύρτιλλα και σως πριμαβέρα.
- Αμάν ρε Σούλα, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, εύκολο και γρήγορο σου είπα…

- …και του λέω, πες ρε Γιώργο κανα πικάντικο νέο τις τελευταίες μέρες που δεν μιλήσαμε… και τι μου λέει το άτομο; «βρήκα ένα κόλπο με το spacebar και πέρασα στην επόμενη πίστα»
- Πώωω, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, το άτομο είναι εντελώς καμένο.

(από Galadriel, 24/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή κατάρα / μπινελίκι με αρχαιότατες Αριστοφανικές ρίζες. Εκ του ῥαφανιδόω, χώνω ῥαφανῖδα (ραπανάκι) εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Έτσι τιμωρούσαν τους μοιχούς οι Αθηναίοι: όταν οι βάρβαροι ευρωπαίοι τρώγανε ραπανάκια, εμείς οι Έλληνες τρώγαμε ραπανάκια.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι σε αντίθεση με το αγγούρι που ενίοτε δροσίζει τον αποδέκτη του, ο ράπανος εμπεριέχει ερεθιστικά δια τον πρωκτόν οξέα που αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο παράπλευρης απόλαυσης, τουλάστιχον στην χαρτογραφημένη πλειοψηφία.

Αντιδάνειο: johnblack & khank.

- «τί δ'ἤν ῥαφανιδωθῆι τέφρα τε τιλθῆι» (Ἀριστοφάνους Νεφέλαι, στ. 1083)

sarant: - Φαίνεται ότι και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι τα είχαν μακρουλά τα ρεπάνια τους, πάντως, διότι αν θυμάστε από τον Αριστοφάνη, συνήθης τιμωρία των μοιχών ήταν να τους χώνουν μια ραφανίδα εκεί που ξέρουμε όλοι

Τιπούκειτος: - Σχετικά με το αριστοφανικό aside (...) για την τιμωρία των μοιχών στην αρχαιότητα, θα ήθελα να καταθέσω τη σημερινή κυπριακή βρισιά/κατάρα «Στον κώλο σου ρεπάνι», η οποία αποδεικνύει μεταξύ άλλων την αρραγή τρισχιλιετή συνέχεια της φυλής και της γλώσσας μας και των ρεπανιών μας (για τους κώλους μας δεν τίθεται καν ζήτημα) (...) Η αποτελεσματικότης της κατάρας «στον κώλο σου ρεπάνι» δεν απορρέει, νομίζω, από το ευμέγεθες των εν Κύπρω ραφανίδων, αίτινες είναι ήκιστα μακρότεραι των εν Ελλάδι, αλλά μάλλον από τα οξέα τα οποία περιέχονται εις την σάρκα των ορεκτικωτάτων τούτων ζαρζαβατικών.
(δαμαί)

βιλλιές σσιηστές τα μέτρα τους,
στον κώλον τους ρεπάνι
εκάμαν τα σιεσσιέ γιαχνί
τζιαι ο λαός ξιάννει
(τζειαμαί)

- Ε έ; Τζιαί τωρά εκακοφανίστηκεν; Στον κώλον του ρεπάνι. Μα αν ήταν να ειδοποιείται τζι' ο κάθε μούτσιος για τες στρατιωτικές μας ασκήσεις, ήταν νά 'μαστεν για τα παναύρκα. (τζειαχαμαί)

Τιμωρία για τους αντεπαναστάτες (από Vrastaman, 25/06/12)Βασίλης Ράπανος: θα μάς πάει "ρεπάνι και καρότο"? (από Vrastaman, 25/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικό απόφθεγμα-επισήμανση της εγγενούς αδικίας και ανισότητας που χαρακτηρίζει την ανθρωπότητα.

— Για δες τον τυπάκο με το πορσικό και την ξανθιά...
— Άλλοι αγκομαχάνε κι άλλοι καυλομαχάνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified